Παρασκευή, 02-Ιουν-2023 12:45
BofA: Ισχυρή η ελληνική οικονομία, οι τρεις καταλύτες - έρχεται περαιτέρω ράλι στα ομόλογα

Της Ελευθερίας Κούρταλη
Παρά τις διαρθρωτικές αδυναμίες, η Bank of America αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα ξεπεράσει τις επιδόσεις της υπόλοιπης ζώνης του ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια. Η έντονη τουριστική δραστηριότητα, η συνεχής ανάκαμψη των επενδύσεων και η πολιτική σταθερότητα δίνουν τελικά μια ενθαρρυντική εικόνα. Από την πλευρά του ελλείμματος και του χρέους, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις, αλλά αναμένει ότι οι συνθήκες για τη δημοσιονομική εξυγίανση θα συνεχιστούν. Υπάρχει πιθανότητα για 20 μονάδες βάσης περαιτέρω σύσφιξης του spread για τα ελληνικά ομόλογα με την πιθανή αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα να φέρνει εισροές ύψους 16 δισ. ευρώ, όπως εκτιμά.
Ειδικότερα, μετά από αρκετά δύσκολα χρόνια, η ελληνική οικονομία φαίνεται επιτέλους σε καλύτερη πορεία, επισημαίνει η BofA. Διαρθρωτικά, παραμένει αδύναμη - ακόμα σημαντικά εδραιωμένη σε ασταθείς τομείς όπως ο τουρισμός ή η ναυτιλία - αλλά η πρόοδος τα τελευταία χρόνια βάζει τη χώρα σε πιο ισχυρό έδαφος. Και, με την ακόμα ισχυρή ζήτηση υπηρεσιών (ειδικά για δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό) και μια πολύ σημαντική ώθηση από επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ, η ελληνική ανάπτυξη θα ξεπεράσει την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ.
Οι αντίθετοι άνεμοι στη μεταποίηση είναι πιθανό να έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στην Ελλάδα έναντι άλλων οικονομιών της ΕΕ που είναι πιο επικεντρωμένες στη βιομηχανία, αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη κάποια οπισθοδρόμηση από τη δυναμική της ναυτιλίας, όπως επισημαίνει.
Με τα επίπεδα δραστηριότητας να είναι πλέον πάνω από τα προ της Covid επίπεδα, η ανάπτυξη πιθανότατα θα επιβραδυνθεί σε πιο "κανονικό" ρυθμό: το ΑΕΠ θα αυξηθεί περίπου 1,7%-1,2% ετησίως τα επόμενα δύο χρόνια (πολύ πάνω από το 0,6%-0,8% για το σύνολο της ζώνης του ευρώ). Η απότομη νομισματική σύσφιξη σίγουρα θα επιβαρύνει τη ζήτηση, αλλά τα ελληνικά νοικοκυριά και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν έχουν μεγάλη μόχλευση και η μετακύλιση των επιτοκίων στην πραγματική οικονομία είναι πιθανό να παραμείνει αρκετά εύρυθμη.
Τα επόμενα τρίμηνα, η BofA βλέπει τρεις κύριους παράγοντες να οδηγούν τη σχετικά θετική εικόνα για την ελληνική οικονομία: 1) την ακόμη ισχυρή ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες το καλοκαίρι, 2) τη συνέχιση της κρίσιμης ανάκαμψης στις ελληνικές πάγιες επενδύσεις και 3) την ενισχυμένη πολιτική σταθερότητα διατηρώντας την ευθυγραμμισμένη με τη δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό και τα τελευταία στοιχεία υποδηλώνουν ότι η θερινή περίοδος του 2023 θα πρέπει να είναι ισχυρή, υποστηρίζοντας τα επίπεδα δραστηριότητας/απασχόλησης το β’ και το γ’ τρίμηνο. Παρά το σοκ του πραγματικού εισοδήματος που επηρεάζει τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η ζήτηση υπηρεσιών παραμένει ανθεκτική σε όλες τις χώρες (περίπου το 90% των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι Ευρωπαίοι).
