ΔΝΤ: Αναγκαία η αναδιάταξη των ευρωπαϊκών δανείων στην Ελλάδα
Δευτέρα, 23-Μαϊ-2016 17:51
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 20:30
Την ανάγκη να υπάρξει σημαντική αναδιάταξη (reprofiling) των όρων των ευρωπαϊκών δανείων στην Ελλάδα επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεση του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους λίγες ώρες πριν από το κρίσιμο Eurogroup στις Βρυξέλλες.
Ταυτόχρονα, το Ταμείο ζητά την εμπροσθοβαρή λήψη των μέτρων για το χρέος, μέσα στην διάρκεια του προγράμματος (λήγει τον Αύγουστο το 2018) με επιπλέον μηχανισμό πρόσθετων παρεμβάσεων αν χρειαστεί.
Είναι πολύ σημαντική, αναφέρει το ΔΝΤ "η ανάγκη για εμπροσθοβαρή ελάφρυνση του χρέους, η οποία θα πρέπει να εφαρμοσθεί πλήρως εντός του προγράμματος (λήγει τον Αύγουστο του 2018) και να συνοδευτεί από έναν αυτόματο μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους μετά το πρόγραμμα που θα διασφαλίζει βιωσιμότητα".
Όπως αναφέρει, στο πλαίσιο της ελάφρυνσης θα μπορούσαν να εξεταστούν τα εξής:
Βραχυπρόθεσμο επίπεδο: η νέα δόση χρηματοδότησης από τον ESM θα μπορεί να δοθεί με τους νέους όρους (πιο μακρινές λήξεις, αναβολές στις πληρωμές και σταθερά επιτόκια) ώστε να δοθεί στις αγορές ένα ισχυρό σήμα για τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να παραδώσουν σε όλα τα στοιχεία της αναδιάρθρωσης.
Μεσοπρόθεσμο επίπεδο: η επιβολή σταθερών επιτοκίων, οι αναβολές πληρωμών και η επέκταση της ωρίμανσης των δανείων θα πρέπει να εφαρμοστούν κατά τη διάρκεια της περιόδου του προγράμματος, υπό την αίρεση της ικανοποιητικής προόδου στην εφαρμογή του προγράμματος. Για παράδειγμα, στο τέλος κάθε επιτυχημένου έτους εφαρμογής του προγράμματος, οι εξυπηρέτηση χρέους, οι λήξεις και τα επιτόκια που αντιστοιχούν στο ένα τρίτο των δανείων EFSF/ESM/GLF θα μπορούν να αναδιαρθρώνονται, με προτεραιότητα στις πιο κοντινές λήξεις.
Για τον καθορισμό των επιτοκίων στα υφιστάμενο δάνεια, το ΔΝΤ σημειώνει ότι αυτό μπορεί να εφαρμοστεί από τον ESM μέσω της μεταβολής της στρατηγικής του από βραχυπρόθεσμη σε μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, χρησιμοποιώντας τις εκδόσεις ομολόγων αλλά και παράγωγα (swaps και options), κάτι που έχουν ήδη κάνει επιτυχώς χώρες με αξιολόγηση AAA. Εάν κάποιο μέρος της αναχρηματοδότησης δεν μπορεί να γίνει μέσω των αγορών, τότε τα κράτη μέλη ενδεχομένως να πρέπει να προβούν σε πρόσθετες δεσμεύσεις.
Μακροπρόθεσμα: για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα ένας αυτόματος μηχανισμός που θα συνδέει τη μελλοντική εξυπηρέτηση του χρέους με συντελεστές εκτός της πολιτικής (όπως διαταραχές του ΑΕΠ) ενδεχομένως να μπορεί να εξεταστεί με την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος.
Αυτός ο μηχανισμός θα μπορεί να πάρει τη μορφή εργαλείων που θα ενσωματώνουν συμμετρικές προσαρμογές στην εξυπηρέτηση του χρέους στην περίπτωση διαταραχών του ΑΕΠ, παρέχοντας προστασία στον οφειλέτη αλλά και κάποιο περιθώριο θετικής εξέλιξης για τους πιστωτές.
Στόχος πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ
Την ίδια στιγμή το Ταμείο εκφράζει ισχυρές αμφιβολίες για τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος.
