Ανάσα σε τράπεζες και μετόχους το 2016
Κυριακή, 19-Ιουν-2016 08:00
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 10:07
Της Νένας Μαλλιάρα
Ανάσα στις τράπεζες και τους μετόχους τους δίνει η φετινή χρονιά, αφήνοντας χρονικό περιθώριο για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αναμένεται να παρουσιαστούν επιτακτικά από το 2017. Πρόκειται για ζητήματα που θα κρίνουν εκ του αποτελέσματος την επάρκεια των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, ύστερα από τέσσερις ανακεφαλαιοποιήσεις την περίοδο 2010-2015.
Στη φετινή χρονιά οι ελληνικές τράπεζες είναι απαλλαγμένες από τη "βάσανο" των stress tests, στην οποία θα υποβληθούν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Επιπλέον, οι αλλαγές στις διοικήσεις τους δεν αποτελούν όρο και προϋπόθεση για τη δεύτερη αξιολόγηση. Οι δύο αυτές παράμετροι ελαφραίνουν φέτος το βάρος για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες, επιπλέον, κατάφεραν να επιστρέψουν στην κερδοφορία το α' τρίμηνο του 2016, ύστερα από μία πενταετία συνεχών ζημιών.
Η χρονική ανάσα, ωστόσο, του 2016 δεν πρέπει να δημιουργεί εφησυχασμό, αφού συνιστά απλώς ένα διάστημα ώστε να προετοιμαστούν οι τράπεζες για ένα δύσκολο 2017. Την επόμενη χρονιά το ζητούμενο για τις τράπεζες θα είναι να παγιώσουν τόσο τη σταθερότητα θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων όσο, κυρίως, την κεφαλαιακή σταθερότητα που κατέκτησαν με την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση. Αποτέλεσμα αυτής είναι ο δείκτης τους κεφαλαιακής επάρκειας να κινείται αυτήν τη στιγμή στο 17%, όντας ο δεύτερος υψηλότερος στην Ευρωζώνη.
Πρόκειται για επίπεδα που παρέχουν μεν ασφάλεια στις ελληνικές τράπεζες, μπορούν εύκολα, δε, να απειληθούν από "υποβόσκουσες" συνθήκες. Οι συνθήκες αυτές είναι: α) τα υπέρογκα επισφαλή δάνεια, αλλά επίσης β) οι επιπτώσεις από εξελίξεις σχετικές με το ελβετικό φράγκο, καθώς και γ) το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου, που μπορεί να ανακινηθεί ανά πάσα στιγμή από την Κομισιόν. Οι ανωτέρω συνθήκες συνιστούν εν δυνάμει κίνδυνο για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, δεδομένου ότι μπορεί να περιορίσουν τα κεφάλαια του κλάδου, από τα σημερινά επίπεδα των 30 δισ. ευρώ, σημαντικά χαμηλότερα και των 10 δισ. ευρώ. Συν το γεγονός ότι τραπεζικά κεφάλαια 5 δισ. ευρώ προέρχονται από CoCos και προνομιούχες μετοχές.
Το "αγκάθι" του αναβαλλόμενου
Με βάση τα στοιχεία των τραπεζών με ημερομηνία 31/3/2016, επί συνολικών ιδίων εποπτικών κεφαλαίων 28,2 δισ. ευρώ, τα 16,5 δισ. ευρώ συνιστούν κεφάλαια από αναβαλλόμενο φόρο (DTC).
Ειδικότερα, η Alpha Bank, επί ιδίων εποπτικών κεφαλαίων 8,5 δισ. ευρώ, έχει κεφάλαια από αναβαλλόμενο φόρο 3,4 δισ. ευρώ. Η Εθνική Τράπεζα, επί ιδίων εποπτικών κεφαλαίων 7 δισ. ευρώ, έχει αναβαλλόμενο φόρο 4,9 δισ. ευρώ. Η Eurobank, επί ιδίων εποπτικών κεφαλαίων 5,5 δισ. ευρώ, έχει αναβαλλόμενο φόρο 4,1 δισ. ευρώ. Η Τράπεζα Πειραιώς, επί ιδίων εποπτικών κεφαλαίων 7,2 δισ. ευρώ, έχει αναβαλλόμενο φόρο 4,1 δισ. ευρώ.
Ως αποτέλεσμα, ο αναβαλλόμενος φόρος συνιστά 40% των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων της Alpha, 71% της Εθνικής, 75% της Eurobank και 58% της Πειραιώς.
