Γ. Στουρνάρας: Η Βόρεια Ελλάδα, κρίσιμος πυλώνας της οικονομίας - Η βασική πρόκληση για τις ελληνικές περιφέρειες και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί
Παρασκευή, 26-Σεπ-2025 20:24
Στη συνεισφορά της Βορείου Ελλάδος στην ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, στην ομιλία του στον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδος.
Ειδικότερα, όπως τόνισε, "η Βόρεια Ελλάδα αποτελεί κρίσιμο πυλώνα της εθνικής οικονομίας, συνεισφέροντας πάνω από το 1/5 του ΑΕΠ της χώρας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2023, οι περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας παρήγαγαν το 21% του ελληνικού ΑΕΠ. Ξεχωρίζει η Κεντρική Μακεδονία, η οποία συνεισέφερε το 14% του ΑΕΠ και είναι η περιφέρεια με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Αττική".
Όπως είπε μεταξύ άλλων, η επιχειρηματικότητα ενισχύεται με γοργούς ρυθμούς στην περιοχή. Η Θεσσαλονίκη έχει εξελιχθεί σε ένα από τα ισχυρότερα και πιο δυναμικά οικοσυστήματα νεοφυών επιχειρήσεων στη χώρα, καταγράφοντας άνοδο 31 θέσεων στις πιο πρόσφατες κατατάξεις του παγκόσμιου Δείκτη Οικοσυστήματος StartupBlink, και είναι η δεύτερη πόλη μετά την Αθήνα ως προς τη συγκέντρωση νεοφυών επιχειρήσεων σε σχέση με τον πληθυσμό της.
Ακόμα, τόνισε ότι η γεωγραφική θέση της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για εμπορική διασύνδεση με τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή. Η εγγύτητα με τις ανατολικές αγορές, οι εμπορικές ροές προς τα Δυτικά Βαλκάνια και οι υφιστάμενες υποδομές καθιστούν τη Βόρεια Ελλάδα πύλη εισόδου και διαμετακόμισης, με δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης σε logistics, ενέργεια και μεταποίηση.
Την ίδια ώρα, όπως είπε, η επικείμενη ένταξη της Βουλγαρίας στη ζώνη του ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2026 δημιουργεί νέες αναπτυξιακές δυνατότητες για τη Βόρεια Ελλάδα.
"Η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών περιφερειών σχετίζεται με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητά τους, η οποία περιορίζει τη δυναμική των επενδύσεων και εμποδίζει την περιφερειακή σύγκλιση" επεσήμανε, συμπληρώνοντας ότι "η περιορισμένη πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την επιτάχυνση των επενδύσεων, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις".
Για το σύνολο της οικονομίας, είπε ότι σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να καταγράφει θετικές επιδόσεις. "Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης συνέβαλαν καθοριστικά στην άνοδο των επενδύσεων την τελευταία πενταετία. Ιδιαίτερα θετικά στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος επέδρασε η ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το 2023" τόνισε.
"Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει συνετή και αποτελεσματική, με εντυπωσιακές επιδόσεις. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο, καθώς οι εντατικές προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας αποδίδουν πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Επιτυγχάνονται επομένως σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δημιουργώντας τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο τόσο για ουσιαστικές φοροελαφρύνσεις όσο και για τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Οι παρεμβάσεις αυτές, αν και μόνιμου χαρακτήρα, δεν θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία και είναι απολύτως σύμφωνες με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες" ανέφερε ακόμα,
"Οι ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Στη διάρκεια του 2024 και του 2025 καταγράφηκαν νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από μεγάλους οίκους, όπως οι Moody’s και Standard & Poor’s, οι οποίες μεταδόθηκαν και στις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, ενδυναμώνοντας περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης προς τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτό συνέβαλε σε σημαντικές εισροές επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικές μετοχές και ομόλογα" υπογράμμισε.
Ολόκληρη η ομιλία του Γ. Στουρνάρα:
"Κυρίες και κύριοι,
Σας ευχαριστώ θερμά για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση.
Είναι χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας, στο πλευρό ενός θεσμικού φορέα που επί δεκαετίες στηρίζει τη βιομηχανία, την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη στη Βόρεια Ελλάδα, αποτελώντας μοχλό προόδου και καινοτομίας και πυλώνα περιφερειακής ανάπτυξης.
Η σημερινή μας συνάντηση πραγματοποιείται σε μια περίοδο που οι γεωοικονομικές εξελίξεις διαμορφώνουν ένα σύνθετο και ρευστό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να δράσουμε. Παρά τις προκλήσεις, διανοίγονται σημαντικές ευκαιρίες για να αναδιαρθρώσουμε την οικονομία μας, ενισχύοντας έτσι την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητά της. Η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών, η δυναμική προσέλκυση επενδύσεων και η μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο και πιο παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης είναι προϋποθέσεις για την ισχυροποίηση της χώρας και ειδικότερα της Βόρειας Ελλάδας στον ευρωπαϊκό και διεθνή χάρτη τα επόμενα χρόνια.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, απαιτείται πρώτα να εξετάσουμε τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, οι οποίες επηρεάζουν τα όρια και τις δυνατότητες της εγχώριας οικονομικής πολιτικής.
1. Διεθνές περιβάλλον
Η διεθνής οικονομία διανύει μια μεταβατική περίοδο, όπου αμφισβητούνται θεμελιώδεις αρχές που χαρακτήριζαν τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Από την αρχή του έτους παρατηρούμε μια πολύ σημαντική στροφή τακτικής εκ μέρους της αμερικανικής ηγεσίας τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και στην πράξη. Η υιοθέτηση πολιτικών οικονομικού εθνικισμού και προστατευτισμού από τις ΗΠΑ – όπως η επιβολή ιστορικά υψηλών δασμών σε στρατηγικούς εμπορικούς εταίρους, μεταξύ αυτών η Κίνα, το Μεξικό, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Ευρωπαϊκή Ένωση – ανατρέπει το πρότυπο των ελεύθερων αγορών, εισάγει στρεβλώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, περιορίζει τη ζήτηση και αποσταθεροποιεί τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Παράλληλα, παρατηρούμε μια πρωτοφανή αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας κομβικών θεσμών, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, καθώς και των διαχρονικών αξιών και των κανόνων που διέπουν τους πολυμερείς διεθνείς οργανισμούς. Η παγκόσμια οικονομία έχει επομένως εισέλθει σε μια περίοδο μεγαλύτερης αστάθειας, αλλά και πιθανών ανακατατάξεων.
Η αυξημένη αβεβαιότητα και οι γεωοικονομικές εντάσεις επηρεάζουν αρνητικά το επενδυτικό κλίμα. Η εμπιστοσύνη των επενδυτών παραμένει εύθραυστη, ενώ έχει αποδειχθεί επανειλημμένως ότι η αντίδραση των αγορών ομολόγων είναι έντονη σε κάθε παρέμβαση που δεν προάγει την αποτελεσματικότητα στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Αυτό έχει φανεί ήδη στην περίπτωση των μακροπρόθεσμων ομοσπονδιακών ομολόγων των ΗΠΑ, τα οποία ενσωματώνουν ένα σημαντικό ασφάλιστρο κινδύνου εξαιτίας αυτών των αβεβαιοτήτων.
Η εμπορική συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ τον Ιούλιο και αφορά την επιβολή ανώτατου δασμολογικού συντελεστή 15% σε εξαγωγές αγαθών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ αποτελεί ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο συμβιβασμό – μια περίπτωση "το μη χείρον βέλτιστον". Από τη μία πλευρά, είναι μια δυσμενής εξέλιξη, διότι "φορολογεί" ευρωπαϊκά προϊόντα με σχετικά υψηλό συντελεστή, μειώνοντας έτσι τη διεθνή ζήτησή τους, ενώ δεσμεύει την ΕΕ να αγοράζει ενεργειακά προϊόντα από τις ΗΠΑ σε τιμές που δεν είναι γνωστές και να πραγματοποιεί μεγάλες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς της αμερικανικής οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, αναμένεται να περιορίσει την αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών, διασφαλίζοντας μεταξύ άλλων τη συνέχεια των διατλαντικών οικονομικών συνεργασιών.
Σε αυτό το ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον, η οικονομία της ευρωζώνης έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ, ο ρυθμός ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ για το 2025 αναθεωρήθηκε προς τα πάνω στο 1,2% (από 0,9% προηγουμένως), με κύριους προωθητικούς παράγοντες την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. O πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω από 2,4% το 2024 σε 2,1% το 2025, υποβοηθούμενος από την υποχώρηση του πληθωρισμού της ενέργειας και την ανατίμηση του ευρώ. Επίσης, η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής έχει συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Παρ’ όλα αυτά, οι προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης υπόκεινται σε πολλαπλούς καθοδικούς κινδύνους. Μεταξύ αυτών είναι η αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική και οι παρατεταμένες γεωπολιτικές εντάσεις διεθνώς, καθώς και οι μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα και οι δημογραφικές προκλήσεις.
Στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, η περίοδος της έντονης μεταβλητότητας έχει δώσει τη θέση της σε μια στάση αναμονής των επενδυτών, αλλά με αυξημένα επίπεδα αποστροφής κινδύνου. Η αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ και η μειωμένη εμπιστοσύνη στις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας έχουν οδηγήσει αφενός στην αποσύνδεση των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων αμερικανικών ομολόγων από την πτωτική προοπτική των βασικών επιτοκίων στις ΗΠΑ, και αφετέρου στη μείωση των τοποθετήσεων των επενδυτών σε ομοσπονδιακά ομόλογα των ΗΠΑ, εν μέσω μάλιστα πρόσφατης αναταραχής στις διεθνείς αγορές. Αποτέλεσμα είναι να διαβρώνεται η θέση των αμερικανικών ομολόγων ως ομολόγων αναφοράς χωρίς κίνδυνο, δηλ. ως βάσης για την αποτίμηση μετοχών και ομολόγων στις διεθνείς αγορές.
Ταυτόχρονα, διαφαίνεται μια ευκαιρία για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς οι επενδυτές αυξάνουν τις τοποθετήσεις τους σε ευρωπαϊκά αξιόγραφα, κυρίως σε κρατικά ομόλογα και εταιρικά ομόλογα υψηλής διαβάθμισης. Η Ευρώπη δύναται επομένως να αναδειχθεί σε ένα σταθερό και ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο, με ενίσχυση του ρόλου του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Η αυξημένη ζήτηση ευρωπαϊκών αξιογράφων μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα και τις δυνατότητες χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, στηρίζοντας τις παραγωγικές επενδύσεις και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα. Για τη στρατηγική αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας, απαιτείται η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και η βάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών στο πλαίσιο της στρατηγικής για την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, η άρση όλων των σημαντικών εμποδίων που απομένουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και η αύξηση των επενδύσεων σε τεχνολογία, άμυνα και πράσινη ανάπτυξη αποτελούν κρίσιμες προτεραιότητες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρώπη αποταμιεύει περίπου 2,5% του ΑΕΠ περισσότερο από ό,τι επενδύει. Αυτοί οι διαθέσιμοι πόροι δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας, ιδίως σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με την έκθεση Draghi, απαιτείται απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις ύψους 800 δισεκ. ευρώ ετησίως για να μειωθεί το επενδυτικό χάσμα έναντι των ΗΠΑ και να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα.
2. Ελληνική οικονομία
Σε αυτό το ρευστό διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 2,0% το πρώτο εξάμηνο του 2025 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, σημαντικά υψηλότερος από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ την περίοδο 2025-27 αναμένεται να διαμορφωθεί γύρω στο 2%. Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο της ευρωζώνης, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς το μέσο επίπεδο της ΕΕ.
Οι επενδύσεις αυξάνονται σταθερά και στηρίζουν την οικονομική ανάκαμψη. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης φθάνει μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη. Παραμένει όμως σημαντικό το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη, αφού, παρά την έντονη αύξησή τους, οι επενδύσεις στην Ελλάδα το 2025 αναμένεται να διαμορφωθούν κοντά στο 16% του ΑΕΠ έναντι περίπου 21% στην ευρωζώνη.
Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης συνέβαλαν καθοριστικά στην άνοδο των επενδύσεων την τελευταία πενταετία. Ιδιαίτερα θετικά στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος επέδρασε η ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το 2023. Παράλληλα, η αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών επέτρεψαν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν πιο ενεργά την οικονομία, εδραιώνοντας τη θετική πορεία των επενδύσεων. Πράγματι, το 2024 και στη διάρκεια του 2025 η τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ενισχύθηκε και το κόστος δανεισμού υποχώρησε.
Στο πεδίο των τιμών, ο γενικός πληθωρισμός, παρότι παρουσίασε στοιχεία επιμονής από το Μάιο έως και τον Ιούλιο του 2025, κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού των υπηρεσιών αλλά και της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής, τον Αύγουστο υποχώρησε στο 3,1%, μειώνοντας τη θετική διαφορά σε σχέση με τον πληθωρισμό της ευρωζώνης. Για το 2025 εκτιμάται ότι θα παραμείνει σχετικά υψηλός, γύρω στο 3%, αντανακλώντας κυρίως το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας, προτού αποκλιμακωθεί σταδιακά το επόμενο έτος, ενισχύοντας τα πραγματικά εισοδήματα.
