ΤτΕ: Ο οδικός χάρτης προς την επενδυτική βαθμίδα

Τετάρτη, 22-Δεκ-2021 18:45

ΤτΕ: Ο οδικός χάρτης προς την επενδυτική βαθμίδα

Του Λεωνίδα Στεργίου

Καλύτερα να γίνουν μεταρρυθμίσεις και να βελτιωθούν οι δείκτες διακυβέρνησης, δικαιοσύνης και δημόσιας διοίκησης, παρά να υπάρξει άλλη μια εκτίμηση για εκτίναξη της ανάπτυξης το 2021 ή το 2022. Όλοι οι δημοσιονομικοί και γενικότερα οικονομικοί παράγοντες, στην καλύτερη περίπτωση να δώσουν 1 βαθμίδα, όταν υπολείπονται 2 μέχρι την επενδυτική κατηγορία. Αυτή η 1 μονάδα μπορεί να προέλθει μόνο από τη βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η τρέχουσα πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι ΒΒ από τους DBRS, Fitch και Standard and Poor’s και Ba3 (αντίστοιχη με ΒΒ-) από τον οίκο Moody’s. Από τα τέλη του 2020, οι τρεις από τους προαναφερθέντες τέσσερις οίκους αξιολόγησης, έχουν αναβαθμίσει το Ελληνικό Δημόσιο κατά μία βαθμίδα (notch). Ταυτόχρονα, οι δύο από τους τρεις οίκους (DBRS και S&P) διατηρούν θετικές προοπτικές (positive outlook), γεγονός που, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες μεθοδολογίες τους, υποδηλώνει αυξημένη πιθανότητα για περαιτέρω αναβάθμιση εντός των επόμενων 12-18 μηνών, μετά την τελευταία αξιολόγηση.

Ο παράγοντας PSI

Μία παράμετρος, η οποία λειτουργούσε αρνητικά στις αξιολογήσεις μέχρι σήμερα, εξαλείφεται στα τέλη του 2022. Αυτή η παράμετρος, η οποία ξεκινά με ιδιαίτερα αρνητική βαρύτητα και σταδιακά υποχωρεί με τη διάρκεια του χρόνου, έχει να κάνει με το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, δηλαδή το PSI. Ο χρόνος που εξαλείφει την αρνητική επίδραση είναι η 10ετία. Πράγματι, στα τέλη του 2022, ο αρνητικός αυτός παράγοντας παύει να υπάρχει. Μόνο αυτό το γεγονός δίνει πόντους στην ελληνική οικονομία και αναβάθμιση της αξιολόγησης κατά 0,4 της βαθμίδας (notch) έως το 2023. Συγκεκριμένα, πριμοδοτεί με 0,2 της βαθμίδας εντός του 2022 και με επιπλέον 0,2 το 2023.

Θετικές και αρνητικές παράμετροι

Το θεσμικό περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ο ρόλος του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος αποτελούν τις παραμέτρους με τη σημαντικότερη θετική συμβολή στη βαθμολογία. Από την άλλη πλευρά, το υψηλό δημόσιο χρέος ασκεί τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση (μείωση), μέσα από δύο κυρίως παραμέτρους: το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις αρνητικές καθαρές απαιτήσεις του κράτους έναντι του εξωτερικού. Ενδεικτικά, μία αύξηση (μείωση) του δημόσιου χρέους κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ οδηγεί σε μείωση (αύξηση) της βαθμολογίας κατά 1/5 της βαθμίδας.

Επίσης, στις αναλύσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης για το ελληνικό δημόσιο χρέος, συνυπολογίζεται η θετική επίδραση του τρέχοντος περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων. Κάτι το οποίο να αντιστραφεί σε αρνητική επίπτωση, εάν τα επιτόκια αυξηθούν.

