Laurine Pividal (Coface): Γιατί αξιολογούμε το ρίσκο της ελληνικής οικονομίας μικρότερο της ιταλικής
Σάββατο, 15-Φεβ-2025 08:24
Η οικονομολόγος αρμόδια για την νότια Ευρώπη της Coface Laurine Pividal αναφέρεται στα βήματα προόδου που έχει κάνει η ελληνική οικονομία αλλά και στα ρίσκα που έχει μπροστά της. Βραχυπρόθεσμη πρόκληση αποτελούν οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ενώ μακροπρόθεσμα η Ελλάδα καλείται να διαφοροποιήσει τη βιομηχανία της και να προωθήσει την καινοτομία. Πως αξιολογείται η πορεία των οικονομιών της νότιας Ευρώπης.
Συνέντευξη στο Χάρη Φλουδόπουλο
Βλέπουμε στον χάρτη αξιολόγησης κινδύνου χωρών για το 2025 ότι η Ελλάδα έχει καλύτερη βαθμολογία από την Ιταλία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ποια είναι η τρέχουσα άποψή σας για την ελληνική οικονομία;
Η καλύτερη αξιολόγηση κινδύνου χώρας (CRA) της Ελλάδας αντικατοπτρίζει κυρίως τις θετικότερες οικονομικές της προοπτικές και την ευνοϊκότερη τάση των δημόσιων οικονομικών της. Ενώ η ιταλική οικονομία θα συνεχίσει να εμφανίζει χαμηλή ανάπτυξη, αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να ξεπερνά τον μέσο όρο της ευρωζώνης, με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ που θα ξεπερνά το 2% (έναντι κάτω του 1% για την Ιταλία).
Στο δημοσιονομικό πεδίο, παρά τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ και την οικονομική κρίση που πέρασε, το ελληνικό χρέος θεωρείται πιο βιώσιμο. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους κατέχεται από δημόσιους πιστωτές, ενώ το ιταλικό χρέος εξαρτάται κυρίως από εγχώριους επενδυτές, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω της αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατικών οικονομικών και των ισολογισμών των εθνικών τραπεζών. Επιπλέον, η ισχυρή οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας της επέτρεψε να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Αντίθετα, ο στόχος ανάπτυξης 1,2% που έθεσε η ιταλική κυβέρνηση στον προϋπολογισμό της για φέτος φαίνεται ξανά υπερβολικά αισιόδοξος (μετά την επίτευξη 0,5% το 2024 αντί για 1%) και θα μπορούσε να επιβραδύνει τη δημοσιονομική προσπάθεια λόγω χαμηλότερων από τα αναμενόμενα εσόδων.
Σε σχέση με την οικονομική κρίση, ποια βήματα προόδου έχουν γίνει και ποια είναι τα τρέχοντα δυνατά σημεία της ελληνικής οικονομίας;
Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο μέσω μεταρρυθμίσεων που βελτίωσαν τη δημοσιονομική της βιωσιμότητα και το τραπεζικό της σύστημα, με ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ να είναι πλέον σε εξέλιξη. Καθώς η οικονομία ανέκαμψε, η ανεργία –αν και εξακολουθεί να είναι υψηλή– μειώθηκε στο ένα τρίτο μέσα σε μια δεκαετία, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και τις δαπάνες. Αυτό δημιούργησε έναν θετικό κύκλο ανάπτυξης, με αύξηση των φορολογικών εσόδων που επέτρεψε στη χώρα να παράγει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, να εκπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις και να μειώνει τις αποδόσεις των ομολόγων.
Παρότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην ΕΕ, είναι ένα από τα κράτη μέλη με την καλύτερη πτωτική τάση τα τελευταία χρόνια, με μείωση κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε τρία χρόνια (δηλαδή 22% χαμηλότερο από το 2020, ενώ ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι -9%). Επιπλέον, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται στο τελικό στάδιο της αποκατάστασης των πληγών που προκάλεσε η κρίση χρέους, με συνεχή βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας. Για παράδειγμα, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε κάτω από 5% το τρίτο τρίμηνο του 2024 (ο μέσος όρος της ΕΕ είναι περίπου 2%), από σχεδόν 50% την προηγούμενη δεκαετία. Όλες αυτές οι προσπάθειες αναγνωρίστηκαν με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε "επενδυτική βαθμίδα" το 2023, βγάζοντάς την από την "κερδοσκοπική" κατηγορία για πρώτη φορά από το 2010.