Η αγορά εργασίας παρουσιάζει σταθερή βελτίωση, με πτώση της ανεργίας και αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Ιδιαίτερα κρίσιμη για τις επενδύσεις είναι η παρατηρούμενη επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας το πρώτο εξάμηνο του 2025 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, γεγονός που σηματοδοτεί βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους για την ελληνική οικονομία. Οι εξελίξεις στο κόστος εργασίας δύνανται να στηρίξουν σε κάποιο βαθμό τις ελληνικές εξαγωγές εν μέσω της τρέχουσας συγκυρίας υψηλής αβεβαιότητας αλλά και ανατίμησης του ευρώ.
Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει συνετή και αποτελεσματική, με εντυπωσιακές επιδόσεις. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο, καθώς οι εντατικές προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας αποδίδουν πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Επιτυγχάνονται επομένως σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δημιουργώντας τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο τόσο για ουσιαστικές φοροελαφρύνσεις όσο και για τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Οι παρεμβάσεις αυτές, αν και μόνιμου χαρακτήρα, δεν θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία και είναι απολύτως σύμφωνες με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος μειώνεται με ταχύ ρυθμό, ενισχύοντας την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και ελαφρύνοντας τα βάρη των επόμενων γενεών.
Οι ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Στη διάρκεια του 2024 και του 2025 καταγράφηκαν νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από μεγάλους οίκους, όπως οι Moody’s και Standard & Poor’s, οι οποίες μεταδόθηκαν και στις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, ενδυναμώνοντας περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης προς τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτό συνέβαλε σε σημαντικές εισροές επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικές μετοχές και ομόλογα.
Όσον αφορά τα τραπεζικά ιδρύματα, τα θεμελιώδη μεγέθη τους εξακολουθούν να βελτιώνονται. Το α΄ εξάμηνο του 2025 συνεχίστηκε η ενίσχυση της κερδοφορίας και της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ενώ οι δείκτες ρευστότητας διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα. Τα αποτελέσματα του πανευρωπαϊκού stress test του 2025 επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες, ακόμη και σε δυσμενή σενάρια, διατηρούν επίπεδα ιδίων κεφαλαίων πάνω από τις κανονιστικές απαιτήσεις και υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι επιδόσεις αυτές δημιουργούν ένα σταθερό υπόβαθρο που επιτρέπει στις τράπεζες να χρηματοδοτούν επενδύσεις και να στηρίζουν πιο αποτελεσματικά την πραγματική οικονομία.
Συνολικά, στο τρέχον περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία ξεχωρίζει θετικά και αποτελεί πόλο επενδυτικών ευκαιριών σε στρατηγικούς τομείς. Για παράδειγμα, ο κλάδος της τεχνολογίας και της καινοτομίας γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη, με ένα δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων (startups) και επενδύσεις σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιακή οικονομία. Παράλληλα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως η ηλιακή και η αιολική, προσφέρουν μεγάλες επενδυτικές προοπτικές, καθώς η χώρα επιδιώκει τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας ευνοεί επίσης τις επενδύσεις σε υποδομές και μεταφορές, καθιστώντας τη χώρα σημαντικό διαμετακομιστικό κόμβο. Τέλος, ο κλάδος του τουρισμού συνεχίζει να αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης, με σημαντική επενδυτική δραστηριότητα και ουσιαστική συμβολή στη χρηματοδότηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Με αυτά τα δεδομένα, έχει ιδιαίτερη σημασία να εξετάσουμε το ρόλο που διαδραματίζει η Βόρεια Ελλάδα στην εθνική αναπτυξιακή προσπάθεια.
3. Η συνεισφορά της Βορείου Ελλάδος στην ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας
Η Βόρεια Ελλάδα αποτελεί κρίσιμο πυλώνα της εθνικής οικονομίας, συνεισφέροντας πάνω από το 1/5 του ΑΕΠ της χώρας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2023, οι περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας παρήγαγαν το 21% του ελληνικού ΑΕΠ. Ξεχωρίζει η Κεντρική Μακεδονία, η οποία συνεισέφερε το 14% του ΑΕΠ και είναι η περιφέρεια με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Αττική. Αν και ο ρυθμός αύξησης της προστιθέμενης αξίας στη Βόρεια Ελλάδα συνολικά (1,9%) ήταν οριακά χαμηλότερος από τον εθνικό μέσο όρο (2,2%), κάποιες περιφέρειες, όπως η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος, ξεπέρασαν το 3%.
Η Βόρεια Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική επιχειρηματική κινητικότητα, με υψηλή συγκέντρωση νέων επιχειρήσεων. Την περίοδο 2021-24, το 25% των νέων επιχειρήσεων που ιδρύθηκαν στη χώρα εδρεύει στη Βόρεια Ελλάδα – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Αττική (39%). Στον τομέα της μεταποίησης, η περιοχή συγκεντρώνει το 26% των νέων επιχειρήσεων (έναντι 40% στην Αττική), στοιχείο που αναδεικνύει την παραγωγική δυναμική της.
