ΕΚΤ: Δημόσιο χρέος, διαθέσιμο εισόδημα και χαμηλή ανάπτυξη οι κίνδυνοι για Ελλάδα
Τετάρτη, 25-Μαϊ-2022 11:00
Του Λεωνίδα Στεργίου
Οι επιπτώσεις του πολέμου στις τιμές ενέργειας, ο πληθωρισμός και η χαμηλότερη ανάπτυξη ενισχύουν τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία της Ευρωζώνης. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι μεγαλύτεροι για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, ακριβότερο κόστος δανεισμού και μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα.
Πρόκειται για ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που παρουσιάζεται σήμερα από τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, κ. Luis de Guindos, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέροντα στοιχεία και για την Ελλάδα.
Ειδικότερα:
1. Δημόσιο χρέος.Το ελληνικό δημόσιο χρέος παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ευαισθησία στην αύξηση των επιτοκίων, σε ό,τι αφορά στο κόστος εξυπηρέτησής του και τη μεγέθυνσή του. Γενικά, η ΕΚΤ αναφέρει ότι ο πληθωρισμός αυξάνει το κόστος δανεισμού, από την άλλη μειώνει την πραγματική αξία του χρέους. Αυτό ισχύει τόσο για το δημόσιο χρέος, όσο και για τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
3. Χρηματοδοτικές ανάγκες. Η αύξηση των επιτοκίων έχει σημαντική επίπτωση στις χρηματοδοτικές ανάγκες των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα δύο σενάρια που έχει τρέξει η ΕΚΤ, η μεγαλύτερη επίπτωση, σχεδόν κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες ως προς το ΑΕΠ, προκύπτει από αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσεις και μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα για τρία χρόνια. Αντίθετα, αρκετά μικρότερη, σχεδόν 1-2 ποσοστιαίες μονάδες προς το ΑΕΠ, είναι η επίπτωση που προέρχεται μόνο από την αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσεις, χωρίς υποχώρηση της ανάπτυξης.
Ευρωζώνη
Το σύνολο της Ευρωζώνης είναι εκτεθειμένο σε ένα νέο περιβάλλον κινδύνων που ενισχύθηκαν σημαντικά μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Με τον πόλεμο, παρατηρήθηκε νέο κύμα ανατιμήσεων στην ενέργεια, διόρθωση στις αγορές και αύξηση στις καμπύλες αποδόσεων και στα διατραπεζικά επιτόκια.
Σύμφωνα με την Έκθεση της ΕΚΤ, μολονότι η αντίδραση των αγορών έχει μετριαστεί, οι κίνδυνοι για περαιτέρω διορθώσεις παραμένουν. Στον τραπεζικό τομέα, οι μεγαλύτερες προκλήσεις προέρχονται από την αδύναμη κερδοφορία που εμφανίζουν, ύστερα από την ισχυρή ανάκαμψη που παρουσίασαν το 2021.
Βασική πηγή κινδύνων συνδέεται με το ενεργειακό κόστος και τις τιμές εμπορευμάτων που εμφανίζουν μεγάλες διακυμάνσεις και παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Αυτό επηρεάζει και τους κινδύνους που σχετίζονται με την αγορά παραγώγων. Παρά την προσαρμογή που έχει παρατηρηθεί το τελευταίο διάστημα, οι κίνδυνοι παραμένουν σε υψηλά επίπεδα εν όψει μάλιστα της αναμενόμενης επιβράδυνσης της ανάπτυξης και του πληθωρισμού σε επίπεδα υψηλότερα από τα αναμενόμενα.
Κίνδυνοι συνδέονται και με την αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και τη διάρκειά του, αλλά και την ταχύτητα προσαρμογής της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Άλλοι παράγοντες που συνδέονται με την πανδημία Covid, τις αδυναμίες στις αναδυόμενες οικονομίες και πιθανώς μεγαλύτερη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας μπορούν να αυξήσουν τους κινδύνους από τα μέτωπα του πληθωρισμού και της ανάπτυξης.
Οι επιχειρήσεις στην Ευρωζώνη αντιμετωπίζουν προκλήσεις που σχετίζονται με την αύξηση του κόστους πρώτων υλών και τη θολή εικόνα για την πορεία των οικονομιών. Αυτό μπορεί να σημαίνει αύξηση στις πτωχεύσεις, ειδικά των επιχειρήσεων και σε κλάδους που δεν έχουν πλήρως ανακάμψει από το χτύπημα της πανδημίας. Επιπλέον, υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις με χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα δανεισμού.
Οι τιμές ακινήτων στην Ευρωζώνη συνέχισαν να αυξάνονται και η στεγαστική πίστη επιταχύνθηκε, αλλά η αύξηση των δανείων με σταθερά επιτόκια μπορεί να αποτελέσει ασπίδα προστασίας για τους δανειολήπτες από υψηλότερα επιτόκια στο επόμενο διάστημα.
Οι προοπτικές κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών εμφανίζονται αποδυναμωμένες, ύστερα από ένα ισχυρό 2021. Η πιθανή επίπτωση της αύξησης στις τιμές ενέργειας, του υψηλότερου πληθωρισμού και της μικρότερης ανάπτυξης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα του ενεργητικού τους (κόκκινα δάνεια). Από την άλλη πλευρά, είναι λίγες οι τράπεζες που έχουν μεγάλη και άμεση έκθεση στη Ρωσία και την Ουκρανία. Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα παραμείνει ισχυρό ακόμα και στο δυσμενές σενάριο.
Τα επενδυτικά κεφάλαια είναι εκτεθειμένα στον κίνδυνο από τις μεταβολές των τιμών των ομολόγων, τη διάρκεια του πολέμου και την έκθεσή τους σε ομόλογα αδύναμων εταιρειών. Ωστόσο, οι κίνδυνοι αυτοί δεν έχουν φαίνεται να απειλούν τη συστημική ευστάθεια. Επίσης, κάποια επενδυτικά κεφάλαια είναι σημαντικά εκτεθειμένα σε παράγωγα και σε άλλες επενδύσεις με υψηλό ρίσκο όπως τα κρυπτονομίσματα.
Για το λόγο αυτό, η ΕΚΤ επαναλαμβάνει τη σύστασή της προς τις τράπεζες για δημιουργία υψηλότερων κεφαλαίων (buffers) προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις. Σε ό,τι αφορά στον μη τραπεζικό κλάδο, δηλαδή στις επιχειρήσεις, η ΕΚΤ κάνει σύσταση για προσοχή στη ρευστότητα και στα υψηλά ποσοστά μόχλευσης.