Σάββατο, 30-Απρ-2022 08:00
Οι προϋποθέσεις για την επιτυχία του προγραμμάτος σταθερότητας

Του Τάσου Δασόπουλου
Ανάπτυξη που θα μείνει πάνω από 3,5% σε μέσα ετήσια επίπεδα από το 2022 έως το 2025, σημαντική υποχώρηση του πληθωρισμού από το 5,6% φέτος στο 1,6% το 2023, και σταθερή επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα από τον επόμενο χρόνο.
Αυτοί είναι τρείς, από τους βασικούς στόχους του νέου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ελλάδας για την περίοδο 2022 -2025 που οδεύει στις Βρυξέλλες, μαζί με τον στόχο για μείωση της ανεργίας κατά 4,5% μέχρι και το τέλος της περιόδου.
Ειδικά ο ρυθμός ανάπτυξης αναθεωρείται για φέτος από το 4,5% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2022 στο 3,1% , λόγω τη κρίσης ενώ για το 2023 ο στόχος από 3,2% που ήταν άτυπα όλο αυτόν τον καιρό, αναθεωρείται στο 4,8% για να υποχωρήσει στην συνέχεια το 2024 και το 2025 στο 3,4% .
Με άλλα λόγια, από τους στόχους που θέτει το ΥΠΟΙΚ, συμπεραίνει κανείς ότι η Αθήνα περιμένει ότι η κρίση που έχει δημιουργήσει ο υψηλός πληθωρισμός σε τρόφιμα και καύσιμα, αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσουν και μάλιστα με το καλύτερο τρόπο για την Ελλάδα και την υπόλοιπη ΕΕ μέχρι και το τέλος του χρόνου. Μαζί θα τελειώσουν και οι συνέπειες τους. Έτσι το 2023, όλα θα επανέλθουν στην ομαλότητα που είχαμε το 2019.
Ωστόσο υπάρχουν αβεβαιότητες, οι οποίες μπορούν να ανατρέψουν τους φιλόδοξους στόχους του προγράμματος .
Η πρώτη αβεβαιότητα αφορά την πορεία του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα αρχίσει να σταθεροποιείται τους επόμενους μήνες. Στις εκτιμήσεις της, η Eurostat καταλήγει για την Ευρωζώνη πως η σταθεροποίηση έχει αρχίζει να εμφανίζεται από τον Απρίλιο με τον εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, μετά από ένα ράλι πολλών μηνών, να αυξάνεται οριακά τον Απρίλιο στο 7,5% από 7,4% τον Μάρτιο. Αντίθετα, για την Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά στο 9,4% από 8% τον Μάρτιο.
Παρόλα αυτά τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει "τεχνικά" αφού από τους επόμενους μήνες η άνοδος των τιμών για φέτος θα συγκρίνεται με τις επίσης υψηλές τιμές του 2021 , για τα καύσιμα.
Ωστόσο, η σταθεροποίηση του πληθωρισμού δεν σημαίνει αυτόματα και μείωση των τιμών. Για παράδειγμα η τιμή του φυσικού αερίου η οποία έχει τετραπλασιαστεί σε σχέση με το 2020, μπορεί να μείνει στα ίδια επίπεδα και ταυτόχρονα ο πληθωρισμός να υποχωρεί. Για την Ελλάδα η ανάπτυξη θα καθοριστεί κυρίως από το ύψος των τιμών και όχι τόσο από το ύψος του πληθωρισμού. Ακόμη δηλαδή και αν ο πληθωρισμός υποχωρήσει αν οι τιμές μείνουν στα σημερινά επίπεδο θα έχουμε ακριβότερες - και άρα λιγότερες- εξαγωγές και χαμηλότερη ιδιωτική κατανάλωση. Επίσης, οι αυξήσεις επιτοκίων από τον καλοκαίρι που προανήγγειλε πρόσφατα η κ. Λαγκάρντ για να περιοριστεί ο πληθωρισμός, θα δυσκολέψουν και στην Ελλάδα την χρηματοδότηση επενδύσεων.
Η δεύτερη αβεβαιότητα αφορά την ταχύτητα απορρόφησης των κοινοτικών πόρων. Μέσα στο χρόνο, παράλληλα με κονδύλια ύψους 30,5 δις από το Ταμείο Ανάκαμψης, η χώρα θα πρέπει να αρχίσει να απορροφά και τα 20,7 δις από τα κονδύλια του ΕΣΠΑ 2021 -2027. Και τα δύο προγράμματα θα τρέχουν από το ίδιο προσωπικό των υπουργείων, με φιλόδοξο στόχο να συγκεντρώνονται κάθε χρόνο κοινοτικοί πόροι ύψους 10 δις ευρώ. Μέχρι στιγμής , παρά τα κακά προγνωστικά , το Ταμείο Ανάκαμψης προχωρά με βάση το χρονοδιάγραμμα. Μένει πλέον να φανεί, τι θα γίνει φέτος και περισσότερο του 2023 , όταν θα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η ταυτόχρονη υλοποίηση και των δύο προγραμμάτων.
Η τρίτη και μεγαλύτερη αβεβαιότητα είναι η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία. Πολλά είναι τα σενάρια για πως θα είναι η Ευρώπη μετά την λήξη του πολέμου στην Ουκρανία. Ακόμη και στο ακραίο που αναφέρθηκε από αμερικανικές πηγές για συνέχιση του πολέμου επι χρόνια, το πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί είναι η ταχεία εξεύρεση εναλλακτική προμηθευτών κυρίως φυσικού αερίου , για να σταματήσει η αγορά του από την Ρωσία. Η εναλλακτική λύση θα απαιτήσει χρόνο και το κόστος θα είναι υψηλότερο. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία είναι ακόμη πολύ εξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα -χωρίς να είναι παραγωγός- κάθε αύξηση του κόστους θα επηρεάζει αρνητικά την οικονομία της. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι για το 2021 πλήρωσε για εισαγωγές καυσίμων 16,2 δισ. ευρώ.