Οι εξαγωγές των περιφερειών της Βόρειας Ελλάδας ενισχύθηκαν σημαντικά και συμβάλλουν καθοριστικά στην εξωστρέφεια της οικονομίας. Σύμφωνα με μελέτη του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), την περίοδο 2017-21 καταγράφηκε έντονη αύξηση των εξαγωγών σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας. Μεγάλο μέρος των εξαγωγών κατευθύνεται στη Δυτική Ευρώπη και σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, η Τουρκία και η Αλβανία. Ξεχωρίζει η Κεντρική Μακεδονία, η οποία κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των ελληνικών περιφερειών ως προς το μερίδιο εξαγωγών (16% του συνόλου της χώρας), με τις εξαγωγές της να αντιστοιχούν στο 25% του περιφερειακού ΑΕΠ. Οι εξαγωγές της Βόρειας Ελλάδας αφορούν κυρίως τρόφιμα, πετρελαιοειδή, χημικά και πλαστικά, μηχανήματα, προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας, μέταλλα και μη μεταλλικά ορυκτά.
Η σύνθεση αυτή καταδεικνύει το στρατηγικό ρόλο της περιοχής στην εφοδιαστική αλυσίδα και στις διεθνείς αγορές.
Παράλληλα, η επιχειρηματικότητα ενισχύεται με γοργούς ρυθμούς στην περιοχή. Η Θεσσαλονίκη έχει εξελιχθεί σε ένα από τα ισχυρότερα και πιο δυναμικά οικοσυστήματα νεοφυών επιχειρήσεων στη χώρα, καταγράφοντας άνοδο 31 θέσεων στις πιο πρόσφατες κατατάξεις του παγκόσμιου Δείκτη Οικοσυστήματος StartupBlink, και είναι η δεύτερη πόλη μετά την Αθήνα ως προς τη συγκέντρωση νεοφυών επιχειρήσεων σε σχέση με τον πληθυσμό της.
Η γεωγραφική θέση της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για εμπορική διασύνδεση με τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή. Η εγγύτητα με τις ανατολικές αγορές, οι εμπορικές ροές προς τα Δυτικά Βαλκάνια και οι υφιστάμενες υποδομές καθιστούν τη Βόρεια Ελλάδα πύλη εισόδου και διαμετακόμισης, με δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης σε logistics, ενέργεια και μεταποίηση.
Η επικείμενη ένταξη της Βουλγαρίας στη ζώνη του ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2026 δημιουργεί νέες αναπτυξιακές δυνατότητες για τη Βόρεια Ελλάδα. Αναμένεται να ενισχύσει τη σταθερότητα, να περιορίσει τον συναλλαγματικό κίνδυνο, να διευκολύνει τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών και να καταστήσει πιο προβλέψιμο και ευνοϊκό το επενδυτικό περιβάλλον για τις ελληνικές επιχειρήσεις, διανοίγοντας ευκαιρίες σε τομείς όπως η βιομηχανία, οι υπηρεσίες και η αγροδιατροφή. Οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις μπορούν να οργανώνουν πιο αποτελεσματικά τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες και να αξιοποιούν συνεργασίες χωρίς νομισματικά εμπόδια. Παράλληλα, η αυξημένη κινητικότητα εργατικού δυναμικού, φοιτητών και τουριστών θα ενισχύσει τη δυναμική των τοπικών αγορών. Συνολικά, η ένταξη της Βουλγαρίας στο ευρώ ενδυναμώνει την περιφερειακή ενοποίηση και δίνει στη Βόρεια Ελλάδα τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ισχυρό κόμβο βιομηχανίας, εμπορίου και τουρισμού στα Βαλκάνια.
Ωστόσο, πέρα από αυτές τις θετικές εξελίξεις, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις διαρθρωτικές αδυναμίες και τα εμπόδια που εξακολουθούν να περιορίζουν τη δυναμική των επενδύσεων στην περιοχή.
