Δια πυρός και σιδήρου η επιστροφή των τραπεζών σε κέρδη

Τετάρτη, 09-Μαρ-2016 16:09

Δια πυρός και σιδήρου η επιστροφή των τραπεζών σε κέρδη

Της Νένας Μαλλιάρα

Με τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων για τη χρήση 2015 της Τράπεζας Πειραιώς σήμερα και της Εθνικής Τράπεζας αύριο, οι τράπεζες κλείνουν ένα κεφάλαιο συνεχών ζημιών από το 2008 και κυνηγούν την επιστροφή τους στην κερδοφορία.

Εν μέσω μεγάλων αντιξοοτήτων, δεδομένης της παράτασης στην εκκρεμότητα της αξιολόγησης σε συνδυασμό με την επιβάρυνση από το προσφυγικό, οι προοπτικές της οικονομίας θα είναι ο αποκλειστικός ρυθμιστής των τελικών επιδόσεων των τραπεζών. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες καλούνται να "υπερβούν" επίσης το διεθνές περιβάλλον ρευστότητας, το οποίο δημιουργεί εκ προοιμίου αρνητικές προοπτικές κερδοφορίας για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Τραπεζικοί κολοσσοί όπως η Deutsche Bank, η Credit Suisse και η Barclays κατέγραψαν ήδη τις μεγαλύτερες απώλειες για το 2015 και κάλεσαν τους μετόχους τους να δείξουν ανοχή και υπομονή για το ότι μειώθηκαν τα μερίσματά τους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωση επιχειρήσεων. Η αντίδραση των μετόχων να οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη πτώση τις ήδη καταβαραθρωμένες μετοχές των τραπεζών, δείχνει ότι δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν καμία πίστωση χρόνου...

Και στα καθ' ημάς, οι μέτοχοι των τραπεζών πιέζουν για επιστροφή στην κερδοφορία φέτος με κάθε τρόπο. Αυτός είναι ο λόγος που όπως διαφάνηκε ήδη από τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων Eurobank και Alpha Bank την προηγούμενη εβδομάδα, στόχος των τραπεζών είναι να απαλλάξουν από κάθε βάρος τη φετινή χρήση, σχηματίζοντας προβλέψεις στο 2015 ακόμη και για τα έκτακτα έξοδα που θα προκύψουν από τις νέες εθελούσιες εξόδους εντός του 2016.

Οι ζημιές και οι προβλέψεις-μαμούθ, που όπως είχε γράψει το Capital.gr, υπολογίζονται κοντά στα 12,5 δισ. ευρώ, θα πρέπει να αντιστραφούν φέτος σε κέρδη και προβλέψεις που δεν θα υπερβαίνουν τα 3,5-4 δισ. ευρώ. Ωστόσο, για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, οι τράπεζες θα πρέπει να λύσουν δύο βασικούς γρίφους, αυτούς των "κόκκινων" δανείων και της αύξησης της ρευστότητας, και παράλληλα να αποκομίσουν έσοδα από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και μείωση του κόστους.

Η επίλυση των δύο γρίφων, στους οποίους έχει εστιαστεί το ενδιαφέρον των ξένων αναλυτών, αποκαλύπτει μέχρι στιγμής τα εξής:

α) Οι τράπεζες περιμένουν ότι στα τέλη του 2016 θα έχουν μειώσει τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε επίπεδα χαμηλότερα του τέλους 2015. Μέσω της ενεργητικής διαχείρισης των "κόκκινων" δανείων σε συνεργασία με τους εξειδικευμένους οίκους των οποίων τη δράση θα προβλέπει το πλαίσιο της ΤτΕ, εκτιμούν ότι θα μπορέσουν να μειώσουν στο 50% τα επισφαλή ανοίγματα που δημιούργησαν εντός του 2015. Και παρά το ότι οι σχετικές συζητήσεις με την ΤτΕ παραμένουν σε εξέλιξη, ευελπιστούν ότι θα μπορούν να μειώνουν εφεξής κατά 10% ετησίως τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε σε 3-4 χρόνια, αυτός να έχει υποχωρήσει στο 15%, δηλαδή σε επίπεδα 2011.

β) Οι τράπεζες ποντάρουν σε σημαντική βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, η οποία θα προέλθει, σε πρώτη φάση, από την επαναφορά του waiver και την ελάφρυνση του haircut των ομολόγων (από το σημερινό 45%) που δέχεται για την παροχή ρευστότητας η ΕΚΤ. Οι κινήσεις αυτές που αναμένονται μετά ή εφόσον υπάρξει ορατότητα για την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θα επιτρέψουν σημαντική σταδιακή απεξάρτηση από τον ακριβό δανεισμό του ELA. 

Παράλληλα, όμως, οι τράπεζες προσδοκούν σε επαναφορά των καταθέσεων και άρση των capital controls. Σύμφωνα με όσα ανέφεραν την προηγούμενη εβδομάδα στους ξένους αναλυτές, εκτιμούν ότι καταθέσεις 7 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να επιστρέψουν φέτος. Πρόκειται ίσως για την πιο αισιόδοξη εκτίμηση που κάνουν οι τραπεζίτες, υποχρεωμένοι να σχεδιάσουν το μέλλον των τραπεζών υπό το κλίμα αυξημένης δυσκολίας που επικρατεί...

Τα αποτελέσματα και οι εκτιμήσεις που αναμένονται σήμερα και αύριο από τις διοικήσεις Πειραιώς και Εθνικής θα αφορούν σε μία ακόμη παράμετρο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τους ιδιώτες μετόχους τους: το πώς και πότε σχεδιάζουν οι δύο τράπεζες να απαλλαγούν από το πρόσθετο βάρος των CoCos με τα οποία βαρύνονται έναντι του Δημοσίου μετά την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση.