ΤτΕ: Θέτει προϋποθέσεις επιστροφής στην ανάπτυξη φέτος

Πέμπτη, 27-Φεβ-2014 13:36

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 16:40

Προϋποθέσεις επιστροφής στην ανάπτυξη φέτος θέτει η έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με έμφαση στην δημοσιονομική προσαρμογή, στις μεταρρυθμίσεις, στην φορολογία και στον έλεγχο δαπανών. Κάνει επίσης λόγο για μικρή μείωση της ανεργίας.

Η  έκθεση καταγράφει την πλήρη ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας αλλά και την μείωση των μισθών με την οποία συνδέθηκε. Καταγράφεται και μικρή επιστροφή καταθέσεων το 2013 έναντι εξόδου κεφαλαίων έως και το 2012. Διαπιστώνει επίσης ελεύθερη πτώση στις τιμές ακινήτων κατά 33,4% (2008- τρίτο τρίμηνο 2013). αλλά και τραγική επιδείνωση φτώχειας μόνο μέσα την πρώτη διετία της κρίσης για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από το 16% στο 32,2%.

Καταγράφει νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές το 2013 ύψους 1,4 δισ. ευρώ αλλά και πλεόνασμα μεγαλύτερο του προϋπολογισμού. Περιγράφει τις τεράστιες επιπτώσεις από τα μέτρα που υπολογίζει σε 73,4 δις ευρώ, με μείωση αποδοχών κατά 23%, των θέσεων μισθωτής απασχόλησης κατά 20,8% και υποχώρηση κατά 51% στην επενδυτική δαπάνη.

Αναλυτικά, στο Δημοσιονομικό πεδίο προβλέπει ότι:

• Το Πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι μεγαλύτερο από 0,4% που αναφέρει ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης,
• Τα συνολικά μέτρα που έχουν ληφθεί από το 2010 έως και το 2013 φτάνουν στα 73,4 δις ευρώ (36,2% του ΑΕΠ).
• Νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές 1,4 δις ευρώ δημιουργήθηκαν το 2013, κυρίως από το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων και τον ΕΟΠΥΥ.

Aνεργία
• Το 1/5ο των ανέργων του 2013 είναι άνεργα από το 2009
• Το 30% των ανέργων επί 4 έτη δεν έχει εργασθεί ποτέ

Η έκθεση αναφέρει για τις επιπτώσεις της κρίσης ότι:

• Καθίζηση των αποδοχών κατά 18,9% την περίοδο 2010- 2013 και κατά 23% στην 5ετία από το 2009 έως το τρίτο τρίμηνο του 2013.
• Το 2013 σημειώθηκε η πιο μεγάλη μείωση αποδοχών κατά 8,1% και το 2014 η μείωση αναμένεται πολύ πιο χαμηλή κατά 1,7%.
• Οι μισθωτοί μειώθηκαν κατά 20,8% και η δαπάνη για αποδοχές πολύ περισσότερο, κατά 34,5%
• Πάνω από 30% υποχώρησε την 3ετία 2010 2013 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
• Την ίδια περίοδο περιορίστηκε και κατά 20,4% το ΑΕΠ συρρίκνωση που όπως αναφέρεται είναι η μεγαλύτερη μεταπολεμικά
• Το 2010-2013 οι δαπάνες για επενδύσεις θα μειωθούν κατά 51%.

Τράπεζες

• Καθαρή Εκροή καταθέσεων 111 δις ευρώ τους 27 πρώτους μήνες της κρίσης (από τον Οκτώβριο του 2009).
• Αυξήθηκε το 2013 το υπόλοιπο των καταθέσεων κατά 3,2% παρά τις μικρές εκροές που παρατηρήθηκαν.

Ακίνητα

Σε ό,τι αφορά την αγορά ακινήτων, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας τονίζει πως το διάστηµα 2010-2013 oι εντεινόµενες πιέσεις στις εµπορικές  αξίες, τις τιµές και τα µισθώµατα τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελµατικών ακινήτων ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της αγοράς ακινήτων, καθώς η σηµαντική υποχώρηση της ζήτησης δηµιούργησε υπερβάλλουσα προσφορά. Η πτώση της ζήτησης µπορεί να αποδοθεί κυρίως στη δραµατική αύξηση της ανεργίας και τη µείωση του διαθέσιµου εισοδήµατος των νοικοκυριών, στην αύξηση της φορολογίας των ακινήτων και την, έως πρόσφατα τουλάχιστον, σηµαντική αστάθεια του φορολογικού πλαισίου, καθώς και στην έλλειψη ρευστότητας µε δεδοµένους τους αυστηρότερους όρους τραπεζικής χρηµατοδότησης. Επιπλέον, οι προσδοκίες για περαιτέρω αποκλιµάκωση των τιµών είχαν και έχουν δυσµενή αντίκτυπο στην ελληνική κτηµαταγορά.

