Διαπραγματεύσεις μέχρι στο "και πέντε" για τα ευρωομόλογα άμυνας

Δευτέρα, 25-Μαρ-2024 08:09

Διαπραγματεύσεις μέχρι στο "και πέντε" για τα ευρωομόλογα άμυνας

του Τάσου Δασόπουλου

Η απειλή μιας ήττας της Ουκρανίας στον πόλεμο με τη Ρωσία θα δώσει σχήμα και μορφή στα σχέδια για την ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία, καθώς η Σύνοδος Κορυφής έληξε χωρίς σημαντικές αποφάσεις.

Στη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες η έκδοση ευρωομολόγων για τη χρηματοδότηση της έρευνας και κοινών αμυντικών προμηθειών, που υποστήριξε την Πέμπτη και ο Έλληνας πρωθυπουργός, κατέληξε για άλλη μία φορά σε διαφωνία μεταξύ Βορρά και Νότου. Η ομάδα χωρών με προπομπό τη Γαλλία, όπου εκτός από την Ελλάδα συμμετέχουν η Πολωνία, η Εσθονία και πολλές άλλες μικρές χώρες της Ε.Ε., ζήτησαν κοινό ευρωπαϊκό χρέος για να χρηματοδοτήσουν μια κοινή πολιτική προμηθειών. Η θέση αυτή συνάντησε την αντίσταση της Γερμανίας, της Ολλανδίας και των υπόλοιπων βόρειων χωρών, που δεν θέλουν – προς το παρόν – να ακούσουν για την έκδοση νέου κοινού ευρωπαϊκού χρέους. 

Το παράδοξο, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, ήταν ότι την ιδέα για την έκδοση ευρωομολόγων για την άμυνα υποστηρίζει σθεναρά όχι μόνο ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού συμβουλίου, κ. Σαρλ Μισέλ, αλλά –κυρίως– η Γερμανίδα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κυρία Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Μάλιστα, η πρόεδρος της Κομισιόν εμφανίστηκε τόσο θετική με το εγχείρημα, που δήλωνε έτοιμη να ορίσει ειδικό επίτροπο Άμυνας για να τρέξει την όλη προσπάθεια.

Μόνο διαφωνίες

Διπλωματικές πηγές υπέθεταν ότι η διαφωνία του Γερμανού καγκελάριου με την κυρία Φον ντερ Λάιεν, η οποία ήταν πρώην υπουργός Άμυνας στη χώρας της, οφείλεται στο ότι η Γερμανία και οι άλλες βόρειες χώρες, εκτός από τους κινδύνους που κρύβει για τις ίδιες το κοινό ευρωπαϊκό χρέος, ανησυχούν και για το ποιος θα διαχειρίζεται την όλη προσπάθεια. Με άλλα λόγια, δεν βλέπουν με καθόλου "καλό μάτι" την ιδέα της διαχείρισης των κοινών αμυντικών δαπανών από την Κομισιόν, όπως θέλει η κυρία Φον ντερ Λάιεν, η οποία, ως γνωστόν, διεκδικεί την επανεκλογή στη θέση της προέδρου της Επιτροπής για δεύτερη φορά.

Οι ηγέτες της Ε.Ε. δεν συμφώνησαν ούτε για τα 5 δισ. που υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν τη συνέχεια της βοήθειας σε αμυντικό υλικό προς την Ουκρανία. Και το θέμα αυτό κατέληξε σε μια διαφωνία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας για το τι και πότε πρέπει να σταλεί στο μέτωπο πριν οι Ουκρανοί καταρρεύσουν και η Ρωσία κερδίσει τον πόλεμο.

Επίσης, παρά τις σχετικές φωνές, δεν υπήρξε κάποια απόφαση και για την κατάσχεση αποθεματικών της Ρωσίας (υπολογίζονται σε περίπου 300 δισ.) σε ευρωπαϊκές τράπεζες για να βοηθηθεί οικονομικά η Ουκρανία. Η πρόταση, αν και επανέρχεται συνεχώς, εξηγήθηκε ξανά από τραπεζικούς κύκλους ότι έχει νομικά προβλήματα και θα υπονομεύσει τον ρόλο του ευρώ ως αποθετικού νομίσματος.

Καταλύτης η έκβαση του πολέμου

Κύκλοι κοντά στις διαπραγματεύσεις εκτιμούσαν ότι η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία θα αποτελέσει τον καταλύτη των εξελίξεων που θα οδηγήσουν σε κοινές αποφάσεις και για την ευρωπαϊκή άμυνα. Με δεδομένο ότι η αμυντική βοήθεια προς την Ουκρανία έχει μπλοκαριστεί και από το αμερικανικό Κογκρέσο, όλοι περιμένουν ο πόλεμος να πάει ακόμα πιο άσχημα μέχρι και το καλοκαίρι.

Μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πλήρους κατάρρευσης του μετώπου και αφού πλέον θα έχουν ολοκληρωθεί και οι ευρωεκλογές, οι Ευρωπαίοι θα αποφασίσουν για άλλη μία φορά, στο όριο, για το πώς θα αποκτήσουν κοινή άμυνα. Σε εκείνο το σημείο αναμένεται, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, να υποχωρήσουν και οι κόκκινες γραμμές που βάζουν σήμερα η Γερμανία και οι άλλες βόρειες χώρες για την έκδοση ευρωομολόγων για την άμυνα.

Η εναλλακτική που προτείνουν οι "βόρειοι", δηλαδή τη χρηματοδότηση κοινών αμυντικών προμηθειών με ομόλογα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων είναι γνωστό ότι δεν θα έχει αποτέλεσμα. Η ΕΤΕπ δεν είχε μέχρι τώρα στο χαρτοφυλάκιό της αμυντικές δαπάνες. Θα χρειαστεί, συνεπώς, να κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να τις καλύψει τις νέες της υποχρεώσεις, όπως έγινε και την περίοδο της πανδημίας. Έτσι, όλα τα κράτη - μέλη θα χρειαστεί να συνεισφέρουν αναλογικά, κάτι που δεν είναι εφικτό σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς κάποιες χώρες δεν έχουν τη δημοσιονομική δυνατότητα να συνεισφέρουν τους πόρους που τους αναλογούν.