4. Προκλήσεις – Αδυναμίες και εμπόδια στην αύξηση των επενδύσεων
Η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών περιφερειών σχετίζεται με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητά τους, η οποία περιορίζει τη δυναμική των επενδύσεων και εμποδίζει την περιφερειακή σύγκλιση. Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό δείκτη περιφερειακής ανταγωνιστικότητας (2022), μόνο η Αττική κατατάσσεται σε σχετικά υψηλές θέσεις, ενώ οι υπόλοιπες περιφέρειες εμφανίζουν χαμηλές επιδόσεις. Ως αποτέλεσμα, η Περιφέρεια Αττικής έχει και τα υψηλότερα μερίδια στο ΑΕΠ της χώρας (σχεδόν 50%), στις συνολικές εγχώριες επενδύσεις (πάνω από το 1/3), στις συνολικές εξαγωγές ( πάνω από το 50%) και στην απασχόληση (4 στους 10 απασχολούμενους). Ακολουθεί με μεγάλη διαφορά η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, αν και είναι η δεύτερη σε πληθυσμό περιφέρεια της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ενδείξεις θετικής δυναμικής: από το 2019 έως το 2022, 9 από τις 13 περιφέρειες της χώρας – κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα – παρουσίασαν βελτίωση στο δείκτη ανταγωνιστικότητας, γεγονός που δείχνει ότι, υπό κατάλληλες συνθήκες, μπορούν να επιταχύνουν τη σύγκλιση και να ενισχύσουν την επενδυτική τους ελκυστικότητα.
Παρά την αξιόλογη υποχώρηση της ανεργίας σε εθνικό επίπεδο, οι περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας εξακολουθούν να καταγράφουν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Το 2024, και οι τέσσερις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας συγκαταλέγονταν στην πρώτη πεντάδα με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας πανελλαδικά, υπερβαίνοντας τον εθνικό μέσο όρο. Αντίστοιχα, οι δείκτες απασχόλησης παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για ενίσχυση της τοπικής αγοράς εργασίας και προσέλκυση βιώσιμων επενδύσεων.
Μια διαρθρωτική αδυναμία που επιβαρύνει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας είναι το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης στις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας. Αυτό είναι σταθερά υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο (28% το 2023), με τη Δυτική Μακεδονία να καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στη χώρα (38%). Η υπερβολική συγκέντρωση σε ατομικές ή πολύ μικρές επιχειρηματικές μονάδες περιορίζει τη δυνατότητα δημιουργίας σταθερών θέσεων εργασίας, αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και επιτείνει τις δυσκολίες προσέλκυσης και συγκράτησης ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Αυτό με τη σειρά του δυσχεραίνει τη βιώσιμη αξιοποίηση της τοπικής παραγωγικής βάσης και την ενίσχυση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας.
Η πληθυσμιακή συρρίκνωση επηρεάζει όλες τις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας, με τη Δυτική Μακεδονία να πλήττεται ιδιαίτερα έντονα, καθώς παρουσιάζει όχι μόνο αρνητικό πληθυσμιακό ισοζύγιο (δηλαδή περισσότερους θανάτους από γεννήσεις), αλλά και αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, λόγω εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Η συνδυαστική αυτή επίδραση εντείνει τα προβλήματα κοινωνικής συνοχής, μειώνει τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού και περιορίζει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής.
Η έλλειψη τεχνικών δεξιοτήτων και η περιορισμένη ενσωμάτωση των επιχειρήσεων σε διεθνείς αλυσίδες αξίας εξακολουθούν να συνιστούν κρίσιμους περιορισμούς για την ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας. Η μετάβαση προς ένα υπόδειγμα υψηλής έντασης γνώσης και τεχνολογίας παραμένει ατελής, ιδιαίτερα σε περιφέρειες όπως η Δυτική Μακεδονία, όπου καταγράφονται χαμηλές επιδόσεις στους δείκτες τεχνολογικής απασχόλησης. Αντιθέτως, στην Κεντρική Μακεδονία η απασχόληση σε τομείς υψηλής τεχνολογίας ανήλθε σε 2,6% το 2024 – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στη χώρα μετά την Αττική (5,8%).
Αξιοσημείωτη είναι και η σχετική πρόοδος στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, όπου το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε σε 1,6% από 0,9% το 2023. Ωστόσο, η συνολική εικόνα εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η αποσπασματική συμμετοχή σε διεθνείς συστάδες αλυσίδων αξίας (value chain clusters) και οι υστερήσεις σε κρίσιμες υποδομές περιορίζουν την προσέλκυση επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η περιορισμένη πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την επιτάχυνση των επενδύσεων, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παρά τη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών, οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος χρηματοδότησης και δυσκολίες στην πρόσβαση σε τραπεζική πίστη. Το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην εξωτερική χρηματοδότησή τους παραμένει σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ.