"Ακόμα και αν η Ελλάδα μέσα από μια ηρωική προσπάθεια μπορέσει προσωρινά να φτάσει σε πλεόνασμα κοντά στο 3,5% του ΑΕΠ, λίγες χώρες έχουν καταφέρει να φτάσουν και να διατηρήσουν τόσο υψηλά επίπεδα πρωτογενών αποτελεσμάτων για μια δεκαετία ή περισσότερο, και είναι εξαιρετικά απίθανο η Ελλάδα να το κάνει λαμβάνοντας υπόψη τους ακόμα αδύναμους οργανισμούς χάραξης πολιτικής και τις προβλέψεις που δείχνουν ότι η ανεργία θα παραμείνει σε διψήφια ποσοστά για αρκετές δεκαετίες", αναφέρει το Ταμείο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ταμείο σημειώνει ότι το μικρό πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο προέκυψε το 2013 αποδείχθηκε βραχύβιο, "καθώς δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, καλύπτοντας όλο το πολιτικό φάσμα, γρήγορα υπέκυψαν στις πιέσεις να το ξοδέψουν".
Το ΔΝΤ επαναπροσδιορίζει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% του ΑΕΠ" έναντι 3,5% του ΑΕΠ που προβλέπει το μνημόνιο, αλλά θεωρεί ότι και αυτός ο στόχος για να επιτευχθεί απαιτεί φιλόδοξες, αλλά και ρεαλιστικές μεταρρυθμίσεις, καθώς χωρίς αυτές η Ελλάδα εκτιμά ότι θα επιστρέψει σε ελλείμματα 1% του ΑΕΠ.
Κάνει επίσης λόγο για αδυναμία μακροχρόνιας ανάπτυξης της οικονομίας πάνω από 1,25%, αλλά και για υψηλή ανεργία επί 10ετίες.
Περιγράφει τη μεγάλη επιβάρυνση που προκάλεσαν οι οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης κατά το 2015 στο έλλειμμα και στο χρέος.
Επισημαίνει επίσης ότι προκειμένου να δημιουργούταν έστω και πρόσκαιρα τα πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ θα απαιτούνταν παρεμβάσεις για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης αλλά και για την μείωση των μισθών στο δημόσιο και την μείωση των συντάξεων. Και επισημαίνει ότι μετά τη συζήτηση που είχε το Ταμείο με τις ελληνικές αρχές είναι φανερό δεν υπάρχει πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο.
"Το προσωπικό θεωρεί ότι η ανάλυση βιωσιμότητας θα πρέπει να βασίζεται σε πρωτογενές πλεόνασμα όχι πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ".
Όπως αναφέρει είναι ένας "εύλογος στόχος, αν και παραμένει φιλόδοξος καθώς απαιτεί η δημοσιονομική προσαρμογή να υποστηρίζεται από πολύ ισχυρότερη στήριξη για μεταρρυθμίσεις και πολύ ισχυρότερη αποφασιστικότητα από τους φορείς χάραξης πολιτικής, στην Ελλάδα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο".
Πρόβλημα το ασφαλιστικό και το αφορολόγητο
Για τα πρωτογενή πλεονάσματα αναφέρει ότι η Ελλάδα μετά από 7 χρόνια ύφεσης και διαρθρωτικής προσαρμογής 16% του ΑΕΠ το μόνο που κατάφερε ήταν ένα οριακό πλεόνασμα το 2015 το οποίο όμως, όπως επισημαίνει, βασίστηκε σε πολλούς πρόσκαιρους παράγοντες. Παρ όλα αυτά, εξηγεί ότι απαιτείται προσαρμογή για να διασφαλιστεί το 1,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα, καθώς εκτιμά ότι θα καταγραφεί μείωση εσόδων ως αναλογία του ΑΕΠ αφού η ανάκαμψη αναμένεται να προέλθει από επενδύσεις και εξαγωγές που δεν φέρουν φορολογικά έσοδα. Επίσης, προειδοποιεί ότι μπορεί να παρατηρηθεί μείωση της κατανάλωσης.
Εκτιμά επίσης ότι το ασφαλιστικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και σταθερό, καθώς η δαπάνη για συντάξεις (17,5% του ΑΕΠ) είναι η υψηλότερη στην ΕΕ. Το Ταμείο κάνει λόγο για ένα "γενναιόδωρο σύστημα", ενώ ασκεί κριτική στις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις επισημαίνοντας ότι μεταθέτουν το πρόβλημα στους μελλοντικούς συνταξιούχους.
