Της Ελευθερίας Κούρταλη
Οι λόγοι πίσω από τη "σιωπή" της Moody’s την περασμένη Παρασκευή, όπου οι προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί στην αγορά ήταν για αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα και ευθυγράμμιση έτσι με τους υπολοίπους τρεις από τους Big Four οίκους (στα δύο σκαλοπάτια κάτω από το investment grade), ή έστω των προοπτικών σε θετικές από σταθερές, είναι οι ίδιοι με αυτούς της S&P η οποία επίσης τήρησε σιγή ιχθύος κατά τη δική της προγραμματισμένη αξιολόγηση της Ελλάδας τον προηγούμενο μήνα.
Ο βασικός λόγος δεν είναι άλλος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την απόφαση που θα πάρει σχετικά με την επιλεξιμότητα της Ελλάδας στο όποιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εφαρμόσει μετά τη λήξη του PEPP. Αυτό ίσως ωθεί έμμεσα την ΕΚΤ να μην κάνει το λάθος και εγκαταλείψει την Ελλάδα. Το νέο κύμα της πανδημίας που πλήττει την Ευρώπη καθώς και η πορεία των δομικών μεταρρυθμίσεων και της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αποτελούν πρόσθετους λόγους που εξηγούν τη στάση αναμονής που προτίμησαν να τηρήσουν οι δύο οίκοι. Άλλωστε η Moody’s μάς έχει συνηθίσει τόσο στις αναβολές των αξιολογήσεών της, σιωπώντας ακόμα και παραπάνω από ενάμισι χρόνο, όσο και στις δίπλες αναβαθμίσεις μετά από μία μακρά περίοδο σιωπής.
Το... ιστορικό των "σιωπών" της Moody's
Η Moody’s συνήθως επιλέγει αυτή την οδό, της αναβολής της προγραμματισμένης αξιολόγησής της, όταν αναμένονται σημαντικές εξελίξεις. Η τελευταία αξιολόγηση του οίκου για τη χώρα μας ήταν τον περασμένο Νοέμβριο, ένα χρόνο πριν, όταν και αναβάθμισε την Ελλάδα κατά μία βαθμίδα και στο Ba3, ενώ ακολούθησαν αρκετές εκθέσεις από τον οίκο το τελευταίο 12μηνο, οι οποίες έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η αμέσως προηγουμένη αξιολόγηση ήταν στις 19 Μαρτίου του 2019, 20 μήνες πριν δηλαδή...
Ένα άλλο σχετικά πρόσφατο "επεισόδιο" αναβολής της αξιολόγησης ήταν τον Σεπτέμβριο του 2018 και μόλις η Ελλάδα είχε βγει από το καθεστώς των μνημονίων και θα έπρεπε να εφαρμόσει σειρά μεταρρυθμίσεων.
Ο οίκος και τότε είχε επιλέξει να περιμένει τις (απτές) εξελίξεις προτού "μιλήσει", κάτι που έκανε τον Μάρτιο του 2019, όπως προαναφέραμε, με διπλή ψήφο εμπιστοσύνης, αφού προχώρησε σε αναβάθμιση της Ελλάδας κατά δύο "σκαλοπάτια" και στο Β1 από Β3. Νωρίτερα το 2018, τον Φεβρουάριο, ο οίκος είχε επίσης προχωρήσει σε διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας ύστερα από σχετική σιγή περίπου ενός έτους.
Τον Αύγουστο του 2019, λίγους μήνες μετά τη διπλή αναβάθμιση, ο οίκος επίσης είχε αποφασίσει να αναβάλει την αξιολόγησή του, εν αναμονή σημαντικών για την αξιολόγηση εξελίξεων που είχαν να κάνουν με την αλλαγή κυβέρνησης, την κατάθεση του προϋπολογισμού αλλά και την προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων (επιχειρηματικό κλίμα, επενδύσεις, τράπεζες). Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, εάν δεν είχε ξεσπάσει η πανδημία, είναι πολύ πιθανό πως ο οίκος θα προχωρούσε το 2020 επίσης σε διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας, ωστόσο τελικά περιορίστηκε στη μία βαθμίδα τον Νοέμβριο.
