Η "υστέρηση" προβληματίζει τους κεντρικούς τραπεζίτες

Τετάρτη, 27-Μαϊ-2015 11:36

Η "υστέρηση" προβληματίζει τους κεντρικούς τραπεζίτες

Του Κώστα Ράπτη 

Δεν είναι μόνο η ελληνική οικονομία που στοιχειώνει τους ιθύνοντες της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης αλλά και... η ελληνική γλώσσα. Το φανερώνει αυτό η κεντρική θέση που είχε ο όρος hysteresis στο δεύτερο ετήσιο φόρουμ της ΕΚΤ το οποίο διεξήχθη το Σαββατοκύριακο στο θέρετρο Penha Longa κοντά στη Sintra της Πορτογαλίας –όσο και αν το θέμα της Ελλάδας αποσιωπήθηκε.

Σε μια διοργάνωση που προφανώς μιμείται το καθιερωμένο brainstorming της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας στο Jackson Hole κάθε καλοκαίρι, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν με ομολόγους τους, όπως ο υποδιοικητής της Fed, Stanley Fischer και ο διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας Haruhiko Kuroda, καθώς και σημαντικούς οικονομολόγους σχετικά με το ερώτημα της ανάκαμψης και του ρόλου της νομισματικής πολιτικής.

Πολιτικά πρόσωπα δεν ήταν παρόντα, αλλά η κριτική που ασκήθηκε από τους ακαδημαϊκούς ήταν ενδεικτική των προκλήσεων που παραμονεύουν –εξ ού και η επικέντρωση στην hysteresis.

Ο όρος προέρχεται από την φυσική και υποδηλώνει την (καθ)υστέρηση στην ανάκτηση της προηγούμενης κατάστασης ισορροπίας ενός συστήματος μετά από ιδιαιτέρως ισχυρές εξωτερικές παρεμβάσεις. Λ.χ. αν στην άκρη ενός ελάσματος τοποθετηθεί ένα βαρίδι πολύ μεγάλο, το έλασμα θα παραμείνει στραβωμένο ακόμη και όταν το βαρίδι απομακρυνθεί.

Στα οικονομικά, τον όρο εισηγήθηκαν τη δεκαετία του '80 οι Larry Summers (μετέπειτα υπουργός Οικονομικών του Bill Clinton) και Olivier Blanchard (νυν απερχόμενος επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ) και αναφέρεται στην απαξίωση δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού λόγω παρατεταμένης υψηλής ανεργίας, με αποτέλεσμα οι αυξημένες επενδύσεις που απαιτούνται για την επανακατάρτισή του να φρενάρουν την ανάκαμψη, ακόμη και όταν η ζήτηση έχει αποκατασταθεί.

Ήταν αμφότεροι παρόντες στην Sintra, για να απευθύνουν ανησυχητικές προειδοποιήσεις –και τις διαπιστώσεις τους απηχούσαν και άλλοι συμμετέχοντες.

Για τον Blanchard, είναι προφανές ότι η εντολή της ΕΚΤ να ελέγχει τον πληθωρισμό χρειάζεται συμπλήρωση με μία δεύτερη εντολή, κατά το πρότυπο της Fed, ώστε να ελέγχεται η ανεργία, ενώ ο Summers, σε πείσμα των πλέον αισιόδοξων τοποθετήσεων, επέμεινε ότι σε περιόδους μακράς στασιμότητας ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η πρόωρη “ανακήρυξη νίκης” -και τέτοια είναι η περίπτωση της ευρω-περιφέρειας.

Σύμφωνα με τον Jordi Gali του Πανεπιστημίου Pompeu Fabra της Βαρκελώνης η hysteresis πιθανότητα εξηγεί την περιορισμένη αλληλεπίδραση πληθωρισμού και ανεργίας και προοιωνίζει παρατεταμένη περίοδο χαμηλής οικονομικής δραστηριότητας, εκτός και ανά υπάρξουν ισχυρές αντικυκλικές πολιτικές, ενώ κατά τον Tito Boeri του Πανεπιστημίου Bocconi “η ανεργία, ιδίως των νέων, στην Ευρώπη δεν είναι μόνο αφόρητα υψηλή –είναι και αφόρητα διαφορετική μεταξύ των κρατών-μελών”. Άλλωστε, μελέτες της ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι ακόμη και όταν η κυκλική ανάκαμψη ολοκληρωθεί, η ανεργία σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία δεν θα επιστρέψει σε μονοψήφια ποσοστά (την ίδια ώρα που στη Γερμανία καταγράφει ιστορικό χαμηλό).

