Δευτέρα, 05-Ιουν-2023 08:00
Τι φέρνει στην οικονομία η νέα αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ

Του Τάσου Δασόπουλου
Η όγδοη κατά σειρά αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, η οποία αναμένεται στις 15 του μήνα, παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού της Ευρωζώνης στο 6,1% για τον Μάιο από 7% τον Απρίλιο, θα δημιουργήσει νέες πιέσεις τόσο στην Ευρωζώνη όσο και ειδικότερα στην Αθήνα.
Ήδη, τόσο η πρόεδρος κ. Κριστίν Λαγκάρντ, όσο και τα λεγόμενα "γεράκια" της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν ξεκαθαρίσει ότι χρειάζονται και άλλες αυξήσεις επιτοκίων για να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός στη ζώνη του Ευρώ. Ειδικά η πρόεδρος της ΕΚΤ, προαναγγέλλει σε κάθε ευκαιρία μια μακρά περίοδο υψηλών επιτοκίων , αφού όπως τονίζει, ο πληθωρισμός θα μείνει ψηλά για μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα. Μάλιστα, ο Ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης Κλάας Νοτ τόνισε πρόσφατα ότι δεν είναι συνετό να ποντάρουν κάποιοι σε μια αποκλιμάκωση των επιτοκίων του Ευρώ μέσα στο 2024.
Παρότι όλα αυτά μπορεί να αποδειχθούν συγκυριακές εκτιμήσεις σε κάποιους μήνες από σήμερα είναι πιθανό να αφήσουν "ορατό αποτύπωμα” στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης, ανεξάρτητα από την πορεία του πληθωρισμού.
Στην Ελλάδα, η οποία πλέον διάγει τον δεύτερο κύκλο προεκλογικής περιόδου μέχρι και τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, πρώτος ο Κεντρικός Τραπεζίτης και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ Γιάννης Στουρνάρας έχει ήδη συστήσει προσοχή στις προεκλογικές παροχές, προς όλες τις κατευθύνσεις, μιλώντας -για περιορισμένο- δημοσιονομικό χώρο τα επόμενα χρόνια. Με τον τρόπο αυτό, ο κ. Στουρνάρας προσπαθεί να θυμίσει σε όλους τους περιορισμούς που βρίσκονται προ των πυλών, τόσο στο δημοσιονομικό όσο και στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής.
Βραχυπρόθεσμα, έχοντας θέσει εθνικό στόχο την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023, η Ελλάδα θα πρέπει να περάσει τις συμπληγάδες των δημοσιονομικών και νομισματικών περιορισμών χωρίς αποκλίσεις και νέα κόκκινα δάνεια.
Τούτο διότι μπορεί μεν οι αγορές να τιμολογούν σήμερα τα ελληνικά ομόλογα πάνω από τα ιταλικά, αλλά εάν φανεί στο ορίζοντα ότι το κλίμα της δημοσιονομικής σταθερότητας αλλάζει, τότε η θετική σημερινή εικόνα θα αναστραφεί απότομα.
Εκτός από την κρίσιμη περίοδο πριν από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να μοιραστεί ένα μέρος της οικονομικής επιβράδυνσης που μπορεί να έχει ολόκληρη η Ευρωζώνη, λόγω του κόστους χρήματος. Το μέλος του ΔΣ Φάμπιο Πανέτα προειδοποίησε ήδη ότι η Ευρωζώνη μπορεί να περάσει σε ύφεση μέσα στον χρόνο.
Εκτός από τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη, που θα επηρεάσουν και την Αθήνα, η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα πρέπει να επικαιροποιήσει και τον σχεδιασμό για τους εσωτερικούς κινδύνους. Πρώτο θέμα στην ατζέντα θα είναι η στρατηγική για την προστασία των δανειοληπτών, στην κατεύθυνση να μην υπάρξει νέα γενιά κόκκινων δανείων. Προς το παρόν, οι παλιοί δανειολήπτες με ενήμερα στεγαστικά σε κυμαινόμενο επιτόκιο έχουν καλυφθεί σε έναν βαθμό από την επιδότηση των δόσεων που παρείχαν πριν από τις εκλογές οι εμπορικές τράπεζες. Ωστόσο, η επικαιροποίηση της ρύθμισης θα είναι επίσης απαραίτητη, διότι παρά τη μείωση τους στο 8,4%, τα κόκκινα δάνεια παραμένουν υψηλά σε ποσοστό, διατηρώντας ακόμη μια σκιά για τις προοπτικές της οικονομίας.
Θα πρέπει επίσης να διαπραγματευτεί την άτυπη παράταση της πολιτικής που έχουν υιοθετήσει οι τράπεζες για ήπιες αυξήσεις των επιτοκίων, ηπιότερες σε σχέση με τις αυξήσεις της ΕΚΤ, στις χορηγήσεις τους, ώστε να διατηρηθεί μια θετική ροή νέων δανείων στην πραγματική οικονομία.
Επίσης, θα πρέπει να υπάρξει σχεδιασμός από τώρα για το 2024 για τον δημόσιο δανεισμό, καθώς από τον επόμενο χρόνο, ανεξάρτητα από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν και ένα στοιχείο: Από το 2024 η ΕΚΤ θα πάψει να επενδύει ποσά ίσα με τα ομόλογα που λήγουν και για την Ελλάδα.