Τράπεζες: Τι αλλάζει η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο
Τετάρτη, 24-Σεπ-2014 09:22
του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μία τροπολογία που… άργησε δυο χρόνια αναμένεται, εκτός απροόπτου, να κατατεθεί σήμερα στη Βουλή και να δώσει στις τράπεζες ένα «μπόνους» που μπορεί να αποβεί σωτήριο για την μετά stress tests εποχή, αφού μειώνει τις πιθανότητες πραγματοποίησης νέων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου.
Η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο, με την οποία μετατρέπεται σε φορολογική απαίτηση με αποτέλεσμα το δημόσιο να εγγυάται ότι θα αποδώσει στις τράπεζες το μέρος του αναβαλλόμενου φόρου που δεν θα συμψηφιστεί με κέρδη τα επόμενα χρόνια, αποτελούσε υπόσχεση της κυβέρνησης από την εποχή του PSI. Όταν αποφασίστηκε το «κούρεμα» των ελληνικών κρατικών ομολόγων, η τότε κυβέρνηση είχε δεσμευτεί να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη πρακτική - που εφαρμόζεται και στο εξωτερικό - ως κίνηση μετριασμού των αρνητικών επιπτώσεων από τη συμμετοχή των τραπεζών στο PSI.
Να δώσει, δηλαδή, στους πιστωτικούς ομίλους τη δυνατότητα να προσμετρήσουν στα κεφάλαιά τους τον αναβαλλόμενο φόρο, συμψηφίζοντας μέρος των απωλειών του «κουρέματος» με το φόρο που θα έπρεπε να καταβάλλον σε περιπτώσεις μελλοντικής κερδοφορίας. Το όφελος για τις τράπεζες στα επερχόμενα stress tests εκτιμάται στα 3 δισ. ευρώ από την NBG Securities, ενώ ο πρόεδρος του ΣΜΕΧΑ κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης έκανε λόγο για 10 δισ. ευρώ, επικαλούμενος μελέτη της Citi. Σημειώνεται ότι στο σύνολό τους, οι λογιστικοποιημένες φορολογικές απαιτήσεις των «συστημικών» τραπεζών διαμορφώνονται κοντά στα 13 δισ. ευρώ.
Σε σημερινή της έκθεση, η Bank of America Merrill Lynch αναφέρεται στη μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου σε φορολογική απαίτηση, εκτιμώντας ότι θα επηρεάσει κάθε ελληνική τράπεζα κατά 300-500 εκατ. ευρώ στην αξιολόγηση της ΕΚΤ, γεγονός που δεν εκμηδενίζει το ρίσκο των stress tests. Την ίδια ώρα, σημειώνει ο οίκος, παραμένει η αβεβαιότητα αναφορικά με το αν θα προσμετρηθούν οι κινήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης των σχεδίων αναδιάρθρωσης.
Όπως έχει αναφέρει το Capital.gr, οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες έχουν αναγνωρίσει μεταξύ 3,2 δισ. ευρώ και 3,6 δισ. ευρώ αναβαλλόμενου φόρου στους ισολογισμούς τους στο β΄ τρίμηνο του 2014. Η Eurobank έχει τα μεγαλύτερα περιθώρια αναγνώρισης αναβαλλόμενου φόρου αλλά και τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας με σταδιακή ενσωμάτωσης της Βασιλείας ΙΙΙ και του αντίστοιχου δείκτη με πλήρη ενσωμάτωση. Η αναγνώριση του αναβαλλόμενου φόρου ισχύει ακόμα και με την πλήρη ενσωμάτωση του πλαισίου της Βασιλείας III, γεγονός που από μόνο του χαρακτηρίζεται καταλυτικής σημασίας (τα stress tests διενεργούνται με σταδιακή ενσωμάτωση της Βασιλείας ΙΙΙ την περίοδο 2013-16).
Από την πλευρά των τραπεζών εκφράζονται παράπονα ότι η νομοθετική ρύθμιση για την αναγνώριση του αναβαλλόμενου φόρου ως φορολογική απαίτηση καθυστέρησε τόσο πολύ, τη στιγμή, μάλιστα, που σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας υιοθετήθηκε άμεσα.
“Μπορεί τώρα να φαίνεται σαν μία λύση που γίνεται για να περιορίσει τον αντίκτυπο των stress tests, όμως θα έπρεπε να έχει δρομολογηθεί εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια”, δηλώνει στο Capital.gr ανώτερο τραπεζικό στέλεχος. “Είναι δεδομένο ότι μας ικανοποιεί η ρύθμιση γιατί το ίδιο έχει συμβεί σε Ισπανία και Πορτογαλία, όμως στην Ελλάδα όλα γίνονται καθυστερημένα”, προσθέτει.
Όσο για τον αντίκτυπο που θα έχει η εν λόγω ρύθμιση στα αποτελέσματα των stress tests, ο ίδιος σημειώνει με νόημα: “Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι η πανευρωπαϊκή άσκηση θα δημιουργήσει πρόβλημα ή ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι διαχειρίσιμο. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η αβεβαιότητα που προκαλεί η πολιτική αστάθεια και όχι τα stress tests”.
Η τροπολογία είναι δεδομένο ότι ενισχύει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ενόψει των stress tests και μειώνει σημαντικά τον αντίκτυπο στο δυσμενές σενάριο της άσκησης, κάνοντας ορισμένους αναλυτές να μιλούν, ίσως πρόωρα, για περιορισμένες ανάγκες και μικρό ή μηδενικό dilution σε περίπτωση νέων ΑΜΚ.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, το δημόσιο εγγυάται το «όφελος» του συμψηφισμού στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν εμφανίσουν κερδοφορία, ενώ δεν αποκλείεται να αφορά και τις ζημιές που θα εμφανίσουν οι τράπεζες τα επόμενα χρόνια λόγω του «κουρέματος» ή των αναδιαρθρώσεων δανείων. Σε αυτή την περίπτωση το όφελος είναι διπλό, αφού αποκτούν ένα ακόμη κίνητρο να προχωρήσουν ταχύτερα σε ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις και διαγραφές, «καθαρίζοντας» τους ισολογισμούς τους από μεγάλο μέρος των άνω των 75 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων.