"Παγίδα" σε βάρος των συντάξεων χηρείας για θανάτους που επήλθαν έως 12/5/2016
Τετάρτη, 28-Δεκ-2016 12:20
Tου Δημήτρη Κατσαγάνη
Με τις διατάξεις του νέου Ασφαλιστικού θα υπολογιστούν οι συντάξεις χηρείας ακόμα και αν ο θάνατος του συνταξιούχου είχε επέλθει πριν τις 13/5/2016, σύμφωνα με εγκύκλιο την οποία εξέδωσε ο Υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, κ. Αναστάσιος Πετρόπουλος.
Συγκεκριμένα, η εγκύκλιος Πετρόπουλου για τις συντάξεις χηρείας προβλέπει πως ακόμα και "για θανάτους που επήλθαν έως και την 12.05.2016" (δηλ. πριν την έναρξη ισχύος του ασφαλιστικού νόμου Κατρούγκαλου), οι συντάξεις χηρείας θα υπολογιστούν με τις διατάξεις του νέου Ασφαλιστικού.
Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση που " η έναρξη καταβολής πραγματοποιείται σε χρόνο από την 13.05.2016 και εφεξής".
Σ΄ αυτήν την περίπτωση " τα ποσοστά των δικαιοδόχων μελών θα υπολογιστούν με βάση το προγενέστερο ανά φορέα ασφάλισης καθεστώς, αλλά ο υπολογισμός της σύνταξης λόγω θανάτου θα γίνει με βάση τις διατάξεις του ν. 4387/2016", δηλαδή του νέου Ασφαλιστικού, δηλαδή η σύνταξη χηρείας θα αντιστοιχεί στο 50% της σύνταξης του θανόντος.
Και αυτό παρά το γεγονός πως τόσο ο νόμος Κατρούγκαλου που δημοσιεύτηκε στις 12.5.2016, όσο και πρόσφατη εγκύκλιος Πετρόπουλου (δημοσιεύτηκε στις 23.12.2016) προβλέπει πως οι διατάξεις που αλλάζουν το "καθεστώς" στην απόδοση των συντάξεων χηρείας "εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επήλθει μετά την έναρξη εφαρμογής" του νέου ασφαλιστικού νόμου.
Σύγχυση για το ποσό της σύνταξης χηρείας
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την σχετική εγκύκλιο, " οι ρυθμίσεις της κοινοποιούμενης διάταξης εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επήλθε μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 4387/2016,", δηλαδή " από 13.05.2016 και εφεξής" . Η παραπάνω φράση εναρμονίζεται με τη φράση η οποία υπάρχει στο νέο Ασφαλιστικό νόμο όπως αυτός έχει δημοσιευτεί στο ΦΕΚ, σύμφωνα με την οποία "οι διατάξεις του άρθρου αυτού (σ.σ. που αφορά τις συντάξεις χηρείας) εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος".
Συνεπώς αν ο θάνατος του συνταξιούχου επήλθε από τις 13 Μαίου και έπειτα, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του νέου Ασφαλιστικού οι οποίες προβλέπει την απόδοση του 50% της σύνταξης του θανόντος συνταξιούχου στη σύζυγό του (εφόσον αυτή έχει κλείσει τα 55 έτη της ).
Ωστόσο, η εγκύκλιος Πετρόπουλου προσθέτει μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια, η οποία δεν υπάρχει στο νέο Ασφαλιστικό, όπως αυτός έχει δημοσιευθεί στο ΦΕΚ.
Συγκεκριμένα, η εγκύκλιος Πετρόπουλου , αναφέρει πως "για θανάτους που επήλθαν έως και την 12.05.2016" (δηλαδή μέχρι και την παραμονή της έναρξης ισχύος του νέου Ασφαλιστικού), η εγκύκλιος Πετρόπουλου , διακρίνει " δύο περιπτώσεις":
1. " Εάν η έναρξη καταβολής της σύνταξης λόγω θανάτου ανατρέχει σε χρόνο πριν την 13.05.2016, τότε τόσο τα ποσοστά των δικαιοδόχων μελών (δηλαδή πως μοιράζεται η σύνταξη χηρείας μεταξύ των δικαιούχων της), όσο και ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης λόγω θανάτου, θα γίνει με το προγενέστερο του ν. 4387/2016 -ανά φορέα ασφάλισης- καθεστώς".
Αυτό σημαίνει πως αν όχι μόνο ο θάνατος του συνταξιούχου , αλλά και η σύνταξη χηρείας είχε καταβληθεί πριν τις 13.05.2016 (σ.σ. έναρξη ισχύος του νέου Ασφαλιστικού) δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στο "καθεστώς" καταβολής, δηλαδή θα συνεχίσει να καταβάλλει με τον τρόπο και στο ποσό το οποίο καταβαλλόταν και πριν τις 13.5.2016.
2. Ωστόσο, σύμφωνα με την εγκύκλιο Πετρόπουλου, δεν ισχύει το ίδιο για τις συντάξεις χηρείας οι οποίες δεν έχουν καταβληθεί μετά τις 13.05.2016 , αν και ο θάνατος του συνταξιούχου επήλθε πριν τις 13.05.2016.
Αυτές οι συντάξεις χηρείας θα υπολογιστούν με βάση τις διατάξεις του νόμού Κατρούγκαλου (παρότι ο θάνατος του συνταξιούχου επήλθε πριν την έναρξη ισχύος του νέου Ασφαλιστικού) και μόνο τα ποσοστά των δικαιούχων μελών (σ.σ. ποικίλουν ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του θανόντος συνταξιούχου δηλαδή αν έχει τέκνα, πόσυς γάμους έχει συνάψει) της σύνταξης αυτής θα είναι εκείνα που προβλέπει το προ του νόμου Κατρούγκαλου διατάξεις
Συγκεκριμένα, η εγκύκλιος Πετρόπουλου προβλεπει ότι " εάν η έναρξη καταβολής πραγματοποιείται σε χρόνο από την 13.05.2016 και εφεξής (στις περιπτώσεις δηλαδή που έχει παρέλθει η προβλεπόμενη ανά φορέα ασφάλισης προθεσμία), τα ποσοστά των δικαιοδόχων μελών θα υπολογιστούν με βάση το προγενέστερο ανά φορέα ασφάλισης καθεστώς, αλλά ο υπολογισμός της σύνταξης λόγω θανάτου θα γίνει με βάση τις διατάξεις του ν. 4387/2016.
Τι αναφέρει γενικότερα η εγκύκλιος για τις συντάξεις χηρείας
"Προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου στα δικαιοδόχα μέλη σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, ο θανών θα πρέπει κατά τον θάνατο να έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας, πλήρους ή μειωμένης, όπως διαμορφώνονται ανά ασφαλιστικό οργανισμό και ανά κατηγορία ασφαλισμένων (παλαιοί – νέοι).
Ορίζονται τα δικαιοδόχα μέλη που υπό προϋποθέσεις λαμβάνουν τη σύνταξη λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, καθώς και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για κάθε κατηγορία.
Δικαιούχοι είναι ο επιζών σύζυγος, τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα εξομοιώνονται με αυτά καθώς και ο/η διαζευγμένος/η σύζυγος, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Για τον επιζώντα σύζυγο, θεσπίζεται όριο ηλικίας για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου και συγκεκριμένα το 55ο έτος, το οποίο πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, οπότε και η σύνταξη χορηγείται εφ' όρου ζωής, αν δεν συντρέξουν οι - περιοριστικά αναφερόμενες - προϋποθέσεις παύσης της.
Εάν ο θάνατος επέλθει προτού συμπληρωθεί το ως άνω όριο ηλικίας, η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο για μία τριετία.
Μετά την πάροδο της τριετίας ελέγχεται εάν ο επιζών σύζυγος συμπλήρωσε ή όχι το 55ο έτος της ηλικίας. Εάν κατά τη διάρκεια της τριετίας ο επιζών σύζυγος συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται μόλις συμπληρωθεί η τριετία και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας.
Εάν κατά τη διάρκεια της τριετίας δεν έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος , διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης με τη λήξη της τριετίας και δεν επαναχορηγείται. Σε περίπτωση όμως που ο επιζών σύζυγος έχει τέκνα που υπάγονται στην περίπτωση 1Β του κοινοποιούμενου άρθρου (δηλαδή κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 24ο έτος εφόσον σπουδάζουν ή είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητα τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας) ή ο ίδιος είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας με ποσοστό 67% και άνω, και για όσο χρόνο πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, η σύνταξη λόγω θανάτου συνεχίζει να καταβάλλεται, ανεξάρτητα εάν βάσει των ανωτέρω προκύπτει είτε οριστική διακοπή της, είτε διακοπή και επαναχορήγησή της με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι αν ο επιζών σύζυγος δεν συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της τριετίας, αλλά εξακολουθεί να λαμβάνει τη σύνταξη θανάτου και πέραν της τριετίας λόγω ύπαρξης ανήλικων ή τέκνων που σπουδάζουν ή ανίκανων για εργασία τέκνων, εφόσον έως τη λήξη της ανηλικότητας ή των σπουδών ή της ανικανότητας συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του, τότε ναι μεν η σύνταξη θα διακοπεί με την παύση ισχύος των ως άνω προϋποθέσεων (ανηλικότητα, σπουδές, ανικανότητα), θα επαναχορηγηθεί, ωστόσο, όταν ο επιζών συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας του.
Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων, υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος, επιμεριζόμενο ως εξής:
- Ο επιζών σύζυγος λαμβάνει ποσοστό 50%. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, γίνεται η εξής διαφοροποίηση: Στην περίπτωση που ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται το ποσοστό του επιζώντος συζύγου επί της σύνταξης, καθώς και του διαζευγμένου συζύγου, σε περίπτωση που υπάρχει σχετικό δικαίωμα και συνεπώς και το ποσό της σύνταξης, συναρτώμενο πλέον από τη διάρκεια του γάμου και τη διαφορά ηλικίας των συζύγων, αρχόμενης από τα 10 έτη και πλέον. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο θανών ελάμβανε σύνταξη αναπηρίας όταν τελέστηκε ο γάμος και ως εκ τούτου ο επιζών σύζυγος εξακολουθεί να λαμβάνει το ως άνω ποσοστό 50% της σύνταξης λόγω θανάτου.
- Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου, του/των διαζευγμένου/νων συζύγου/ων και των τέκνων, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών. Στην περίπτωση, δε, που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό αυτό, περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων. Για παράδειγμα, εάν υπάρχει επιζών σύζυγος με τρία τέκνα, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 50% της σύνταξης λόγω θανάτου (περιοριζόμενο σύμφωνα με τα ανωτέρω σε περίπτωση που ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος και υφίσταται ηλικιακή διαφορά άνω της 10ετίας και ύπαρξης διαζευγμένου συζύγου), ενώ το υπόλοιπο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου επιμερίζεται ισόποσα στα τρία τέκνα (δηλαδή κάθε τέκνο θα λάβει το 16,66% της σύνταξης).