Εάν κοιτάξει κανείς γενικότερα το πώς κινείται ο οίκος, θα δει ουσιαστικά ότι από το 2016 και μετά προχωράει σε μία κίνηση (είτε αναβάθμισης είτε επιβεβαίωσης) κάθε έτος για την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι προγραμματίζει δύο αξιολογήσεις.
Σε σημείο καμπής
Το 2021 αποτελεί έτος καμπής για πολλές χώρες και σίγουρα για την Ελλάδα. Από το σοκ της πανδημίας, μπήκαν στην οδό της ισχυρής ανάκαμψης (λόγω και της χαμηλής βάσης του 2020) και κινούνται προς το "κλείσιμο" του χάσματος του ΑΕΠ σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ οι επιδράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν έχουν ακόμη φανεί. Η Moody’s είχε άλλωστε προειδοποιήσει σε έκθεσή της πριν μερικούς μήνες ότι θα προχωρήσει σε λιγότερες δράσεις αξιολόγησης από το 2020, αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης. Εάν οι οικονομικές και πιστωτικές συνθήκες εξελιχθούν όπως αναμένει, αυτό θα οδηγήσει σε επιβεβαίωση των βαθμολογιών που δίνει παρά σε εκτεταμένες αναβαθμίσεις. "Οι τρέχουσες αξιολογήσεις μας στην πλειοψηφία τους είναι σε καλή θέση για την ανάκαμψη μετά την πανδημία", είχε τονίσει.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα ωστόσο, υπάρχει σε... εξέλιξη άλλο ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο έως τώρα έχει στηρίξει τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής της ικανότητας εν μέσω της πανδημίας. Αυτό δεν είναι άλλο από τη στήριξη της ΕΚΤ. Οι οίκοι είναι λογικό συνεπώς να περιμένουν να ακούσουν την ετυμηγορία της ΕΚΤ η οποία αναμένεται πολύ σύντομα, τον Δεκέμβριο, σχετικά με τι θα κάνει με την Ελλάδα, εάν και πώς θα συνεχίσει να την στηρίζει. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό μετά τον Δεκέμβριο να υπάρξουν έκτακτες αξιολογήσεις από τους οίκους, με αιτία και αφορμή αυτό ακριβώς το γεγονός.
Στην ΕΚΤ το "κλειδί"
Ο οίκος Scope Ratings ο οποίος δεν ανήκει ακόμα στους "μεγάλους" αλλά αναμένεται σύντομα να προστεθεί, έχει τονίσει πως ένας σημαντικός κίνδυνος για την Ελλάδα είναι η μη συνέχιση της στήριξης από την ΕΚΤ. Επιπλέον, έχει επισημάνει πως οι πιθανότητες της Ελλάδας για αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας θα βελτιωθούν εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίσει να αγοράζει τα κρατικά ομόλογα της χώρας πέρα από την αναμενόμενη ολοκλήρωση του προγράμματος PEPP τον ερχόμενο Μάρτιο.
Η Citi αλλά και η Société Generale έχουν τονίσει πως το "κλειδί" για τις όποιες αναβαθμίσεις της Ελλάδας κρύβεται στη στάση που θα τηρήσει η ΕΚΤ. "Οποιαδήποτε περαιτέρω υπεραπόδοση των ελληνικών ομολόγων καθώς και οι βραχυπρόθεσμες αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της Ελλάδας, θα εξαρτηθούν από τη στάση της ΕΚΤ και οι οίκοι θα περιμένουν να υπάρξει σαφήνεια σε αυτό το μέτωπο", είχε υπογραμμίσει η Citi.
Από την πλευρά της, η Société Generale έχει επισημάνει πως τα δύο "κλειδιά" για τις αναβαθμίσεις της Ελλάδας από τους οίκους αποτελούν η αποτελεσματική χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η στάση που θα τηρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέναντι στα ελληνικά ομόλογα μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης PEPP τον Μάρτιο του 2022. "Η απόφαση της ΕΚΤ θα επηρεάσει τόσο το κόστος χρηματοδότησης όσο και τις αξιολογήσεις της Ελλάδας από τους οίκους", έχει σημειώσει χαρακτηριστικά.