Η "τρίτη εντολή" της Janet Yellen
Παρασκευή, 18-Σεπ-2015 11:16
Του Κώστα Ράπτη
Η αμερικανική κεντρική τράπεζα έχει διπλή εντολή: να διαφυλάσσει τη νομισματική σταθερότητα απέναντι στις πληθωριστικές (ή αποπληθωριστικές) πιέσεις και να διαμορφώνει ένα πλαίσιο κατάλληλο για τη συγκράτηση της ανεργίας. Η αμήχανη απόφαση της νομισματικής επιτροπής της Fed την Πέμπτη, να διατηρήσει αμετάβλητα, παρά τις περί του αντιθέτου προηγούμενες διακηρύξεις, τα επιτόκια, αποκαλύπτει ότι η εντολή διαθέτει και τρίτο σκέλος: την στήριξη του διεθνούς συστήματος –όσο και αν οι κινήσεις της Janet Yellen υπαγορεύονται υποτίθεται αποκλειστικά από την ανάγνωση των οικονομικών δεδομένων.
Η Ιαπωνία των Abenomics, που μόλις υποβαθμίστηκε από την S&P, ή η ευρωζώνη του Mario Draghi, όπου είναι εξαιρετικά πρόωρο να πεί κανείς ότι η "ποσοτική διευκόλυνση” έχει πετύχει τους στόχους τους, προφανώς δεν είναι σε θέση να αναλάβουν αντίστοιχο ρόλο.
Έτσι, στο δίλημμα αν η Fed θα σκεφθεί με κριτήρια αμερικανο-κεντρικά, δίνοντας νέα ώθηση στην άνοδο του δολαρίου, ή πλανητικά, με το νού στραμμένο στους κλυδωνισμούς των αναδυόμενων οικονομιών, η πλάστιγγα έγειρε αποφασιστικά προς την δεύτερη κατεύθυνση.
Η "απολιτική” Fed προφανώς δεν λησμονεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε προεκλογική περίοδο και άρα οφείλει να αποφεύγει "στραβοτιμονιές” με απρόβλεπτες επιπτώσεις για την ίδια την αμερικανική οικονομία. Η καθίζηση των τιμών των εμπορευμάτων, μπορεί προς το παρόν να αρκέσει για την τόνωση της ψυχολογίας του Αμερικανού καταναλωτή και ψηφοφόρου.
Κατά τα λοιπά, η ασιατική κρίση της δεκαετίας του '90 αποτελεί μάθημα, καθώς υιοθετώντας στάση "ιέρακος”, μέχρι όταν ήταν πια αργά, η Fed ενίσχυσε μια κρίση η οποία κάνοντας τον γύρο του κόσμου έφθασε εντέλει στις ακτές του Νέου Κόσμου.
Η παρούσα φάση δεν είναι λιγότερο λεπτή: από την κατάρρευση της Lehmann Brothers μέχρι σήμερα το εξωτερικό χρέος των αναδυόμενων οικονομιών αυξήθηκε κατά 2,8 τρισ. δολάρια, φθάνοντας τα 7,5 τρισ. δολάρια. Οποιαδήποτε "εκτροπή” στη δυνατότητα εξυπηρέτησης αυτού του χρέους θα δημιουργήσει διεθνείς κραδασμούς χωρίς προηγούμενο –όχι μόνο οικονομικούς αλλά και (γεω)πολιτικούς. Ήδη το προηγούμενο του 2013, με την αναταραχή που προκάλεσε το tapering του προκατόχου της Yellen, Ben Bernanke, είναι χαρακτηριστικό.
Τότε οι καθαρές εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες διήρκεσαν 36 μέρες στη σειρά. Φέτος, η αναμονή της συνεδρίασης Σεπτεμβρίου της Fed προκάλεσε κατά το IIF αδιάκοπες εκροές επί 35 μέρες μετά τις 12 Αυγούστου.
Εγχώριες εξελίξεις η Janet Yellen έχει βεβαίως να επικαλεστεί αρκετές, αφού οι πληθωριστικές πιέσεις δεν προβάλλουν στον ορίζοντα (ο στόχος της Fed, υπενθυμίζεται, είναι της τάξης του 2%) ενώ και οι ενθαρρυντικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας είναι επιδεκτικές διπλής αναγνώσεως, καθώς η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό καταγράφει ιστορικό χαμηλό.
Αλλά η καχεξία της αμερικανικής πραγματικής οικονομίας, την ώρα που οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις έχουν τριπλασιασθεί εντός εξαετίας, δεν αποτελούν απλώς ένα παρεπόμενο του "πάρτυ", αλλά εντέλει προϋπόθεσή του. Το γεγονός ότι τα τελευταία δύο χρόνια οι χρηματιστηριακοί δείκτες ενισχύονταν με κάθε ανακοίνωση αρνητικών μακροοικονομικών δεδομένων (εφόσον θεωρούνταν ότι θα ωθούσαν την κεντρική τράπεζα σε συνέχιση των διευκολυντικών πολιτικών) μιλά από μόνο του. Οποιαδήποτε πραγματική τόνωση της απασχόλησης και των μισθών θα δημιουργούσε και πραγματική ανάγκη αύξησης των επιτοκίων, αντί για τον "γρίφο” που αποτελεί πλέον κάθε συνεδρίαση της Fed.
Όμως το wealth effect, δηλ. η πεποίθηση ότι η ανάκαμψη των κεφαλαιαγορών θα "καταστάλαζε” και στην πραγματική οικονομία, δεν επαληθεύτηκε, αφού η αφειδώς παρασχθείσα ρευστότητα (που "κουκούλωσε” αλλά δεν διέγραψε το συσσωρευμένο στα έγκατα του χρηματοπιστωτικού συστήματος χρέος) απλώς τροφοδότησε έναν φαύλο κύκλο επαναγοράς μετοχών και ανόδου των χρηματιστηριακών δεικτών.
Οι επενδύσεις παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (γεγονός που δεν προοιωνίζεται ανάκαμψη με ισχυρά θεμέλια), όπως και η κερδοφορία – ειδάλλως τα αμερικανικά κεφάλαια θα αναζητούσαν ευκαιρίες αξιοποίησης και εκτός Wall Street.
Με αυτή την έννοια, η έκδηλη αμηχανία της διοίκησης της Fed περί του πρακτέου, αποτυπώνει το "μετέωρο βήμα” της πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης που ακολουθήθηκε την προηγούμενη εξαετία και αποκαλύπτει μιαν εξαιρετικά ανησυχητική έλλειψη άλλων διαθέσιμων εργαλείων σε περίπτωση νέου σοκ.