 

Θεσμικό περιβάλλον

Όσον αφορά την αξιολόγηση του θεσμικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τους δείκτες διακυβέρνησης διεθνώς, η Ελλάδα κατατάσσεται στο ανώτερο 1/3 της κατανομής των αξιολογούμενων κρατών, δηλαδή η συνολική βαθμολογία της στους έξι δείκτες διακυβέρνησης είναι υψηλότερη από εκείνες του 65,7% των κρατών. Η κατάταξη αυτή αποτελεί μία οριακή βελτίωση σε σύγκριση με την αντίστοιχη κατάταξη του προηγούμενου έτους (έκθεση για το έτος 2019), οπότε η Ελλάδα βρισκόταν υψηλότερα από το 63,7% των κρατών. Βέβαια, η βελτίωση είναι αρκετά σημαντική σε σχέση με την περίοδο της κορύφωσης της κρίσης χρέους. Ενδεικτικά το 2012, η βαθμολογία της Ελλάδος στους δείκτες διακυβέρνησης ήταν υψηλότερη από το 59% των κρατών, δηλαδή βρισκόταν εγγύτερα στη διάμεση τιμή του συνόλου των κρατών και άρα εγγύτερα στις βαθμολογίες των αναδυόμενων παρά των ανεπτυγμένων οικονομιών.

Κατά συνέπεια, λόγω και του πολύ υψηλού συντελεστή βαρύτητας της κατηγορίας των θεσμικών παραμέτρων, η βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος και η χρονική απομάκρυνση από την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, που έλαβε χώρα το 2012, αποτελούν τις πιο βαρύνουσες εξελίξεις οι οποίες έχουν συμβάλλει σημαντικά στις αναβαθμίσεις.

Η καλύτερη του αναμενομένου επίδοση της ελληνικής οικονομίας για το 2021 στηρίζει τη θετική προοπτική της ελληνικής κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Μόνο τα οικονομικά δεν φτάνουν

Όμως, όλα αυτά μαζί δεν αρκούν για την επενδυτική βαθμίδα, σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι παραπάνω παράγοντες οδηγούν σε μια σταδιακή αύξηση της βαθμολογίας του ελληνικού Δημοσίου κατά 0,35 της βαθμίδας το 2022 και 0,55 το 2023. Δεδομένης της στρογγυλοποίησης των βαθμολογιών στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό, αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα το αργότερο εντός του 2023 (σε ΒΒ+ στις αξιολογήσεις των Fitch και S&P και Ba2 από τη Moody’s).

Όμως, η εκτίμηση αυτή υπολείπεται της επενδυτικής κατηγορίας και δεν συνυπολογίζει ενδεχόμενους αρνητικούς παράγοντες στις υπόλοιπες παραμέτρους. "Τούτων δοθέντων, γίνεται εμφανές ότι οι εξελίξεις αυτές δεν επαρκούν ώστε να επιτευχθεί η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία έως το 2023. Η επίτευξη αυτού του στόχου, χωρίς περαιτέρω βελτιώσεις στις παραμέτρους, θα απαιτούσε μείωση, κατά μία βαθμίδα, της αρνητικής προσαρμογής των βαθμολογιών στο δεύτερο στάδιο”, σημειώνει χαρακτηριστικά η ΤτΕ.

Οι κρίσιμοι παράγοντες

Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει το σημαντικό περιθώριο βελτίωσης στην κατηγορία των θεσμικών παραμέτρων. Συγκεκριμένα, η τρέχουσα βαθμολογία της Ελλάδος στους δείκτες διακυβέρνησης υπολείπεται σημαντικά των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ των οποίων οι βαθμολογίες ανήκουν στο ανώτερο 15% της κατανομής. Έτσι, μία υποθετική βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος της ελληνικής οικονομίας, που θα μειώσει στο μισό την απόσταση της τρέχουσας βαθμολογίας της Ελλάδος στους δείκτες διακυβέρνησης από εκείνες των υπόλοιπων οικονομιών του ΟΟΣΑ, θα συμβάλει σε αναβάθμιση κατά περίπου μία βαθμίδα, τηρουμένων των υπολοίπων παραγόντων σταθερών. Η υποθετική αυτή εξέλιξη θα μείωνε περαιτέρω την απόσταση από την επενδυτική κατηγορία κατά μία βαθμίδα και, συνυπολογίζοντας τις αναμενόμενες εξελίξεις στις υπόλοιπες παραμέτρους, θα ήταν ικανή να οδηγήσει στην επίτευξη της αναβάθμισης στην επενδυτική κατηγορία.

Γίνεται λοιπόν εμφανής η σημασία της συνέχισης και εντατικοποίησης της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό τη βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την επίτευξη του στόχου της αναβάθμισης στην επενδυτική κατηγορία. Τέλος, άλλες εξελίξεις, όπως η ταχύτερη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων του Δημοσίου, μπορούν επίσης να συμβάλουν σημαντικά στον ίδιο στόχο.