Σάββατο, 25-Μαρ-2023 20:00
Τα όπλα και οι νάρκες των ελληνικών τραπεζών

Στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύµατα στράφηκαν, όπως ήταν φυσικό, τα διεθνή βλέµµατα µεσούσης της τρέχουσας διεθνούς τραπεζικής κρίσης, καθώς αποτέλεσαν τον πιο αδύναµο "κρίκο" του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήµατος καθ’ όλη τη διεθνή χρηµατοοικονοµική κρίση του 2008.
Όπως αποδείχθηκε, ωστόσο, ο εγχώριος κλάδος είναι θωρακισµένος σε µεγάλο βαθµό πλέον σε σύγκριση µε το παρελθόν, χάρη στην ενίσχυση των κεφαλαίων και της ρευστότητας, καθώς και της εξυγίανσης των ισολογισµών των τεσσάρων συστηµικών ιδρυµάτων.
Αυτή είναι η εκτίµηση και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος στο αµερικανικό δίκτυο CNBC επισήµανε ότι "δεν βλέπουµε ευπάθειες, µε την πιθανότητα µετάδοσης να είναι πολύ µικρή σήµερα". Όπως υπογράµµισε, οι ελληνικές τράπεζες είναι "επαρκώς κεφαλαιοποιηµένες και οι δείκτες ρευστότητας είναι πολύ υψηλοί".
Οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν σήµερα ισχυρά "όπλα", τα οποία τις βοηθούν να παραµένουν πίσω από την ευρωπαϊκή ασπίδα σε συνθήκες κρίσης:
> Αυστηρή εποπτεία του SSM: Έπειτα από οκτώ χρόνια αυστηρής εποπτείας από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισµό της ΕΚΤ, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύµατα περνούν µε άνεση τον πήχη των stress tests, πληρώντας όλα τα κριτήρια.
> Ενισχυµένη κεφαλαιοποίηση: Με κεφαλαιακούς δείκτες που κυµαίνονται σταθερά πάνω από τις απαιτήσεις του SSM, τα εγχώρια ιδρύµατα κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν µεγάλες αντοχές στους διεθνείς κλυδωνισµούς. Μέσα από σειρά ενεργειών, οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν θεαµατικά τους κεφαλαιακούς τους δείκτες, που κυµαίνονται πλέον στα επίπεδα του 15%.
> Αυξηµένη ρευστότητα: Η αποκατάσταση της εµπιστοσύνης στο εγχώριο τραπεζικό σύστηµα µετά τη δεκαετή κρίση σε συνδυασµό µε την άφθονη ρευστότητα που εισέρρευσε στις ευρωπαϊκές οικονοµίες χάρη στα γιγάντια πακέτα της ΕΚΤ στη διάρκεια της πανδηµικής κρίσης συνθέτουν µια εικόνα άφθονης ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες. Σύµφωνα µε τα στοιχεία του 2022, οι καταθέσεις έχουν εκτιναχθεί κατά 45,6 δισ. ευρώ σε σύγκριση µε τα τέλη του 2019 στον ιδιωτικό τοµέα.
> Εξυγίανση του ενεργητικού: Θεαµατική είναι και η αποκατάσταση των τραπεζικών ισολογισµών τα τελευταία έτη, µε µείωση των µη εξυπηρετούµενων δανείων σε επίπεδα κοντά στο 5% εντός του έτους, έναντι 52% που ήταν στα τέλη του 2017.
> Ισχυρή ανάπτυξη: Οι υψηλοί ρυθµοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας την τρέχουσα διετία, σε συνδυασµό µε την ώθηση από το Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας που περνά µέσα από το τραπεζικό σύστηµα, αναµένεται να δώσουν ακόµα µεγαλύτερη "ανάσα" στον κλάδο, παρέχοντας ταυτόχρονα ισχυρή ασπίδα προστασίας ενάντια στις πρόσκαιρες αναταραχές.
Η βελτίωση των παραπάνω παραγόντων δεν σηµαίνει, ωστόσο, ότι η πορεία των ελληνικών τραπεζών προς την κανονικότητα δεν είναι ναρκοθετηµένη. Αυτό συµβαίνει κυρίως επειδή ο εγχώριος κλάδος εξακολουθεί να παρουσιάζει ιδιαιτερότητες σε σύγκριση µε τον ευρωπαϊκό ως απόρροια της 10ετούς κρίσης χρέους.
Βασικό σηµείο ευαλωτότητας των συστηµικών τραπεζών παραµένει η αναβαλλόµενη φορολογία, η οποία ανέρχεται στο 70% περίπου του ισολογισµού τους. Επιπλέον, παρά τη θεαµατική µείωση του δείκτη NPEs στο 8,7% συνολικά για τον κλάδο το 2022, τα επίπεδα των επισφαλειών στους ισολογισµούς των ελληνικών ιδρυµάτων παραµένουν σηµαντικά υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο, που δεν υπερβαίνει το 2%.
Ισχυρό πλήγµα στην εµπιστοσύνη των επενδυτών στις οµολογιακές εκδόσεις Additional Tier 1 επέφερε η απόφαση της ελβετικής κυβέρνησης να προτεραιοποιήσει τους µετόχους εις βάρος των οµολογιούχων που κατέχουν τίτλους ΑΤ1 της Credit Suisse, ανατρέποντας έτσι ένα ιστορικό προηγούµενο και µια βασική αρχή της χρηµατοοικονοµικής πρακτικής.
