Μακρινός στόχος η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου

Κυριακή, 17-Δεκ-2023 08:28

Μακρινός στόχος η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου

Του Τάσου Δασόπουλου

Παρά τα άλματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η απόσταση για τον στόχο της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας είναι μεγάλη.

Η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, δηλαδή η παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους του ΑΕΠ από επενδύσεις και εξαγωγές, είναι μια δύσκολη υπόθεση ακόμα και σε συνθήκες ομαλότητας. Η ελληνική οικονομία, όπου το ΑΕΠ απαρτίζεται ακόμη σε ποσοστό 64% από τις δαπάνες κατανάλωσης, βγαίνει από οκτώ χρόνια οικονομικής κρίσης που προκάλεσε αποσάθρωση του παραγωγικού της ιστού, κατακόρυφη πτώση των επενδύσεων, φυγή καταθέσεων και πολύ υψηλή ανεργία. 

Λίγο μετά το τέλος του 3oυ Μνημονίου και την κηδεμονία της ενισχυμένης εποπτείας, η οικονομία αντιμετώπισε την παγκόσμια κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού και στη συνέχεια την επίσης παγκόσμια ενεργειακή κρίση που διόγκωσε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Στο τέλος περίπου της πρώτης φάσης της ενεργειακής κρίσης η οικονομία αντιμετωπίζει τώρα τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, που επηρεάζει αρνητικά επενδύσεις ΑΕΠ και εξαγωγές, με την προσδοκία να αρχίσει να αποκλιμακώνεται σταδιακά από το 2024.

Όλα αυτά συνιστούν ένα περιβάλλον κάθε άλλο παρά ευνοϊκό για την αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών, οι οποίες θα βοηθήσουν στην αλλαγή παραγωγικού μοντέλου για την οικονομία.

Μεγάλη η απόσταση 

Την εικόνα της απόστασης που θα πρέπει να διανύσει η χώρα για την αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που παράγεται από επενδύσεις και εξαγωγές δίνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος.

Μετά την εκτόξευσή του στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022 (20,1 δισ. ευρώ), λόγω κυρίως της ενεργειακής κρίσης που αύξησε το έλλειμμα στο ισοζύγιο καυσίμων στα 13,2 δισ. (6,3% του ΑΕΠ, από 3,2% του ΑΕΠ το 2021 και 3,0% του ΑΕΠ το 2020), η μεσοσταθμική μείωση των τιμών ενέργειας κατά 25% το 2023 αναμένεται να συρρικνώσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο καυσίμων κατά σχεδόν 2,3% του ΑΕΠ το 2023. Αντιστοίχως, το εμπορικό έλλειμμα εκτός καυσίμων αναμένεται να σημειώσει ήπια υποχώρηση το 2023, κατά 0,3% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω συγκράτησης της δαπάνης για εισαγωγές. Παράλληλα, η αύξηση των τουριστικών εσόδων, με ρυθμό υψηλότερο του 10%, και η υποχώρηση των τιμών εισαγωγών θα μπορούσαν να συμπιέσουν το έλλειμμα ακόμα και χαμηλότερα από το 6,0% του ΑΕΠ το 2023. 

Πέρα από τη συγκυριακή αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών, το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου, η Τράπεζα της Ελλάδος αποτυπώνει στα στοιχεία του ισοζυγίου το πραγματικό πρόβλημα. Μια σχέση εισαγωγών προς εξαγωγές που προσεγγίζει το 2 προς 1.

Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, παρά την αύξησή τους κατά 1%, έφτασαν τα 37,36 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές το ίδιο διάστημα έφτασαν τα 61,26 δισ. ευρώ. Οι εξαγωγές, παρά την αύξησή τους ως αξία κατά 45% τα τελευταία τρία χρόνια, παραμένουν "αρνητικές" για το ΑΕΠ, αφού περισσότερα είναι τα χρήματα που φεύγουν από την οικονομία από αυτά που μπαίνουν στην οικονομία από τις εξαγωγές. Ο λόγος εισαγωγών-εξαγωγών δείχνει τη χαμηλή παραγωγική βάση της οικονομίας. Μάλιστα, η επαχθής αυτή σχέση υπάρχει παρά τη σημαντική συμβολή στις εξαγωγές υπηρεσιών του τουρισμού, που αποτελεί τον κλάδο "εθνικό πρωταθλητή" για την Ελλάδα, παράγοντας περίπου το 8,5% του ΑΕΠ, με τα έσοδα για φέτος να αναμένεται να αγγίξουν τα 20 δισ. ευρώ. 

Οι επενδύσεις 

Παρ’ όλα αυτά, έστω και με αργά βήματα, το σκηνικό αλλάζει. Οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί από τα 24 δισ. ευρώ το 2021, την πρώτη χρονιά μετά το τέλος της πανδημίας, στα 30-31 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2023. Αυτό σημαίνει ότι, από το 12% του ΑΕΠ που ήταν το 2021 οι επενδύσεις, θα φτάσουν φέτος στο 15% του ΑΕΠ, ενώ στον μέσο όρο των κρατών-μελών της Ε.Ε. οι επενδύσεις βρίσκονται στο 24,5% του ΑΕΠ. Για να υπάρχει μια σαφής εικόνα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το ΑΕΠ για την τριετία 2021-2023 έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 16%. Το 2024 αναμένεται η αύξηση-ρεκόρ των επενδύσεων κατά 15,7%. 

Οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αναμένεται να φτάσουν τα 12,1 δισ. ευρώ, ενώ μαζί με τα ιδιωτικά κεφάλαια που θα κινητοποιηθούν αναμένεται να ξεπεράσουν για τον επόμενο χρόνο τα 35 δισ. ευρώ.

Στην περίπτωση των επενδύσεων, το πρόβλημα που θα πρέπει να επιλυθεί δεν αφορά τόσο το ύψος των επενδύσεων, οι οποίες θα συνεχίσουν να αυξάνονται όσο υπάρχουν διαθέσιμοι κοινοτικοί πόροι από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης. Το πρόβλημα εντοπίζεται περισσότερο στη φύση των επενδύσεων, και κυρίως την πολλαπλασιαστική επίδρασή τους στην οικονομία σε όρους εισοδήματος και απασχόλησης. Περίπου το 90% των επενδύσεων προς την ελληνική οικονομία αφορά τοποθετήσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα (μετοχές, ομόλογα), εξαγορές μετοχών από ελληνικές επιχειρήσεις και επενδύσεις σε κατοικίες. Οι παραγωγικές επενδύσεις που ξεκινούν μια επιχείρηση από λευκό χαρτί δεν ξεπερνούν το 2% έως 5% του συνόλου, ανάλογα με τη χρονιά. 

Η ευκαιρία του ΤΑΑ για μεταρρυθμίσεις 

Την ευκαιρία που έχει η Ελλάδα να επιταχύνει την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο θα συνεισφέρει στην οικονομία πόρους συνολικού ύψους 36 δισ. ευρώ.

Η πραγματική ευκαιρία, όμως, είναι ότι ο κανονισμός του Ταμείου επέβαλε ότι στις προτάσεις των κρατών-μελών θα πρέπει να περιλαμβάνονται και μια σειρά από μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα εξασφαλίζουν και την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η Ελλάδα έχει αδράξει αυτή την ευκαιρία ενσωματώνοντας στο πρόγραμμα "Ελλάδα 3.9." συνολικά 72 κομβικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα βελτιώσουν σημαντικά τη λειτουργία του Δημοσίου, αλλά και το επιχειρηματικό περιβάλλον, για τα χρόνια που έρχονται.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, "είναι αυτές που όλοι ήξεραν ότι έπρεπε να γίνουν, αλλά δεν υπήρχαν τα χρήματα". 

Παράλληλα, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών δέχεται προτροπές για συνέχιση με την ίδια ένταση των μεταρρυθμίσεων σε όλα τα πεδία ώστε η χώρα να αφήσει οριστικά πίσω της την πολυετή οικονομική κρίση αλλά και το παλαιότερο κακό παρελθόν της.