Στο στόχαστρο του ΔΝΤ μπαίνουν και οι εξαιρέσεις του φορολογικού συστήματος με έμφαση στο αφορολόγητο όριο που εξαιρεί – κατά το ΔΝΤ – πάνω από το ήμισυ των φορολογουμένων.
Οι προβλέψεις για το χρέος
Στην έκθεση του το ΔΝΤ τοποθετεί το χρέος στο 174% του ΑΕΠ έως το 2020, ενώ μέχρι το 2022 αναμένεται να έχει υποχωρήσει ελαφρώς στο 167%.
Την ίδια στιγμή το Ταμείο σημειώνει ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να ξεπεράσουν το όριο του 15% επί του ΑΕΠ μέχρι το 2024 και το 20% μέχρι το 2029, φτάνοντας το 30% περίπου μέχρι το 2040 και κοντά στο 60% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.
Το χρέος αναμένεται να υποχωρήσει σταδιακά λίγο κάτω από το 160% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, αλλά στη συνέχεια θα κινηθεί και πάλι ανοδικά φτάνοντας το 250% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, αναφέρει το ΔΝΤ.
Κατά συνέπεια απαιτείται μια σημαντική αναδιάταξη (reprofiling) των όρων των ευρωπαϊκών δανείων στην Ελλάδα για να υποχωρήσουν οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες κατά περίπου 20% του ΑΕΠ έως το 2040 και επιπλέον 20% έως το 2060, αναφέρει το Ταμείο στην έκθεση του.
Το ταμείο προτείνει έναν συνδυασμό τριών μέτρων για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους:
Παράτασης των προθεσμιών λήξης: Μια παράταση των προθεσμιών λήξης για τα δάνεια του EFSF, του ESM και του Greek Loan Facility (GLF) για περίοδο έως 14 χρόνια για τα δάνεια του EFSF, 10 χρόνια για τα δάνεια του ESM και 30 χρόνια για τα δάνεια GLF θα μπορούσε να μειώσει τους δείκτες των ακαθάριστων δανειακών αναγκών και του χρέους κατά περίπου 7% και 25% του ΑΕΠ έως το 2060 αντίστοιχα. Ωστόσο, από μόνο του αυτό το μέτρο δεν θα είναι αρκετό για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα, αναφέρει το ΔΝΤ.
Αναβολές πληρωμών: τα δάνεια του EFSF έχουν ήδη παραταθεί και τα δάνεια του ESM έχουν δοθεί με μεγάλες περιόδους χάριτος και περιόδους ωρίμανσης. Περαιτέρω παράταση των καταβολών στην εξυπηρέτηση του χρέους θα μπορούσε να βοηθήσει να μειωθούν οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες περαιτέρω κατά 17% του ΑΕΠ έως το 2040 και 24% έως το 2060 και – επιτρέποντας στην Ελλάδα να ωφεληθεί από τα χαμηλά επιτόκια του ESM για περισσότερο – θα μπορούσε να μειωθεί το χρέος κατά 84% του ΑΕΠ έως το 2060
Σταθερό επιτόκιο: Για να διασφαλιστεί ότι το χρέος μπορεί να μείνει σε πτωτική πορεία, τα επίσημα επιτόκια θα πρέπει να σταθεροποιηθούν σε χαμηλά επίπεδα για μία παρατεταμένη περίοδο, που δεν θα υπερβαίνει το 1,5% έως το 2040. Στο πλαίσιο αυτό, ο ESM θα μπορούσε να επιχειρήσει να επωφεληθεί από το ακόμη ευνοϊκό περιβάλλον επιτοκίων, προσπαθώντας να "κλειδώσει" τα επιτόκια για το συνολικό ύψος των δανείων από EFSF/ESM στα τρέχοντα μακροπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς, παράλληλα με την εξάλειψη του spread που εφαρμόζεται σήμερα στα δάνεια GLF. Eάν η αγορά για μακράς διάρκειας ομόλογα δεν μπορεί να απορροφήσει το συνολικά εκτιμώμενο απόθεμα ύψους 200 δισ. ευρώ που θα πρέπει να έχει τοποθετηθεί κατά τη διάρκεια του προγράμματος, τότε τα κράτη μέλη θα πρέπει να βρουν έναν άλλο τρόπο για να εξασφαλιστεί το κόστος της αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους σε ένα περιβάλλον όπου η μακροπρόθεσμη σταδιακή ομαλοποίηση των επιτοκίων δεν διατίθεται για την Ελλάδα. Έτσι, η σταθεροποίηση των επιτοκίων απαιτεί επί της ουσίας μία δέσμευση από τα κράτη μέλη να αποζημιώσουν τον ESM για τις απώλειες που σχετίζονται με τα σταθερά επιτόκια για τα ελληνικά δάνεια, ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια δέσμευση. Αυτό σαφώς