Ο κλάδος των επαγγελµατικών ακινήτων εµφανίζει επίσης δραµατική συρρίκνωση τα τελευταία έτη, µε σηµαντικές πιέσεις για επαναδιαπραγµάτευση και µείωση των ενοικίων, ιδίως σε συνοικιακά εµπορικά ακίνητα, σε αποθηκευτικούς χώρους και σε λιγότερο πλεονεκτικά κτίρια γραφείων. Τόσο οι µισθωτικές όσο και οι αγοραίες αξίες συρρικνώθηκαν περαιτέρω το 2013, µε µέσο ετήσιο ρυθµό  16,3% και -16,9% αντίστοιχα (στοιχεία από την έρευνα κτηµατοµεσιτικών γραφείων).

Αµυδρά σηµάδια σταθεροποίησης καταγράφονται στην αγορά των καταστηµάτων, η οποία έχει υποστεί και τις µεγαλύτερες πιέσεις από την αρχή της τρέχουσας κρίσης. Θετικές προσδοκίες καταγράφονται για τον τοµέα των τουριστικών ακινήτων και της παραθεριστικής κατοικίας, ενώ ορισµένες ενδείξεις κινητοποίησης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων προκύπτουν από τη συµµετοχή τους στο µετοχικό κεφάλαιο ελληνικών Ανωνύµων Εταιριών Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας (ΑΕΕΑΠ)

Η ταχεία ολοκλήρωση των επιµέρους διαδικασιών αξιοποίησης δηµόσιων εκτάσεων και ακινήτων που έχουν δροµολογηθεί (έκταση του πρώην αεροδροµίου του Ελληνικού, περιφερειακά αεροδρόµια και λιµάνια κ.ά.) έχει πολύ µεγάλη σηµασία, καθώς οι εν λόγω συµφωνίες αναµένεται να προσελκύσουν πρόσθετα κεφάλαια και κυρίως να δώσουν το κατάλληλο θετικό µήνυµα προς τους διεθνείς επενδυτές και τις αγορές.

Η προοπτική ανάκαµψης της ελληνικής κτηµαταγοράς εξαρτάται, µεταξύ άλλων, από την περαιτέρω βελτίωση των προσδοκιών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, τη βελτίωση των συνθηκών χρηµατοδότησης από το τραπεζικό σύστηµα, καθώς και από τον περιορισµό της αβεβαιότητας και την ενίσχυση των προοπτικών ανάκαµψης της ελληνικής οικονοµίας. Η φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης έχει επιτείνει την ύφεση στην αγορά ακινήτων και έχει αποθαρρύνει σηµαντικά τη ζήτηση. 

Μάλιστα, η στρέβλωση, η οποία προκαλείται από την ύπαρξη αντικειµενικών αξιών που σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. ακίνητα µεγάλου µεγέθους σε “ακριβές” περιοχές, υποβαθµισµένες περιοχές του κέντρου της Αθήνας κ.ά.) υπερβαίνουν σηµαντικά τις εµπορικές αξίες των ακινήτων, οδηγεί σε τεχνητή υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίαςκαι σε περαιτέρω, µη ορθολογική πλέον, συµπίεση των αξιών.

Φτώχεια, ανισότητα και κοινωνική συνοχή: Τάσεις και προκλήσεις κατά την περίοδο της κρίσης
Η εξέταση των ζητηµάτων της ανισότητας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισµού έχει αυτονόητη σηµασία, η σπουδαιότητά της µάλιστα αυξάνεται σε συγκυρίες όπως η τωρινή, που χαρακτηρίζεται από βαθιά ύφεση και από πρωτόγνωρα υψηλή και παρατεταµένη ανεργία. Τα ευρήµατα των διαθέσιµων συναφών ερευνών µπορούν να βοηθήσουν σηµαντικά στο δηµόσιο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο σχετικά µε τη λήψη µέτρων οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής που είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Επιπλέον, όπως έχουν καταδείξει σχετικές µελέτες, σε περιόδους δηµοσιονοµικής κρίσης και προσαρµογής η στοχευµένη υποστήριξη προς τις πιο αδύναµες κοινωνικές οµάδες, πρώτον, συντελεί στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, που είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη, και, δεύτερον, είναι κρίσιµος παράγοντας για την επιτυχία του ίδιου του προγράµµατος, δηλ. τη µείωση του δηµοσιονοµικού ελλείµµατος και την αποκλιµάκωση του δηµόσιου χρέους.

Όπως προκύπτει από τα διαθέσιµα στοιχεία, όλοι οι δείκτες του κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκαν σηµαντικά για την Ελλάδα κατά τα τρία πρώτα έτη της τρέχουσας κρίσης. Πράγµατι, το ποσοστό της σχετικής φτώχειας αυξήθηκε κατά 3,4 εκατοστιαίες µονάδες ή 17,3% (εισοδήµατα 2008: 19,7%, 2011: 23,1%), το χάσµα της φτώχειας αυξήθηκε κατά 5,8 εκατοστιαίες µονάδες ή 24,1%, ενώ ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισµού αυξήθηκε κατά 7,0 εκατοστιαίες µονάδες ή 25,4%. Ωστόσο, εξαιρετικά πιο δραµατική είναι η επιδείνωση των δεικτών φτώχειας στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης, σε απόλυτους όρους, δηλ. όταν η γραµµή της φτώχειας παραµένει διαχρονικά σταθερή σε όρους πραγµατικής αγοραστικής δύναµης. Πράγµατι, το ποσοστό φτώχειας για το έτος 2010 υπολογιζόµενο µε το κατώφλι φτώχειας του έτους 2005 (60% του διάµεσου εισοδήµατος του 2005 εκφρασµένου σε τιµές του 2010 µε βάση τον Εναρµονισµένο ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή) ήταν 16,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το επόµενο έτος της έρευνας (2011) έφθασε στο 22,9% και για το 2012 στο 32,3%. 