Επιπλέον, η Ελλάδα επωφελείται από τη δυναμική του τουριστικού της τομέα, που συνεχίζει να καταγράφει ρεκόρ, καθώς και από αυξημένες επενδύσεις λόγω βελτιωμένου επιχειρηματικού κλίματος και ευρωπαϊκών κονδυλίων (που αντιστοιχούν στο 19% του ΑΕΠ του 2019, καθιστώντας την Ελλάδα τον μεγαλύτερο ωφελούμενο σε σχετικούς όρους). Η σταθερότητα του πολιτικού της τοπίου ενισχύει επίσης την εμπιστοσύνη της αγοράς.
Ποιοι είναι οι κύριοι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία αυτή τη στιγμή; Σε ποιους τομείς βλέπετε περιθώρια βελτίωσης;
Βραχυπρόθεσμα, οι κύριοι κίνδυνοι συνδέονται με το γεωπολιτικό περιβάλλον και την εύθραυστη ανάκαμψη της ΕΕ, ιδιαίτερα της Ιταλίας και της Γερμανίας, που είναι οι δύο μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας. Ο ναυτιλιακός τομέας (8% του ελληνικού ΑΕΠ) παραμένει εκτεθειμένος στις εντάσεις στην Ερυθρά Θάλασσα, καθώς η ανάκαμψη της διέλευσης μέσω της Διώρυγας του Σουέζ αναμένεται να είναι σταδιακή.
Μακροπρόθεσμα, η κύρια πρόκληση για την Ελλάδα είναι η διαφοροποίηση της βιομηχανίας της και η προώθηση της καινοτομίας. Η άρση κανονιστικών περιορισμών θα μπορούσε να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις και να δημιουργήσει περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης. Οι επενδύσεις, αν και αυξήθηκαν σημαντικά μετά την πανδημία, εξακολουθούν να αποτελούν μόνο το 15% του ΑΕΠ της Ελλάδας, κατατάσσοντάς την τελευταία στην ΕΕ, όπου ο μέσος όρος είναι 22%.
Ποια είναι η διεθνής τάση στον τουρισμό και υπάρχει κίνδυνος από την εξάρτηση της Ελλάδας από αυτόν;
Ο τουριστικός τομέας αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του ελληνικού ΑΕΠ, γεγονός που δημιουργεί διαρθρωτικές αδυναμίες και έκθεση σε εξωτερικά σοκ, όπως φάνηκε κατά την πανδημία. Η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό οδηγεί επίσης σε χαμηλή παραγωγικότητα, καθώς επικεντρώνεται σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας και λιγότερο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο τουρισμός έχει ανακάμψει στα προ πανδημίας επίπεδα και οι διεθνείς αφίξεις αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω το 2025. Οι διεθνείς τουριστικές εισπράξεις έχουν ήδη ξεπεράσει τα επίπεδα του 2019 σε πραγματικούς όρους, ενώ η μέση δαπάνη ανά ταξίδι αυξάνεται, αντικατοπτρίζοντας τη συνεχιζόμενη διάθεση των νοικοκυριών να ξοδεύουν για ταξίδια αναψυχής παρά τις πληθωριστικές πιέσεις.