Ως αποτέλεσμα, το 75% των επενδύσεων χρηματοδοτείται με ίδια κεφάλαια – ποσοστό αισθητά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος, μόνο το 1,3% των επενδυτικών κεφαλαίων των επιχειρήσεων την τελευταία διετία προήλθε από φορολογικά κίνητρα και μόλις το 11,5% από τραπεζικό δανεισμό, ενώ οι μισές δεν αξιοποίησαν κανένα κρατικό πρόγραμμα. Επιπλέον, μόλις 3 στις 10 επιχειρήσεις αξιοποίησαν τον Αναπτυξιακό Νόμο, με το 74% αυτών να αναφέρει γραφειοκρατία και καθυστερήσεις. Αυτή η εξάρτηση από ίδιους πόρους επιβαρύνει την επενδυτική δυναμική, περιορίζει την κλίμακα των έργων και αναδεικνύει την ανάγκη για ενίσχυση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης, ιδίως μέσω κεφαλαιαγορών και στοχευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Ταυτόχρονα, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, που παρεμποδίζουν την ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. Το πολύπλοκο και ευμετάβλητο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο και οι καθυστερήσεις των διαδικασιών αυξάνουν το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, λόγω των γνωστών καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης δεν παρέχεται επαρκής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Τα προβλήματα του φορολογικού συστήματος συγκαταλέγονται επίσης στους πλέον ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Οι αδυναμίες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος επιβεβαιώνονται και από πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), σύμφωνα με την οποία οι ελληνικές επιχειρήσεις εκφράζουν έντονες ανησυχίες για το υψηλό ενεργειακό κόστος, τη διαθεσιμότητα εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες, το ρυθμιστικό και θεσμικό πλαίσιο, καθώς και για τη γενικότερη αβεβαιότητα.
Τέλος, παρά τις προσπάθειές τους να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της ψηφιακής μετάβασης, οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ σε αρκετούς τομείς. Ενδεικτικά, μόνο το 1/3 των ελληνικών επιχειρήσεων δηλώνει ότι επενδύει στην ενεργειακή απόδοση (έναντι 50% στην ΕΕ), γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης του επενδυτικού προσανατολισμού προς τη βιωσιμότητα. Παράλληλα, η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών παραμένει περιορισμένη, με αξιοσημείωτη υστέρηση σε κρίσιμους τομείς όπως το διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of Things, IoT), τα μεγάλα δεδομένα (big data) και η τεχνητή νοημοσύνη. Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος, από τις επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν επενδύσεις την περασμένη διετία, μόνο οι μεγαλύτερες στράφηκαν στην καινοτομία και τις εξαγωγές. Αντίθετα, οι μικρότερες επιχειρήσεις δίνουν προτεραιότητα σε πιο άμεσες ανάγκες και στη μείωση του λειτουργικού κόστους.
Οι αδυναμίες αυτές αναδεικνύουν την ανάγκη στοχευμένων παρεμβάσεων, ώστε να αρθούν τα εμπόδια και να αξιοποιηθεί πλήρως το αναπτυξιακό δυναμικό της Βόρειας Ελλάδας.
5. Προτάσεις πολιτικής
Η ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί κρίσιμο μοχλό για την τόνωση της επενδυτικής και αναπτυξιακής δυναμικής της περιοχής. Η γεωγραφική εγγύτητα με τις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και την ένταξή τους σε διεθνείς αλυσίδες αξίας. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και εξαγωγικό προσανατολισμό – όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, τα δομικά υλικά, η υγεία, οι ψηφιακές και πράσινες τεχνολογίες – μέσω στοχευμένων κινήτρων, στρατηγικών συνεργασιών και προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες θα προσθέσουν τεχνογνωσία και θα προσφέρουν τη δυνατότητα εισόδου σε νέες αγορές. Επιπλέον, φορολογικά κίνητρα προς τις επιχειρήσεις μπορούν να διευκολύνουν την ένταξή τους σε συστάδες αλυσίδων προστιθέμενης αξίας, ενισχύοντας τη δικτύωση και τη συνεργασία με άλλους παραγωγικούς φορείς.
Η αναβάθμιση των υποδομών και των τεχνολογικών δυνατοτήτων είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας. Αυτή την περίοδο βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικά έργα υποδομής στην Κεντρική Μακεδονία και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, όπως για παράδειγμα το Flyover, η επέκταση του μετρό, το πάρκο logistics, τα έργα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό της ΓΑΙΑΟΣΕ και ο εθνικός κόμβος καινοτομίας, τεχνολογίας και έρευνας του ThessINTEC. Οι παρεμβάσεις αυτές θα βελτιώσουν την καθημερινότητα των πολιτών και θα προωθήσουν την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΥ-Parthenon, τα εν λόγω έργα θα ενισχύσουν σημαντικά το ΑΕΠ, τα δημόσια έσοδα και την απασχόληση. Ωστόσο, συνολικά η Βόρεια Ελλάδα χρειάζεται πρόσθετες επενδύσεις σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, σε υλικές υποδομές (π.χ. στους οδικούς άξονες, στο σιδηρόδρομο, στα λιμάνια Ηπείρου και Αλεξανδρούπολης και σε logistics), ώστε να καταστεί κόμβος εξωστρέφειας και καινοτομίας.
Ο περιορισμός του ενεργειακού κόστους και η μετάβαση στην πράσινη οικονομία είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα, ιδίως σε ενεργοβόρους κλάδους. Απαιτούνται παρεμβάσεις όπως η ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων ενέργειας και η αναθεώρηση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας. Παράλληλα, η αξιοποίηση επιδοτήσεων για πράσινες επενδύσεις και η εφαρμογή μοντέλων κυκλικής οικονομίας δημιουργούν νέες ευκαιρίες για καινοτόμα και περιβαλλοντικά βιώσιμα προϊόντα.
Η ενίσχυση της χρηματοδότησης, κυρίως για μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις, είναι κρίσιμη για την επιτάχυνση της επενδυτικής δυναμικής στη Βόρεια Ελλάδα. Η αξιοποίηση των κεφαλαιαγορών, καθώς και η προώθηση του Ταμείου Μικροπιστώσεων και άλλων εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης και νέων χρηματοδοτικών εργαλείων μπορούν να διευρύνουν τις επιλογές και τις επενδύσεις σε άυλα περιουσιακά στοιχεία όπως λογισμικό και βάσεις δεδομένων (τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο για τραπεζικό δανεισμό) και να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα και την απόδοση των επενδυτικών σχεδίων.
Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα υπόδειγμα μέσης και υψηλής τεχνολογικής έντασης είναι απαραίτητη για τη διατηρήσιμη αύξηση των εξαγωγών, την υποκατάσταση εισαγωγών και τη μείωση του διαχρονικά υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Παρά την άνοδο των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας στο 5% του συνόλου το 2022, το ποσοστό αυτό υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (17%), ενώ η σχετική ένταση γνώσης του ελληνικού εμπορίου παραμένει η χαμηλότερη στην ΕΕ. Η επιτάχυνση του ψηφιακού εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων απαιτεί συνδυασμένες παρεμβάσεις: (1) επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, (2) νέες πρακτικές λειτουργίας των επιχειρήσεων, (3) φορολογικά κίνητρα για έρευνα και ανάπτυξη, (4) ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και (5) ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος με έμφαση στην τεχνική κατάρτιση και τη διά βίου μάθηση, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Πάνω απ’ όλα, η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων προϋποθέτει τη δημιουργία ενός σταθερού και φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Κρίσιμες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν τη μείωση της γραφειοκρατίας μέσω της ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών, την απλοποίηση διαδικασιών με υψηλό διοικητικό κόστος και την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Παράλληλα, η αντιμετώπιση της πολυνομίας και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των θεσμών θα διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και την εκτέλεση συμβάσεων. Η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, η καθιέρωση επιταχυνόμενων αποσβέσεων για πάγιο εξοπλισμό και οι μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη μπορούν να καταστήσουν τη χώρα πιο ελκυστική για την υλοποίηση επενδύσεων στη βιομηχανία και την καινοτομία. Τέλος, απαιτείται επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με στόχο τη μείωση φραγμών εισόδου και την αντιμετώπιση ολιγοπωλιακών πρακτικών.
6. Καταληκτικές παρατηρήσεις
H αξιοποίηση των περιφερειακών δυνατοτήτων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς αναπτυξιακή πορεία. Οι επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας, επωφελούμενες από τη στρατηγική τους θέση ως πύλης της ΕΕ προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάκαμψη, στην απασχόληση και στην ενίσχυση της περιφερειακής παραγωγικής βάσης. Ωστόσο, οι υφιστάμενες ανισότητες και διαπεριφερειακές αποκλίσεις επιμένουν, εντείνοντας τον κίνδυνο μετακίνησης ανθρώπινου δυναμικού λόγω έλλειψης ευκαιριών.
Η συγκυρία για την Ελλάδα ενέχει σημαντικές προκλήσεις, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες, και απαιτεί σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στο νέο παραγωγικό πρότυπο. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η έμπρακτη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας μπορούν να μετατρέψουν τη δυναμική ανάκαμψη σε μακροχρόνια πρόοδο με ουσιαστικά οφέλη για τις επόμενες γενιές.
Σας ευχαριστώ".