θα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο μεταξύ των κρατών - μελών λαμβανομένων υπόψιν των περιορισμών - πολιτικών και νομικών - σε εν λόγω δεσμεύσεις εντός της νομισματικής ένωσης. Αυτό το μέτρο σε συνδυασμό με τα δύο προαναφερθέντα θα βοηθήσει να μειωθεί το χρέος κατά 53% του ΑΕΠ έως το 2040 και 151% έως το 2060, και τις Ακαθάριστες Δανειακές Ανάγκες κατά 22% το 2040 και 39% έως το 2060, που ικανοποιεί τους στόχους βιωσιμότητας που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Εκτός από τις υποθέσεις για τα δημοσιονομικά και την ανάπτυξη που περιγράφονται στο κείμενο, οι βασικές προβολές της Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους βασίζεται και στα εξής στοιχεία, μεταξύ άλλων:
Ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών: Ο τραπεζικός τομέας ανακεφαλαιώθηκε τον προηγούμενο Δεκέμβριο, μετά την ολοκληρωμένη αξιολόγηση του SSM που προσδιόρισε τις κεφαλαιακές ανάγκες στα 15 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα του ESM περιλάμβανε 25 δισ. ευρώ που είχαν μπει στην άκρη για τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Εξ αυτών, τα 5,4 δισ. ευρώ χρησιμοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο, με το υπόλοιπο μέρος των αναγκών να καλύπτεται από ιδιωτικά κεφάλαια. Παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις - οποίες πρόσθεσαν συνολικά 43 δισ. ευρώ (πάνω από το 24% του ΑΕΠ) στο δημόσιο χρέος από το 2010 - τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνέχισαν να αυξάνονται στο 44% των συνολικών δανείων στο τέλος του Δεκεμβρίου (το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) και τα κεφάλαια των τραπεζών εξαρτώνται σε υπερβολικό βαθμό από τον αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (deferred tax assets - DTAs) που ανέρχονται κοντά στα 20 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν το ήμισυ των κεφαλαίων (το υψηλότερο στην ευρωζώνη). Σε αυτό το πλαίσιο, οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ θεωρούν ότι ένα μαξιλάρι περίπου 10 δισ. ευρώ πρέπει να υπάρχει στην άκρη για την κάλυψη πιθανών πρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών (αυτό αντιστοιχεί περίπου στο μισό του ύψους των DTAs).
Έσοδα απο ιδιωτικοποιήσεις: Παρά τη δέσμευση της Ελλάδας να ιδρύσει ένα ταμείο αποκρατικοποιήσεων αξίας 50 δισ. ευρώ ώς μέρος του προγράμματος του ESM, το Ταμείο δεν έχει αναθεωρήσει τις προβολές του για τις ιδιωτικοποιήσεις από τον Ιούνιο, που ανέρχονται στα 5 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2015-2030 (τα 2 δισ. ευρώ έως το 2018). Αυτές οι προβολές θεωρούνται πιο ρεαλιστικές, με δεδομένη το πτωχό ιστορικό της Ελλάδας αναφορικά με την επίτευξη των στόχων για ιδιωτικοποιήσεις στο πλαίσιο των προηγούμενων προγραμμάτων. (Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών τα σωρρευτικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ανέρχονται μόλις στα 3 δισ. ευρώ, ή μόλις 6% των συνολικών εσόδων ύψους 50 δισ. ευρώ και 12% των εσόδων που αναμένονται έως το 2022). Οι προηγούμενοι στόχοι περιλάμβαναν σημαντικά αναμενόμενα έσοδα από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, ωστόσο παρά τις μεγάλες ενέσεις κεφαλαίων το 2010, το κράτος δεν έχει καταφέρει να ανακτήσει τις επενδύσεις του στις τράπεζες - αντιθέτως, μετά την πιο πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση, το μερίδιο του κράτους στον τραπεζικό τομέα μειώθηκε περίπου στο 20% (από σχεδόν 60%). Ως αποτέλεσμα, το ΔΝΤ δεν αναμένεται ουσιαστικά έσοδα από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών.
Δείτε ολόκληρη την έκθεση του ΔΝΤ στη δεξιά στήλη "Σχετικά Αρχεία"