Από την πλευρά των επενδύσεων, το άλλο βασικό συστατικό της ελληνικής ανάκαμψης, τα σημάδια φαίνονται επίσης αρκετά ενθαρρυντικά, τονίζει η BofA. Κατά τη διάρκεια των επώδυνων ετών μετά την κρίση χρέους, η Ελλάδα συσσώρευσε ένα βαθύ επενδυτικό χάσμα έναντι της υπόλοιπης ζώνης του ευρώ ακόμη και ως ποσοστό του πολύ μειωμένου ΑΕΠ μετά την κρίση. Το 2021-2022, εμφανίστηκε μια πιο ενθαρρυντική τάση χάρη στη χρηματοδότηση της ΕΕ και ορισμένες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Παρά τα υψηλότερα επιτόκια, θα συνεχιστεί η επενδυτική δυναμική χάρη στα έργα που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και στην αναζωογόνηση των ξένων εισροών.
Οι βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου οδήγησαν σε μια ηχηρή νίκη της Νέας Δημοκρατίας, αναφέρει η BofA και η πιο πιθανή πορεία φαίνεται να είναι η συνέχεια της πολιτικής, με την επόμενη κυβέρνηση να τηρεί τις φιλικές προς την αγορά πολιτικές, διατηρώντας μια εποικοδομητική σχέση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις αγορές.
Ενώ οι ελληνικές δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν εύθραυστες, η BofA δεν ανησυχεί βραχυπρόθεσμα. Η Ελλάδα κατάφερε να σημειώσει μικρό πλεόνασμα πρωτογενούς ισοζυγίου το 2022 (0,1% του ΑΕΠ) και η σημερινή κυβέρνηση έδειξε ξεκάθαρη αποφασιστικότητα να διατηρήσει μια συνετή στάση (ακόμη και σε εκλογική χρονιά). Η υψηλή ονομαστική ανάπτυξη και η μείωση/απομάκρυνση ορισμένων μέτρων για την ενεργειακή κρίση (κοντά στο 5% του ΑΕΠ το 2022) αναμένεται να βοηθήσουν τα βραχυπρόθεσμα σχέδια. Όσον αφορά το ανεξόφλητο δημόσιο χρέος, η Ελλάδα επωφελείται σαφώς από τη δομή του: σχεδόν το 80% του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, με σταθμισμένη μέση ληκτότητα κοντά στα 20 χρόνια και σταθερό κόστος εξυπηρέτησης.
Οι δημοσιονομικές προβλέψεις της κυβέρνησης μπορεί να είναι αισιόδοξες αλλά η BofA πιστεύει ότι η κατεύθυνση παραμένει ενθαρρυντική. Αναμένει ότι το πλεόνασμα του πρωτογενούς ισοζυγίου θα διατηρηθεί το 2023/24, με το ονομαστικό έλλειμμα να κινείται κάτω από το 2% το επόμενο έτος. Ελλείψει περαιτέρω κραδασμών, βλέπει τον δείκτη δημόσιου χρέους να πέφτει κάτω από το 160% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.
Όπως τονίζει η BofA, η Ελλάδα βρίσκεται σε θετική τάση αναθεώρησης της πιστοληπτικής ικανότητας από το 2013 και τα ελληνικά ομόλογα αξιολογούνται πλέον μόλις μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική από την Fitch, την DBRS και την S&P. Λαμβάνοντας υπόψη το χρονοδιάγραμμα αξιολόγησης και τις προοπτικές επί του παρόντος για την Ελλάδα, ο πρώτος οίκος που θα αναβαθμίσει τη χώρα μπορεί να είναι η S&P στις 20 Οκτωβρίου.
Η επενδυτική βαθμίδα θα φέρει νέες εισροές στα ελληνικά ομόλογα, από τα index funds, οι οποίες εκτιμώνται από την BofA στα 16 δισ. ευρώ. Αυτό είναι ένα σημαντικό μέγεθος, δεδομένου ότι υπάρχουν μόνο 74 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων σε κυκλοφορία, εκ των οποίων τα 35 δισ. ευρώ βρίσκονται στην ΕΚΤ.
Πάντως, το να μπει η Ελλάδα στους βασικούς δείκτες ομολόγων χρειάζεται επενδυτική βαθμίδα από περισσότερο από έναν οίκο, όπως τονίζει. Άρα οι εισροές αυτές αφορούν περισσότερο το 2024 παρά το τρέχον έτος.