Γ. Στουρνάρας: Γιατί επιβάλλεται να περαιωθεί τάχιστα η αξιολόγηση

Δευτέρα, 25-Ιαν-2016 16:24

Γ. Στουρνάρας: Γιατί επιβάλλεται να περαιωθεί τάχιστα η αξιολόγηση

Ακρογωνιαίο λίθο για την επιστροφή στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, αποτελούν η άμεση ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος και η έγκαιρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα.

Μιλώντας σε εκδήλωση με θέμα "Εξελίξεις και Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας", ο κ. Στουρνα΄ρας τόνισε την ανάγκη η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης να περαιωθεί τάχιστα διότι έχουν αυξηθεί οι κίνδυνοι στην διεθνή οικονομία. 

Η πορεία της οικονομικής δραστηριότητας το 2016 συνδέεται άρρηκτα με την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται. 

Ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι, τουλάχιστον το α’ εξάμηνο του 2016, θα παραμείνει σε αρνητικό έδαφος λόγω της μεταφερόμενης αρνητικής επίδρασης (carry-over) από το 2015.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας το β’ εξάμηνο του 2016 είναι η περαιτέρω αποκατάσταση του κλίματος της εμπιστοσύνης, η βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και η περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.

Αποφασιστικής σημασίας η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης 

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος είναι βέβαιο ότι θα έχει πολύ θετική επίπτωση στο κλίμα εμπιστοσύνης. Είναι το κλειδί για την επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, θα οδηγήσει στην επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις ("waiver”) και θα επιτρέψει την πολύ πιο φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ενώ θα καταστήσει δυνατή και τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. 

Αυτό, σε συνδυασμό με την επιτυχή ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα συμβάλλει στην περαιτέρω υποχώρηση του κόστους δανεισμού και θα αυξήσει την πιστοδοτική ικανότητα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, με ευνοϊκές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση και κατ’ επέκταση στο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης είναι αποφασιστικής σημασίας καθώς θα σηματοδοτήσει και την έναρξη των συζητήσεων με τους εταίρους για την ανάληψη δράσεων για την περαιτέρω ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. Οι δράσεις αυτές θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου να διατηρούνται σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Μεταξύ άλλων, αυτό θα έχει ως άμεση συνέπεια τη δυνατότητα κάποιας χαλάρωσης του τελικού δημοσιονομικού στόχου και θα απελευθερώσει πόρους που θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις και θα ενισχύσουν την απασχόληση. Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους θα βελτιώσει το κλίμα εμπιστοσύνης με πολλαπλές θετικές επιδράσεις: νέες επενδύσεις, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.

Οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχουν αυξηθεί

Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης επιβάλλεται να περαιωθεί τάχιστα, όχι μόνο για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, αλλά και διότι έχουν αυξηθεί οι κίνδυνοι στην διεθνή οικονομία. 

Συγκεκριμένα, έχει αυξηθεί η μεταβλητότητα των διεθνών αγορών κεφαλαίου, καθώς και η αποστροφή ανάληψης κινδύνου εξαιτίας της μεγαλύτερης αβεβαιότητας για την πορεία της διεθνούς οικονομίας (ιδιαίτερα της Κίνας και αρκετών αναπτυσσόμενων χώρων), της συνεχιζόμενης πολύ μεγάλης κάμψης στις τιμές του πετρελαίου, που ναι μεν είναι θετική για τις χώρες που εισάγουν πετρέλαιο, ενέχει όμως ορισμένες αποσταθεροποιητικές επιδράσεις για τις τράπεζες που είναι εκτεθειμένες σε στοιχεία ενεργητικού που εξαρτώνται θετικά από την τιμή του πετρελαίου, καθώς και λόγω των συναλλαγματικών εντάσεων που ενδεχομένως προκύψουν από τις αντίθετες πορείες της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, αλλά και από την πορεία της συναλλαγματικής ισοτιμίας του κινεζικού νομίσματος.

Επιπλέον, η έξαρση της τρομοκρατίας, οι διαφοροποιήσεις πολλών κρατών-μελών στην Ευρώπη για το πώς θα αντιμετωπιστεί η προσφυγική κρίση, η απειλή εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ύπαρξη σημαντικών μακροοικονομικών ανισορροπιών μέσα στην ευρωζώνη  -- παρά τη μεγάλη διόρθωση που επετεύχθη τα τελευταία χρόνια κατά κύριο λόγο από τις χώρες-μέλη της περιφέρειας στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, αντίστοιχη μείωση των πλεονασμάτων δεν παρατηρήθηκε στις πλεονασματικές χώρες-μέλη του κέντρου -- αναδεικνύουν ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα που καθιστούν πιο ευάλωτη τη θέση της Ευρωζώνης  και τη δυνατότητά της να αντιμετωπίσει μια αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης. 

Στο πλαίσιο των προαναφερθέντων κινδύνων και αβεβαιοτήτων για την πορεία της διεθνούς οικονομίας, μια ενδεχόμενη αποτυχία στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, καθώς θα οδηγήσει σε υποχώρηση της εμπιστοσύνης, επιδείνωση των χρηματοδοτικών συνθηκών και τελικά σε όξυνση της ύφεσης.

Ξεχωριστά ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι τα προγράμματα προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας από το 2010 και μετά, κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες, παρά τις επιμέρους καθυστερήσεις και αστοχίες. Ωστόσο, υπήρξαν καθυστερήσεις στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα ενίσχυαν την ανάπτυξη. Οι καθυστερήσεις αυτές στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του δημόσιου τομέα και στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, οδήγησαν σε αντίστοιχες καθυστερήσεις στην εμφάνιση των θετικών επιδράσεων στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Έτσι, μόλις στα τέλη του 2014-αρχές 2015 άρχισαν να καταγράφονται οι επιδράσεις αυτές μετά από έξι χρόνια ύφεσης: άνοδος του ΑΕΠ το 2014 κατά 0,7% και θετικοί ρυθμοί ανόδου τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 σε ετήσια βάση. 

Η ανάκαμψη αυτή θα είχε εδραιωθεί και το συνολικό αποτέλεσμα για το 2015 και το 2016 θα ήταν με βεβαιότητα θετικό αν δεν είχε μεσολαβήσει η έξαρση της αβεβαιότητας από τους τελευταίους μήνες του 2014 μέχρι την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας με τους εταίρους στο Συμβούλιο Κορυφής, στις 12 Ιουλίου 2015.