Τι πρέπει να λάβει υπόψη μια ξένη εταιρεία όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επένδυσης στην Ελλάδα; Πώς αξιολογείτε το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα;
Όταν μια εταιρεία επενδύει ή εγκαθίσταται σε μια ξένη χώρα, πρέπει να αξιολογήσει βασικούς παράγοντες για να διασφαλίσει την ομαλή ενσωμάτωσή της και να μειώσει τους κινδύνους. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς σχετίζονται κυρίως με το επιχειρηματικό κλίμα, το νομικό και φορολογικό πλαίσιο της χώρας, καθώς και με τυχόν διαθέσιμα κίνητρα, όπως επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές (π.χ. Νόμος 5162/2024, Χρυσή Βίζα, ευρωπαϊκά κονδύλια…). Η Ελλάδα προσφέρει ανταγωνιστικό κόστος εργασίας με υψηλό δυναμικό απόδοσης σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, η γραφειοκρατία παραμένει ένα από τα βασικά μειονεκτήματα της χώρας και οι εταιρείες πρέπει επίσης να εξετάσουν αν οι υποδομές και οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού καλύπτουν τις ανάγκες τους.
Σύμφωνα με τους Δείκτες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, από το 2019 υπάρχει σαφής βελτίωση στην ελευθερία έκφρασης και λογοδοσίας, ενώ η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης έχει μειωθεί. Η πολιτική σταθερότητα, η ποιότητα της ρύθμισης, το κράτος δικαίου και ο έλεγχος της διαφθοράς παραμένουν σε γενικές γραμμές σταθερά. Παρά τη σημαντική ανάκαμψη σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται των ευρωπαϊκών προτύπων, γεγονός που καταδεικνύει τις συνεχιζόμενες προκλήσεις και την ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση. Η νέα έκθεση Business Ready της Παγκόσμιας Τράπεζας επιβεβαιώνει τις αδυναμίες της Ελλάδας όσον αφορά την επιχειρησιακή αποδοτικότητα και τις δημόσιες υπηρεσίες.
Ποια είναι η άποψή σας για τη Νότια Ευρώπη; Έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα του παρελθόντος και ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση αυτών των χωρών;
Έχοντας στιγματιστεί πριν από δέκα και πλέον χρόνια με το υποτιμητικό ακρωνύμιο "PIGS", η Νότια Ευρώπη αποτελεί σήμερα μια από τις κινητήριες δυνάμεις της ΕΕ, κυρίως χάρη στην εξαιρετική πορεία του τουρισμού, την ανθεκτικότητα της κατανάλωσης των νοικοκυριών και τη συμβολή της μετανάστευσης στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
Ωστόσο, η Ιταλία υστερεί σε σχέση με τους νότιους εταίρους της, καθώς έχασε τη δυναμική που της παρείχε το Superbonus και είδε τη βιομηχανία της να πλήττεται περισσότερο από την ενεργειακή κρίση και τη χαμηλή ζήτηση. Λόγω της ασθενέστερης ανάπτυξής της, η Ιταλία δεν έχει ακόμη ανακάμψει πλήρως από την οικονομική κρίση, με το ΑΕΠ της να παραμένει ελαφρώς κάτω από το επίπεδο του πρώτου τριμήνου του 2008. Αντίθετα, το ΑΕΠ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας βρίσκεται 15% και 13% πάνω από τα επίπεδα του 2008 αντίστοιχα.
Όσον αφορά την Ελλάδα, παρά την ανάκαμψή της και τις θετικές της προοπτικές, το ΑΕΠ της εξακολουθεί να βρίσκεται 15% κάτω από το επίπεδο του 2008, αντανακλώντας σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις που παραμένουν.
Παρά τη δυναμική της οικονομίας της Νότιας Ευρώπης (με εξαίρεση την Ιταλία), εξακολουθούν να υφίστανται διαρθρωτικές ανισορροπίες, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, το υψηλό δημόσιο χρέος και η έλλειψη διαφοροποίησης της βιομηχανίας. Ενώ οι χώρες του Νότου είναι μεταξύ των μεγαλύτερων δικαιούχων των κονδυλίων NGEU (που αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 13% του ΑΕΠ τους το 2019), πάνω από το 50% των κεφαλαίων αυτών δεν έχει ακόμη εκταμιευθεί και αναμένεται έως το 2026. Εκτός από την ενίσχυση της ανάπτυξης, αυτά τα κονδύλια θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μείωση των κοινωνικών, οικονομικών, υποδομειακών, περιβαλλοντικών και ψηφιακών ελλείψεων.