Σημειώνεται ότι το DTC (Deferred Tax Credit) είναι οι οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου στις οποίες (με το άρθρο 5 του νόμου 4303/17.10.2014) μετατρέπονται εκείνες οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTA: Deferred Tax Assets) που αφορούν το PSI και τις προβλέψεις/ζημιές που αφορούν σε δάνεια.
Για τις ελληνικές τράπεζες όλος ο αναβαλλόμενος φόρος DTA ανέρχεται σε 19,5 δισ. ευρώ (Alpha Bank: 4,4 δισ. ευρώ, Εθνική: 5,1 δισ. ευρώ, Eurobank: 4,9 δισ. ευρώ, Πειραιώς: 5,1 δισ. ευρώ), εκ των οποίων 16,5 δισ. ευρώ είναι οι "επιλέξιμες" φορολογικές απαιτήσεις για τον DTC.
Ο αναβαλλόμενος φόρος συνίσταται σε α) απαιτήσεις που προέρχονται από το PSI του 2012 και μπορούν να αποσβεσθούν σε βάθος 30ετίας, β) ζημίες απομείωσης από δάνεια, οι οποίες μπορούν να αποσβεσθούν σε περίοδο ίση με την περίοδο των δανείων, συνήθως 7-10 χρόνια, και γ) φορολογικές ζημίες, οι οποίες μπορούν να αποσβεσθούν εντός 5ετίας.
Πανευρωπαϊκά, το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, που έχει ευνοήσει ιδιαίτερα τις τράπεζες των χωρών του Νότου, αποτελεί "ενεργό ηφαίστειο", αφού οι ευρωπαϊκές Αρχές το κρατούν "ανοιχτό" μέχρι να το κλείσουν οριστικά ανά πάσα στιγμή.
Το ελβετικό φράγκο
Η πρόσφατη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δέχθηκε το σκεπτικό συλλογικής αγωγής Ενώσεων Καταναλωτών και του Συλλόγου Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου, αποτελεί μεγάλο "αγκάθι" για τις τράπεζες. Και αυτό όχι μόνο γιατί είναι συλλογική, αλλά επίσης καλά στοιχειοθετημένη, εντάσσοντας τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο στην κατηγορία των επενδυτικών προϊόντων.
Οι παραδοχές του δικαστηρίου που οδήγησαν στη θετική έκβαση για τους δανειολήπτες αναφέρουν ότι οι συμβάσεις αυτές δεν ήταν συνηθισμένες, έφεραν έντονο το στοιχείο του επενδυτικού εγχειρήματος, η δε τακτική ενημέρωσης από πλευράς τραπεζών δεν πληρούσε το αναγκαίο πλαίσιο ενημέρωσης και τις ασφαλιστικές δικλείδες.
Το διατακτικό της απόφασης απαγορεύει στην τράπεζα να διατυπώνει, να επικαλείται και να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές της με τους εν λόγω δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο τον γενικό όρο σύμφωνα με τον οποίο "η αποπληρωμή του δανείου λαμβάνει χώρα με την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής". Επίσης, απαγορεύει την καταγγελία των συμβάσεων των δανείων, εάν οι δανειολήπτες καταβάλλουν στο ισόποσό τους σε ευρώ τις τοκοχρεωλυτικές τους δόσεις σε ελβετικό φράγκο, βάσει της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων "κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε ευρώ".
Προφανώς η απόφαση είναι σε πρώτο βαθμό και θα περάσουν χρόνια μέχρι να καταστεί αμετάκλητη και σε τελευταίο.
Δεν παύει, όμως, να ισχύει το γεγονός ότι το 10% των δανείων στεγαστικής πίστης των ελληνικών τραπεζών έχουν συναφθεί σε ελβετικό φράγκο. Πρόκειται για δάνεια ονομαστικής αξίας 7 δισ. ευρώ που συνάφθηκαν στην περίοδο 2006 – 2009, με ισοτιμία ευρώ/ελβετικού 1,55 – 1,65 και με μεσοσταθμικό περιθώριο 1,6% πάνω από το libor. Σήμερα, τα δάνεια αυτά δημιουργούν ένα άληκτο κεφάλαιο 12 δισ. ευρώ για τις τράπεζες και εφόσον υποστούν "κούρεμα" 40% - 50%, κινδυνεύουν να δημιουργήσουν κεφαλαιακή "τρύπα" στις τράπεζες, περί τα 6 δισ. ευρώ.
Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" της 11ης Ιουνίου.