Πέμπτη, 12-Μαϊ-2022 21:10
Πόσο φοβίζει το ΥΠΟΙΚ η επικείμενη άνοδος των επιτοκίων

Του Τάσου Δασόπουλου
Σε εγρήγορση βρίσκεται το οικονομικό επιτελείο, εν όψει της έναρξης της διαδικασίας αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ μετά την αναβολή επ’ αόριστον της επιστροφής του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2 %, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ για τον χρόνο κατά τον οποίο σκοπεύει η ΕΚΤ να ξεκινήσει την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, μαζί με την ενεργειακή κρίση, έχουν προκαλέσει ένα νέο ράλι στις αποδόσεις των ομολόγων όλης της Ευρωζώνης. Ο ελληνικός 10ετής τίτλος, διαπραγματεύεται από την αρχή του μήνα με απόδοση κοντά στο 3,5%, η οποία αναμένεται να αυξηθεί κοντά στο 4%, μέσα στο καλοκαίρι.
Ο αρχικός σχεδιασμός του Υπουργείου Οικονομικών ανατράπηκε στο σημείο που ο κύκλος των αυξήσεων των επιτοκίων έρχεται με την Ελλάδα να μην έχει ανακτήσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα, όπως αναμενόταν αρχικά. Βραχυπρόθεσμα, η Ελλάδα έχει να περιμένει μια συγκρατημένη άνοδο των αποδόσεων, λόγω των διαδοχικών ανακοινώσεων της ΕΚΤ ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα και πέραν της επανεπένδυσης για τους τίτλους που λήγουν μέχρι και το 2024. Σε ό,τι αφορά την χρηματοδότηση των υποχρεώσεων του χρέους, αλλά και του ελλείμματος του προϋπολογισμού για το 2022, υπάρχει η λύση των πολύ υψηλών ταμειακών διαθεσίμων, τα οποία παραμένουν κοντά στα 40 δισ. Όμως, στο ποσό αυτό, περιλαμβάνονται και τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης (περίπου 7 δισ. ), τα οποία είναι εκ των προτέρων δεσμευμένα σε συγκεκριμένες δράσεις.
Από την άλλη, πηγές από το οικονομικό επιτελείο ομολογούν ότι η Ελλάδα συνεχίζει πληρώνει το "risk premium" του πολύ υψηλού χρέους. Σημειώνουν, ότι η καλή εικόνα που έχει η χώρα και τα ομόλογά της στις αγορές είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας που γίνεται για την μείωση ελλειμμάτων και χρέους και της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας. Αν η εικόνα αυτή ανατραπεί από αστοχίες, καθυστερήσεις ή μεγάλη υποχώρηση της ανάπτυξης, οι αποδόσεις μπορεί να εκτοξευτούν, αναβάλλοντας επ’ αόριστον και την αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα.
Ένα δεύτερο αδύνατο σημείο, είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη δημιουργήσει αγορά ομολόγων μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου. Από την επάνοδο της στις τακτικές εκδόσεις ομολόγων το 2019, έχει δανειστεί περίπου 53 δισ. ευρώ από τις αγορές με σχετικά ευνοϊκά επιτόκια. Για να ολοκληρωθεί η ελληνική αγορά ομολόγων θα πρέπει η Ελλάδα να δανείζεται έστω και με μεγαλύτερο κόστος σε τακτική βάση από τις αγορές, αν θέλει κάποια στιγμή να δει τις αποδόσεις των ομολόγων της σε σταθερά χαμηλά επίπεδα.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει διαπραγματεύσιμα ομόλογα ύψους περίπου 70 δισ. ευρώ, τα οποία θα πρέπει να χρηματοδοτεί σε σταθερή βάση. Από φέτος, η Ελλάδα έχει αρχίσει να αποπληρώνει και τα περίπου 260 δισ. ευρώ των ευρωπαϊκών δανείων που πήρε με τα τρία μνημόνια. Πρώτο έχει αρχίσει να αποπληρώνεται το διμερές δάνειο των 52,3 δισ. ευρώ που πήρε από τις χώρες της Ευρωζώνης (GLF) το 2010. Η Ελλάδα πρόλαβε προς το παρόν τις εξελίξεις και πήρε έγκριση να αποπληρώσει τις δύο πρώτες δόσεις του 2022 και του 2023 μέσα στον χρόνο, ενώ εξόφλησε και τα τελευταία 1,8 δισ. προς το ΔΝΤ. Το 2023 θα αρχίσουν να αποπληρώνονται και τα δάνεια του EFSF/ESM. Είναι λοιπόν προφανές ότι τα επόμενα χρόνια θα χρειαστεί να δανείζεται όλο και περισσότερο από τις αγορές, για να αναχρηματοδοτεί όλο και μεγαλύτερο τμήμα από το χρέος της.
Μια άλλη σοβαρή συνέπεια της πρόωρης αύξησης των επιτοκίων που ανησυχεί το οικονομικό επιτελείο είναι οι επιπτώσεις από την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού στην πραγματική οικονομία.
Οι μεν τράπεζες θα βελτιώσουν την κερδοφορία τους, αλλά οι επιχειρήσεις θα δανείζονται όλο και πιο ακριβά για κεφάλαιο κίνησης και επενδύσεις. Η αύξηση του κόστους χρήματος αναμένεται ότι θα επιδράσει αρνητικά στις επενδύσεις, σε συνδυασμό και με την συνέχεια του πολέμου στην Ουκρανία και τον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος αναμένεται να συνεχιστεί και μετά το τέλος του χρόνου.