Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Οι συστάσεις για δημοσιονομική σταθερότητα, χρέος και αμυντικές δαπάνες - "Απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση"
Δευτέρα, 24-Μαρ-2025 13:01
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 16:10
Την ανάγκη η Ελλάδα να συνεχίσει να κινείται στον δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας και της περαιτέρω μείωσης του χρέους της, αλλά και να διεκδικήσει ίση μεταχείριση στο πλαίσιο των διεργασιών για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπογραμμίζει ερευνητικό σημείωμα με τίτλο "Fiscal Space and Sovereign Bond Market Developments in Selected European Economies" ("Δημοσιονομικός χώρος και εξελίξεις στην αγορά κρατικών ομολόγων σε επιλεγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες") που δημοσίευσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
"Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι εντυπωσιακές, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρώπη απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση. Στη θετική πλευρά, η Ελλάδα έχει αναπτύξει ιστορικό καταγραφής πρωτογενών πλεονασμάτων και έχει επιτύχει, από το 2021, σημαντικό μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ κατά 54,8 ποσοστιαίες μονάδες" σημειώνει μεταξύ άλλων η έκθεση.
Όπως σημειώνει η έκθεση, εξετάζοντας την χρονική περίοδο 2016-2024, "η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο όσο αφορά στη δημοσιονομική εξυγίανσή της. Μεταξύ δ' τριμήνου 2016 και α' τριμήνου 2020, η Ελλάδα κατέγραψε σταθερά τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα ως μερίδιο του ΑΕΠ μεταξύ των χωρών που εξετάζονται". Ωστόσο, όπως τονίζεται, "κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η δημοσιονομική προσπάθεια δεν μεταφράστηκε σε σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ, εν μέσω ενός περιβάλλοντος χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης".
Ακόμα, η έκθεση επισημαίνει ότι "είναι σημαντικό ότι το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους κατείχε ο ξένος επίσημος τομέας στα τέλη του 2024, ως αποτέλεσμα των συμφωνιών αναδιάρθρωσης κατά την εποχή της κρίσης. Αυτό το τμήμα του χρέους είναι κλειδωμένο σε αρκετά χαμηλά επιτόκια (πολύ χαμηλότερα από αυτά της αγοράς), διαμορφώνοντας ένα χαμηλό πραγματικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους. Επιπλέον, το χαρτοφυλάκιο του ελληνικού χρέους χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη μέση ωρίμανση, η οποία υπολογιζόταν στα 18,8 χρόνια στα τέλη του 2024".
Παράλληλα, τονίζεται ότι η Ελλάδα απολαμβάνει ένα "πριμ σταθερότητας" της τάξεως του 1,67% και αναδεικνύει τις τεράστιες εξοικονομήσεις στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Επίσης, όπως σημειώνεται, "η ιδιαίτερα ευνοϊκή σύνθεση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας (...) σε συνδυασμό με τα υποστηρικτικά μέτρα πολιτικής της ΕΚΤ, συμβάλλουν στη θωράκιση της ελληνικής αγοράς ομολόγων από τη βραχυπρόθεσμη αστάθεια της αγοράς".
Ωστόσο, όπως τονίζεται στην έκθεση, "απαιτείται σύνεση και επαγρύπνηση, καθώς υπάρχουν αρκετοί πιθανοί κίνδυνοι". Αν και η Ελλάδα επωφελείται από μια ιδιαίτερα ευνοϊκή σύνθεση επενδυτών, "οι τρέχουσες ευνοϊκές συνθήκες μπορεί να μην διαρκέσουν επ' αόριστον".
Όπως αναφέρεται, "η μεγάλη εξάρτηση από ξένα κεφάλαια είναι ριψοκίνδυνη, δεδομένης της στροφής προς την ασφάλεια που επιδεικνύουν οι ξένοι επενδυτές κατά τη διάρκεια κρίσεων. Παρόλα αυτά, ένα τέτοιο σενάριο παραμένει μακρινό".
Την ίδια ώρα, η έκθεση υπογραμμίζει ότι "η δέσμευση για δημοσιονομική σταθερότητα και σύνεση που θα υποστηρίζεται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη θα είναι ζωτικής σημασίας για μελλοντικές αναβαθμίσεις".