Ο ίδιος ο Mario Draghi αναγνώρισε ότι η διατήρηση τόσο μεγάλων αποκλίσεων είναι “εκρηκτική” για μία νομισματική ένωση. Επέμεινε, ωστόσο, ότι η απάντηση είναι η μετατροπή της κυκλικής ανάκαμψης σε διαρθρωτική, μέσω της υιοθέτησης μεταρρυθμίσεων και τόνισε ότι η παρούσα φάση (που μεταξύ άλλων χαρακτηρίζεται από σχεδόν μηδενικά επιτόκια) είναι η καταλληλότερη για κάτι τέτοιο. Απάντησε δε στις επικρίσεις ότι η “ποσοτική χαλάρωση” της ΕΚΤ διευρύνει τις ανισότητες, επισημαίνοντας ότι κυριότερη πηγή ανισοτήτων είναι η ανεργία, άρα προέχει “ο χρονισμός και η αξιοπιστία” των μεταρρυθμίσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, είπε, ενώ ορισμένες επιπτώσεις της κρίσης στις επενδύσεις και την απασχόληση αναμένεται να αντιστραφούν, η δυνητική ανάπτυξη πρόκειται να μείνει σε χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα.

Το έμμεσα διατυπωμένο ηθικό δίδαγμα ήταν ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να υποκαταστήσει τους πολιτικούς, για χάρη των οποίων “αγόρασε χρόνο” (υπερβολικά πολύ χρόνο –θα έλεγαν οι θιασώτες της hysteresis). Άλλωστε, ο Mario Draghi υπαινίχθηκε ότι το “παράθυρο ευκαιρίας” της “ποσοτικής χαλάρωσης” δεν μπορεί να μένει ανοιχτό για μεγάλο διάστημα, καθώς τα μηδενικά επιτόκια πλήττουν τους αποταμιευτές, με πρώτους τους συνταξιούχους. 

Ο κεντρικός τραπεζίτης της ευρωζώνης χρειάσθηκε να υπεραμυνθεί και των δημόσιων παρεμβάσεών του, καθώς ο Paul de Grauwe του London School of Economics τόνισε ότι η κεντρική τράπεζα τίθεται εκτός της δημοκρατικής διαδικασίας και διακυβεύει την αποδοχή της όταν συνηγορεί υπέρ της κατάλυσης μέτρων προστασίας (της απασχόλησης) τα οποία “υπάρχουν διότι οι άνθρωποι τα θέλουν”. Ομοίως ο Stanley Fischer παρατήρησε διακριτικά ότι στις ΗΠΑ η Fed δεν αισθάνεται την ανάγκη να τοποθετείται υπέρ των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στέκεται κυρίως στην ανάγκη ενίσχυσης των υποδομών – όμως η χώρα του έχει ήδη εξαιρετικά απορρυθμισμένη αγορά εργασίας και χαμηλή ανεργία.

Κατά τον Draghi, οι κεντρικοί τραπεζίτες έπρατταν καλώς όταν λ.χ. κατά τη δεκαετία του '70 τάσσονταν κατά της αυτόματης τιμαριθμικής προσαρμογής ή κατά της συσσώρευσης ελλειμμάτων, ενώ όλοι αναγνωρίζουν ότι έπραξαν κακώς μένοντας σιωπηλοί απέναντι στην απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Επέμεινε δε ότι η διαρθρωτική διάσταση της αναιμικής ανάπτυξης είναι ισχυρότερη στην Ευρώπη απ' ό,τι στις ΗΠΑ. 

Ίσως, πάλι, η συζήτηση αυτή να στερείται ιδιαίτερου νοήματος, αν κρίνει κανείς από την κοινή ανακοίνωση των Summers, Blanchard και Eugenio Cerutti στην οποία υποστηρίζεται ότι η πρακτική των τελευταίων δεκαετιών να θέτουν οι κεντρικοί τραπεζίτες ρητούς στόχους ως προς τον πληθωρισμό έχει δώσει μιαν εικόνα σταθερότητας ως προς τις πληθωριστικές προσδοκίες, την ίδια ώρα που τα νομισματικά εργαλεία παρέμβασης στην κρίση εξαντλούνται. “Η πίστη στην ικανότητα των κεντρικών τραπεζιτών να εκπληρώνουν τους στόχους τους έχει αυξηθεί, ενώ η πραγματική ικανότητά τους να τους εκπληρώνουν έχει μειωθεί” ανέφεραν χαρακτηριστικά, τονίζοντας την ανάγκη μεγαλύτερης εναρμόνισης της νομισματικής με τη δημοσιονομική πολιτική.

“Στην επόμενη ύφεση θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι με μία νομισματική πολιτική που να δουλεύει και όχι να βασίζεται σε προσευχές” συμπλήρωσε δηκτικά ο επιεκφαλής οικονομολόγος της Citigroup, Willem Buiter.