Η ΕΚΤ αυξάνει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για 20 τράπεζες λόγω των NPEs
Τρίτη, 19-Δεκ-2023 11:10
Της Ελευθερίας Κούρταλη
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για 20 τράπεζες της ευρωζώνης αφού έκρινε ότι δεν είχαν διαθέσει αρκετή ρευστότητα για να καλύψουν δάνεια που δεν είχαν πληρωθεί, μια βασική ανησυχία για τις εποπτικές αρχές σε μια εποχή υψηλού κόστους δανεισμού.
Η κίνηση αυτή είναι μέρος της προσπάθειας της ΕΚΤ, η οποία θα συνεχιστεί το επόμενο έτος, για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα προβούν σε αρκετές προβλέψεις για πιθανή αύξηση των καθυστερήσεων πληρωμών, μετά από την άνοδο των επιτοκίων και την επακόλουθη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Όπως ανακοίνωσε η ΕΚΤ, σύμφωνα και με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP), η απαίτηση του Πυλώνα 2 (Pillar 2 requirement – P2R) ανά τράπεζα για το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) αυξήθηκε ελαφρώς κατά μέσο όρο από 1,1% σε περίπου 1,2% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (risk-weighted assets – RWA). Η P2R περιλαμβάνει πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μοχλευμένη χρηματοδότηση υψηλού κινδύνου για οκτώ τράπεζες και πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα για 20 τράπεζες.
Σε αυτές τις 20 τράπεζες, όπως εξηγεί η ΕΚΤ (τις οποίες δεν κατονομάζει), "εντοπίστηκε έλλειμμα σε σχέση με τις προσδοκίες κάλυψης της ΕΚΤ, καθώς η κάλυψη των κινδύνων που προκύπτουν από τα παλαιά NPEs εκτιμήθηκε ότι ήταν ανεπαρκής".
Όπως τόνισε, οι συνολικές απαιτήσεις και οι μη δεσμευτικές κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο CET1, αυξήθηκαν κατά μέσο όρο σε 11,1%, έναντι 10,7% το 2023. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αρκετές χώρες εισήγαγαν εκ νέου ή αύξησαν τα αντικυκλικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας τους και, σε μικρότερο βαθμό, στο γεγονός ότι σημειώθηκαν αλλαγές στο προφίλ κινδύνων και στις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Οι συνολικές απαιτήσεις και οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 σε ό,τι αφορά το συνολικό κεφάλαιο αυξήθηκαν σε 15,5% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, από 15,1% το 2022.
Η ΕΚΤ σύστησε στις 20 τράπεζες να καλύψουν τα κενά προβλέψεων δημοσιεύοντας το μέγιστο επίπεδο προβλέψεων που επιτρέπονται σύμφωνα με τα σχετικά λογιστικά πρότυπα. Εάν ο λογιστικός χειρισμός δεν ταιριάζει με τις προσδοκίες για προληπτικές προβλέψεις, οι τράπεζες έχουν επίσης τη δυνατότητα να προσαρμόσουν το κεφάλαιο CET1 με δική τους πρωτοβουλία.
Σε ό,τι αφορά το 2024, η ΕΚΤ τόνισε ότι θα διατηρήσει στο ραντάρ της τους κινδύνους ρευστότητας και πίστωσης καθώς η πτώχευση ορισμένων αμερικανικών τραπεζών μεσαίου μεγέθους και η εξαγορά της Credit Suisse τόνισαν για άλλη μια φορά ότι "οι τράπεζες χρειάζονται ισχυρή εσωτερική διακυβέρνηση και αποτελεσματικούς ελέγχους κινδύνων για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ένα δυναμικά εξελισσόμενο τοπίο κινδύνων". Οι πτωχεύσεις τραπεζών τόνισαν επίσης τη σημασία της έγκαιρης και αποτελεσματικής εποπτικής αντίδρασης και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, κλιμάκωσης, όποτε οι πρακτικές των τραπεζών φαίνονται ανεπαρκείς και οι διορθωτικές ενέργειες αργές.
Η ΕΚΤ σημείωσε πως ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις που απαιτούν αυξημένη επαγρύπνηση τόσο από τις εποπτικές αρχές όσο και από τις ίδιες τις τράπεζες. Ενώ ο ταχύς ρυθμός ανόδου των επιτοκίων έχει μέχρι στιγμής ωφελήσει την κερδοφορία των τραπεζών, το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων αναμένεται να αυξήσει τόσο τη μεταβλητότητα ορισμένων πηγών χρηματοδότησης όσο και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών μεσοπρόθεσμα, ακριβώς τη στιγμή που πρόκειται να αντικατασταθούν σημαντικά ποσά χρηματοδότησης της κεντρικής τράπεζας.
Παράλληλα, η ΕΚΤ τόνισε πως ήδη υπάρχουν κάποιες πρώτες ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού. Ενώ ο συνολικός δείκτης και το απόθεμα NPE των τραπεζών "εξακολουθούν να διαμορφώνονται κοντά σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα, διαφαίνονται κάποιες πρώτες ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού", όπως σημείωσε, και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκ νέου αύξηση των κόκκινων δανείων.
Ο δείκτης του σταδίου 2 αυξήθηκε για τα δάνεια προς νοικοκυριά, ιδίως για τα καταναλωτικά δάνεια, καθώς η συμπίεση του πραγματικού εισοδήματος σε συνδυασμό με τα υψηλότερα επιτόκια επηρεάζουν ολοένα και περισσότερο την ικανότητα των νοικοκυριών να εξυπηρετούν το χρέος τους. Ομοίως, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων και τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν από τα χαμηλά επίπεδα που παρατηρήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας.