Τα "κόκκινα" επιχειρηματικά δάνεια "σαμποτάρουν" τη μείωση των προβλέψεων
Σάββατο, 20-Αυγ-2016 12:00
Της Νένας Μαλλιάρα
Στη "μάχη" της μείωσης των προβλέψεων θα κριθεί η κερδοφορία των τραπεζών φέτος, με στόχο αυτές να μειωθούν για το σύνολο της χρήσης κάτω και από τα επίπεδα του τελευταίου τριμήνου του 2015. Πρόκειται για ένα δύσκολο στόχο, καθώς οι τράπεζες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν το θέμα της πραγματικής τους κάλυψης από προβλέψεις για προβληματικά επιχειρηματικά δάνεια.
Το α΄ τρίμηνο του 2016 οι τράπεζες προχώρησαν σε ραγδαία μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια από τις προβλέψεις – μαμούθ των 3,5 δισ. ευρώ του τελευταίου τριμήνου του 2015 και περίπου 13 δισ. ευρώ για το σύνολο του προηγούμενου έτους.
Ειδικότερα, για την Εθνική Τράπεζα οι εγχώριες προβλέψεις μειώθηκαν στα 134 εκατ. ευρώ από 671 εκατ. ευρώ το δ΄ τρίμηνο 2015, για την Alpha Bank οι προβλέψεις για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου διαμορφώθηκαν σε 255,1 εκατ. ευρώ, για τη Eurobank ανήλθαν σε 175 εκατ. ευρώ από 263 εκατ. ευρώ το δ΄ τρίμηνο του 2015 και για την Τράπεζα Πειραιώς μειώθηκαν στα 289 εκατ. ευρώ από 1,384 δισ. ευρώ στο δ΄ τρίμηνο 2015.
Η περαιτέρω πορεία της μείωσης των προβλέψεων, ωστόσο, θα κριθεί από τον ρυθμό αποκλιμάκωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στο α΄ τρίμηνο του 2016 φάνηκε ότι τα νέα "κόκκινα" δάνεια έπιασαν "ταβάνι", αν και θα πρέπει να υπάρξουν εγγυήσεις για την παγίωση της τάσης και στο β΄ τρίμηνο του έτους. Και είναι οι επιπτώσεις των δημοσιονομικών μέτρων και ο ρυθμός επιστροφής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, που θα κρίνουν την τελική τάση στα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, την ώρα που η διαχείριση των υφιστάμενων "κόκκινων" δανείων θα αποτελέσει για φέτος προτεραιότητα των τραπεζών.
Με δεδομένη την επιδείνωση του κλίματος στις επιχειρήσεις, εκτιμάται ότι η κορύφωση στο σχηματισμό υψηλών προβλέψεων δεν πρέπει να αναμένεται στην τρέχουσα χρήση, όπως ήταν οι αρχικές εκτιμήσεις των τραπεζών, αλλά μεταξύ του α΄ τριμήνου - α΄ εξαμήνου του 2017.
Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν συσσωρευμένες προβλέψεις, ύψους 60 δισ. ευρώ, αποτελεί μεν υψηλή προστασία, πλην όμως όχι "αλεξίσφαιρη". Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη (μετά την Κύπρο), το οποίο στα τέλη του α΄ τριμήνου του 2016 έφθασε το 45% όλων των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και σε απόλυτα μεγέθη τα 108,6 δισ. ευρώ. Στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών φθάνει στο 67%, στα στεγαστικά το 42% και στα καταναλωτικά το 55%.
Τα πιο πάνω μεγέθη δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθεί και συνεχίζουν να αυξάνονται, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία σε σχέση με τη μεταβολή (συρρίκνωση) του ΑΕΠ της χώρας. Στο α΄ τρίμηνο του 2016 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αυξήθηκαν κατά 600 εκατ. ευρώ, αν και εμφάνισαν μια τάση επιβράδυνσης, δεδομένου ότι η αύξηση στο δωδεκάμηνο του 2015 ξεπέρασε τα 4 δισ. ευρώ.
Παρά το μέγεθος του προβλήματος, η κεφαλαιακή βάση του τραπεζικού συστήματος παραμένει ισχυρή, αφού οι αναληφθείσες προβλέψεις φθάνουν στο 50%. Αν δε προσθέσουμε και την αξία των εξασφαλίσεων, τότε η συνολική κάλυψη έναντι κινδύνων φθάνει στο 101% και είναι από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε.
Παρά την ανωτέρω πραγματικότητα, ωστόσο, οι προβλέψεις των τραπεζών φαίνεται ότι δεν είναι "κατανεμημένες" έτσι ώστε να παρέχουν επαρκή κάλυψη σε όλες τις περιπτώσεις δανείων.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, μεγάλο κομμάτι προβληματικών επιχειρήσεων για τις οποίες καταβάλλονται προσπάθειες διάσωσης, μεταξύ αυτών ο όμιλος Μαρινόπουλου, καλύπτονται με προβλέψεις από τις τράπεζες σε ποσοστό από 20% έως 40% των ανοιγμάτων τους. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση της ύπαρξης μεγαλύτερου ποσοστού εξασφαλίσεων από τις ίδιες τις προβληματικές επιχειρήσεις, το γεγονός ότι με αυτές συνδέονται πολλοί προμηθευτές τους (οι οποίοι θα καταρρεύσουν αν καταρρεύσει η προβληματική επιχείρηση), συνιστά "πυρηνικό" κίνδυνο για τις τράπεζες. Και αυτό διότι αυτομάτως οι τράπεζες θα βρεθούν αντιμέτωπες με πρόσθετες επισφάλειες λόγω της αδυναμίας πληρωμής των προμηθευτών να εκπληρώσουν, με τη σειρά τους, τις υποχρεώσεις τους.
Όλο αυτό το σκηνικό δημιουργεί αβεβαιότητα για το κατά πόσον ο ρυθμός μείωσης των προβλέψεων θα είναι φέτος ο επιθυμητός από τις τράπεζες, αφού σε περίπτωση που "σκάσουν" μεγάλες επιχειρήσεις θα συμπαρασύρουν σε ένα domino effect μικρότερες υγιείς επιχειρήσεις.