Το δίλημμα της Fed

Πέμπτη, 17-Σεπ-2015 11:15

Το δίλημμα της Fed

Του Κώστα Ράπτη

Οι άνθρωποι των αγορών αισιοδοξούν – ή μήπως παίρνουν απλώς τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα;

Πάντως, στη σχετική έρευνα του Reuters για πρώτη φορά μία μικρή πλειοψηφία των ερωτηθέντων αναλυτών (45 στους 80) εκτιμά, αντίστροφα ακριβώς από ό,τι την προηγούμενη εβδομάδα, ότι η διήμερη συνεδρίαση της νομισματικής επιτροπής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας δεν πρόκειται να καταλήξει σήμερα Πέμπτη σε ανακοίνωση αύξησης των επιτοκίων – για πρώτη φορά μετά από εννέα χρόνια.

Σε άλλους δείκτες, τα ασιατικά χρηματιστήρια σημειώνουν υψηλό τριών εβδομάδων, στη Wall Street ο S&P 500 έκλεισε την Τετάρτη με άνοδο κατά 0,9%, το δολάριο υποχωρεί έναντι των άλλων νομισμάτων, ενώ το πετρέλαιο και τα πολύτιμα μέταλλα ανατιμώνται.

Τα federal-funds futures, που αποτελούν ένα είδος στοιχήματος επί της νομισματικής πολιτικής, καταδείκνυαν ότι οι πιθανότητες αύξησης των επιτοκίων υπολογίζονται στο 21%, έναντι 25% προ μιας εβδομάδος και 45% πριν από έναν μήνα.

Τα "μεγάλα ονόματα” εμφανίζονται διχασμένα. Σε πρόγευμα που του παρέθεσε την Tετάρτη στη νέα Υόρκη η Wall Street Journal ο επικεφαλής της Goldman Sachs, Lloyd Blankfein τόνισε ότι η κεντρική τραπεζίτρια Janet Yellen "δεν θα πρέπει να σκέφτεται” την αύξηση των επιτοκίων, επικαλούμενος "αναιμικές” πληθωριστικές πιέσεις και πρόσθεσε ότι το τέλος της "ποσοτικής χαλάρωσης” και οι φορολογικές αυξήσεις αποτέλεσαν ήδη μια μορφή περιστολής.

Ο καθηγητής και πρώην υπουργός Οικονομικών Larry Summers έχει ήδη αρθρογραφήσει κατά της αύξησης των επιτοκίων στους Financial Times τονίζοντας ότι "η στιγμή δεν είναι κατάλληλη”, ενώ ο μεγαλοεπενδυτής Warren Buffet της Berkshire Hathaway υποστηρίζει ότι τυχόν διαμόρφωση των επιτοκίων σε επίπεδα ανώτερα των ευρωπαϊκών θα πλήξει τις αμερικανικές εξαγωγές. Σε πολλά δημοσιογραφικά κείμενα συναντά κανείς παραλληλισμούς με την ολέθρια απόφαση της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια το 2008 ή με το αλησμόνητο ιστορικό προηγούμενο της Fed το 1937, που παρέτεινε την Μεγάλη Ύφεση.

Από την άλλη, ο Axel Weber πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας και νυν επικεφαλής της UBS υποστηρίζει ότι η αμερικανική οικονομία έχει ανάγκη μεσο-μακροπόθεσμα από μίαν αύξηση των επιτοκίων, ενώ ο ΟΟΣΑ στην τελευταία του έκθεση παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών προτρέπει τη Fed να κάνει το βήμα, αναθεωρώντας τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας από το 2% στο 2,4% για φέτος.

Μια μεμονωμένη αύξηση των επιτοκίων κατά λ.χ. 0,25% δεν είναι το άπαν της ιστορίας: μεγάλη σημασία αποδίδεται από όλους τους ενδιαφερόμενους στο κατά πόσον αυτή θα συνοδεύεται ή όχι από ένα σκεπτικό που θα προοιωνίζεται νέες αυξήσεις στο μέλλον. Κατά τον Mohammed el-Arian της Alianz ενδέχεται να δούμε την "χαλαρότερη περιστολή στην Ιστορία”.

Η αντιφατικότητα των εκτιμήσεων δεν χαρακτηρίζει μόνο τους ειδικούς, αλλά πιθανότατα και την ίδια τη διοίκηση της Fed και ασφαλώς εξηγεί και την μεγάλη μεταβλητότητα στη Wall Street τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Όποιες εξελίξεις και αν επικαλεστεί κανείς (επιβράδυνση στις αναδυόμενες οικονομίες, χρηματιστηριακή αναταραχή στην Κίνα, πτώση της τιμής των εμπορευμάτων), γεγονός παραμένει ότι ο νους των επενδυτών είναι κατεξοχήν στραμμένος στην κεντρική τράπεζα - γεγονός από μόνο ντου ενδεικτικό μιας στρέβλωσης, από την οποία δεν υπάρχει εύκολη έξοδος, εφόσον οι αποτιμήσεις των μετοχών (που έχουν τριπλασιασθεί μετά την κρίση) στηρίζονται ακριβώς στην πολιτική του φθηνού χρήματος και όχι σε διαδικασίες προσφοράς και ζήτησης.

Υπ' αυτή την έννοια, η επίκληση μακροοικονομικών δεδομένων μικρή σημασία έχει, και πάντως δεν παραπέμπει ούτε σε θεαματικές εξελίξεις στην αμερικανική αγορά εργασίας ούτε σε πληθωριστικές πιέσεις που να απειλούν τον στόχο του 2% που έχει θέσει η Fed. Η υποχώρηση της κερδοφορίας και των επενδύσεων υποδηλώνει ότι η καχεξία της πραγματικής οικονομίας όχι απλώς παραμένει, αλλά αποτέλεσε και την προϋπόθεση της ανόδου των μετοχών, καθώς κάθε αντίθετη εξέλιξη θα καθιστούσε την αύξηση των επιτοκίων επιτακτική.

Όσο για τις πολιτικές ποσοτικές χαλάρωσης της ΕΚΤ και της Ιαπωνίας αποδεικνύονται περιορισμένης αποτελεσματικότητας, για να ισχυρισθεί κανείς ότι τα δύο αυτά κέντρα μπορούν να αντικαταστήσουν τη Fed στον ρόλο της τροφοδότησης του διεθνούς συστήματος.

Η διπλή αντίφαση την οποία λοιπόν αντιμετωπίζει η αμερικανική κεντρική τράπεζα αφορά αφενός το κατά πόσον θα ρισκάρει μια θεαματική πτώση των μετοχών ή θα αφήσει το "πάρτυ” που στηρίχθηκε εξολοκλήρου στην αφειδή ρευστότητα να συνεχίζεται και αφετέρου το αν θα σκεφθεί με στενά αμερικανικά ή με παγκόσμια κριτήρια. Και μόνο η προοπτική της νομισματικής περιστολής υπήρξε ως τώρα αρκετή για να τροφοδοτήσει μια στροφή της ροής κεφαλαίων προς την αμερικανική μητρόπολη, στηρίζοντας το δολάριο, επί ζημία των αναδυόμενων οικονομιών. Ωστόσο, η σκέψη ότι τυχόν καταβύθιση της Ασίας προορίζεται, όπως και το 1997, να "γυρίσει και να δαγκώσει” και τις ΗΠΑ δημιουργεί δισταγμούς.