Η έκθεση κάνει μνεία και στον "ιστορικά υψηλό λόγο χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας", τονίζοντας ότι "είναι ένας ακόμα πιθανός παράγοντας κινδύνου, καθώς καταδεικνύεται ότι η Ελλάδα έχει μακρύτερη διαδρομή προς το όριο χρέους του 60% της ΕΕ, σε σύγκριση με άλλες χώρες. Μέχρι στιγμής, οι επιδόσεις μείωσης του χρέους ήταν εντυπωσιακές, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μείωση στην Ευρωζώνη μετά την πανδημία, αλλά οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν. Αυτό είναι κρίσιμο σε μια ταχέως μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη με σημαντικούς οικονομικούς, γεωπολιτικούς κινδύνους, κινδύνους για την ασφάλεια και το κλίμα στην Ευρώπη".
Παράλληλα, τονίζει ότι "το σχέδιο ReArm Europe δεν πρέπει να θεωρηθεί ως διακοπή της δημοσιονομικής σύνεσης, αλλά ως ευκαιρία αντικατάστασης εθνικών δημόσιων πόρων με κοινή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για σχεδιασμένες αμυντικές δαπάνες και την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της ΕΕ και της Ελλάδας".
Το ευρωπαϊκό "στοίχημα" της αύξησης των αμυντικών δαπανών
Ειδικά για την άμυνα, τονίζεται ότι η ανάγκη ενίσχυσής της σε ευρωπαϊκό επίπεδο δημιουργεί μία σημαντική δημοσιονομική πρόκληση για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η οποία διαχρονικά διαθέτει μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ στην άμυνα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας ανήλθαν στο 2,6% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας σταθερά τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες ύψους τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ και ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν μόλις 1,3% του ΑΕΠ.
Το σημείωμα χαρακτηρίζει το πλαίσιο του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ReArm Europe ως "ευπρόσδεκτη εξέλιξη, ιδίως εάν οι πρόσθετες αμυντικές δαπάνες θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω πόρων της ΕΕ" και επισημαίνει:
"Σε αυτή τη δημοσιονομική άσκηση δεν πρέπει να υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Για να κερδίσει έδαφος το σχέδιο της Επιτροπής, η πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της. Ταυτόχρονα, τα κράτη-μέλη της ΕΕ που έχουν ιστορικά διαθέσει στην άμυνα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ τους (όπως η Ελλάδα, η Πολωνία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Φινλανδία), με αντίτιμο τις μειωμένες δημόσιες δαπάνες σε άλλους τομείς, πρέπει να τύχουν δίκαιης μεταχείρισης. Είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, που αποτελεί ήδη μία από τις χώρες με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ, να υποστηρίξει ότι οι σχεδιασμένες αμυντικές δαπάνες από χώρες που παραδοσιακά διαθέτουν υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ τους στην άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπιστούν οι χώρες με ιστορικά χαμηλές δαπάνες οι οποίες θα αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους".
Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η ανάγκη "να κάνει η Ευρώπη ως σύνολο ένα τολμηρό βήμα προς τη συμφωνία έκδοσης κοινού χρέους, πέρα από το χαρτοφυλάκιο των 150 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε στο σχέδιο ReArm Europe", δεδομένου ότι μεσοπρόθεσμα καμία χώρα δεν μπορεί από μόνη της να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της με αξιοπιστία, χωρίς να θέσει σε αμφισβήτηση τη δημοσιονομική σταθερότητά της. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη στήριξη των αγορών ευρωπαϊκών ομολόγων κρίνεται καθοριστικός, εάν ενταθούν εκ νέου οι κίνδυνοι αναταράξεων και κατακερματισμού, "όμως σε περίπτωση νέων πληθωριστικών σοκ ενδέχεται να προκύψουν επιπλοκές που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ικανότητα της ΕΚΤ να προσφέρει νομισματικά μέτρα τόνωσης".
Το ερευνητικό σημείωμα συνέταξαν ο Καθηγητής Οικονομικών στην Business School του Πανεπιστημίου του Έσσεξ, Αλέξανδρος Κοντονίκας και ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και Καθηγητής Οικονομικών στην Adam Smith Business School του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης, Γιάννης Τσουκαλάς. Πρόκειται για το πρώτο από μία σειρά σημειωμάτων που θα εκδίδει το Γραφείο Προϋπολογισμού για επίκαιρα οικονομικά ζητήματα, με έμφαση σε ευρωπαϊκές εξελίξεις οι οποίες έχουν άμεση αντανάκλαση στην ελληνική οικονομία.