Ως εκ τούτου, τα σχέδια των ελληνικών τραπεζών να προβούν σε εκδόσεις ΑΤ1 αναβάλλονται τουλάχιστον για το 2024, την ώρα που οι αντίστοιχοι τίτλοι που έχει εκδώσει η Alpha Bank καταγράφουν εκτίναξη αποδόσεων κατά 600-1.000 µονάδες βάσης έναντι των επιτοκίων έκδοσής τους το 2023 και το 2021 αντίστοιχα.
Πηγές µε γνώση των διαδικασιών υπογραµµίζουν στο "Κ" το ρήγµα που έχουν επιφέρει οι χειρισµοί των ελβετικών αρχών στην εµπιστοσύνη των επενδυτών στα οµόλογα αυτού του τύπου. Οι ανησυχίες των επενδυτών εντείνονται ακόµα περισσότερο στη σκιά των νοµικών προσφυγών που αναµένεται να πραγµατοποιηθούν κατά συρροή από hedge funds και άλλους οργανισµούς που κατέχουν τα οµόλογα της Credit Suisse των οποίων η αξία µηδενίστηκε, οδηγώντας σε απώλειες 17 δισ. ευρώ για τους οµολογιούχους.
"Η υπόθεση µε τα οµόλογα Additional Tier 1 της Credit Suisse θα µας απασχολήσει πολύ τα επόµενα χρόνια και για όσο κρατήσουν οι δικαστικές διαµάχες, από τις οποίες δεν αποκλείεται το ελβετικό Δηµόσιο να βγει ως έναν βαθµό ζηµιωµένο", αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Ως επενδυτές, πάντως, οι εγχώριες τράπεζες δεν έχουν έκθεση στα οµόλογα ΑΤ1 της CS, επιβεβαίωσε ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας.
Την πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να τερματίσει σύντομα το ράλι ανόδου των επιτοκίων, που ανέρχονται στο 3,5% μετά την πρόσφατη αύξηση, εξέφρασε στο CNBC ο διοικητής της ΤτΕ. "Πιστεύω ότι είμαστε κοντά στο τέλος του κύκλου αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής. Συνεπώς, για να είμαι ειλικρινής, δεν θεωρώ ότι θα υπάρξει πρόβλημα στο ελληνικό ή στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα", δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας.
Λιγότερο καθησυχαστικός εμφανίζεται ωστόσο ο Γερμανός ομόλογός του, Γιόαχιμ Νάγκελ. Όπως δήλωσε τις τελευταίες ημέρες το "γεράκι" της Φρανκφούρτης, "η μάχη μας κατά του πληθωρισμού δεν έχει τελειώσει. Υπάρχει ακόμη κάποιος δρόμος να καλύψουμε, αλλά πλησιάζουμε σε περιοριστικό έδαφος".
Η διάσταση απόψεων ανάμεσα στα δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ αντανακλά τις δύο αντίρροπες δυνάμεις που επικρατούν στη Φρανκφούρτη όσον αφορά τον ρυθμό και το ύψος της νομισματικής σύσφιξης. Ο κ. Στουρνάρας ανήκει στα "περιστέρια" του Ευρωσυστήματος, υπογραμμίζοντας ότι η άνοδος του πληθωρισμού το 2022 στην Ευρωζώνη είναι αποτέλεσμα της ενεργειακή κρίσης που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και όχι μια κρίση στο σκέλος της ζήτησης, που συνήθως καθοδηγεί τις εξελίξεις στο πεδίο των τιμών.
Προς το παρόν, πάντως, τα "γεράκια" του Ευρωσυστήματος έχουν το πάνω χέρι, γεγονός που αποδείχθηκε με την πρόσφατη αύξηση, σε πείσμα της διεθνούς κρίσης που προκάλεσαν η κατάρρευση της SVB και της Credit Suisse. Όπως αποκάλυψε η πρόεδρος, Κριστίν Λαγκάρντ, στους δημοσιογράφους, η απόφαση ελήφθη με "σχεδόν ομοφωνία", αφού μόλις 3-4 κεντρικοί τραπεζίτες διαφοροποίησαν τη στάση τους.
Αυτό που αλλάζει οριστικά, πάντως, είναι ότι η ΕΚΤ θα σχεδιάζει και −κυρίως− θα επικοινωνεί πιο προσεκτικά τις επόμενες κινήσεις νομισματικής πολιτικής, αποσύροντας την καθοδήγηση (guidance) από τις ανακοινώσεις της κάθε έξι εβδομάδες. Αποτέλεσμα της παραπάνω αλλαγής στάσης ήταν η κυρία Λαγκάρντ να επιβεβαιώσει δημοσίως ότι οι επόμενες αποφάσεις σχετικά με τα επιτόκια θα ληφθούν συνυπολογίζοντας τα δεδομένα αναφορικά με την πληθωρισμό στην Ευρωζώνη.
Διεμήνυσε, ωστόσο, ότι η κεντρική τράπεζα κρατά σταθερό το "τιμόνι" της νομισματικής σύσφιξης στη μάχη κατά του πληθωρισμού. "Για να χαλαρώσουν οι πληθωριστικές πιέσεις, είναι σημαντικό η νομισματική μας πολιτική να κινείται σθεναρά προς την κατεύθυνση της σύσφιξης − η οποία μόλις πρόσφατα άρχισε να έχει αποτελέσματα".