Με άλλα λόγια, στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης και µέσα στα δύο µόλις τελευταία έτη για τα οποία υπάρχουν στοιχεία σχεδόν διπλασιάστηκαν οι διαστάσεις της φτώχειας σε απόλυτους όρους (αύξηση κατά 16 εκατοστιαίες µονάδες ή 98,2%.

Συνοψίζοντας, ο κύριος µηχανισµός διεύρυνσης της φτώχειας στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης είναι η κατακόρυφη αύξηση του αριθµού των ανέργων (από 355 χιλιάδες το γ’τρίµηνο του 2008 σε 1.345 χιλιάδες το γ’ τρίµηνο του 2013) και της διάρκειας της ανεργίας (οι µακροχρόνια άνεργοι αυξήθηκαν από 185,4 χιλιάδες σε 955,6 χιλιάδες αντίστοιχα), σε συνδυασµό µε τα σηµαντικά κενά που παρουσιάζει το δηµόσιο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας στη χώρα µας. Η σύνθεση του φτωχού πληθυσµού και το καταναλωτικό πρότυπο όλων των νοικοκυριών άλλαξαν σηµαντικά, ενώ η απότοµη µείωση του διαθέσιµου εισοδήµατος των νοικοκυριών και τα µέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο της προσπάθειας για δηµοσιονοµική προσαρµογή είναι βέβαιο ότι οδήγησαν σε επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών της οικονοµικής και κοινωνικής ευηµερίας, της εισοδηµατικής ανισότητας και κυρίως της απόλυτης φτώχειας (όπως υπολογίζεται όταν η γραµµή φτώχειας παραµένει σταθερή στα επίπεδα που ήταν πριν από την τρέχουσα κρίση). 

Στη συγκυρία αυτή, είναι προφανές ότι οι παρεµβάσεις πολιτικής θα πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση της αποτελεσµατικότητας των περιορισµένων κοινωνικών δαπανών, δίνοντας προτεραιότητα στην εξάλειψη ακραίων φαινοµένων φτώχειας σε οικογένειες µε παιδιά, χωρίς κανέναν εργαζόµενο, χωρίς επίδοµα ανεργίας ή άλλη εισοδηµατική ενίσχυση και συχνά χωρίς πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση. Ορισµένα πρόσφατα µέτρα εισοδηµατικής στήριξης φαίνεται να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Μεταξύ αυτών είναι η χορήγηση ενιαίου επιδόµατος στήριξης τέκνων µε εισοδηµατικά κριτήρια, η χορήγηση βοηθήµατος ανεργίας αυτοαπασχολουµένων, η διεύρυνση των κριτηρίων επιλεξιµότητας του επιδόµατος µακροχρόνιας ανεργίας (το οποίο εξακολουθεί όµως να αφορά σχετικά µικρό ποσοστό του συνόλου των µακροχρόνια ανέργων), καθώς και η πιλοτική εφαρµογή του ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος, η οποία βρίσκεται ακόµη στο στάδιο της µελέτης.  

Εξελίξεις και προοπτικές της απασχόλησης και της ανεργίας
Το κόστος της ύφεσης σε όρους θέσεων απασχόλησης είναι τεράστιο. Μεταξύ του γ’τριµήνου του 2009 και του γ’τριµήνου του 2013 χάθηκαν 904,2 χιλιάδες θέσεις εργασίας (-19,9%). Ως αποτέλεσµα, το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσµού ηλικίας 20-64 ετών µειώθηκε στο 53,3% το εννεάµηνο του 2013, από 64,4% το εννεάµηνο του 2010 και έναντι 70% που αποτελεί τον ελληνικό στόχο για το 2020 (ο στόχος είναι 75% για την ΕΕ-28 ως σύνολο).
Τα επαγγέλµατα τα οποία επλήγησαν περισσότερο είναι οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι πωλητές, οι χειριστές µηχανηµάτων, αλλά και οι υπάλληλοι γραφείου. Το υψηλό ποσοστό των µακροχρόνια ανέργων γεννά ανησυχίες ότι, όταν θα ξεκινήσει η ανάπτυξη, θα υπάρχει έλλειψη ατόµων µε τις ειδικότητες που απαιτούνται και θα προκληθούν ανοδικές πιέσεις στους µισθούς. Ωστόσο, η ανησυχία αυτή είναι υπερβολική, καθώς η προσφορά εργασίας είναι µεγάλη, όπως φαίνεται τόσο από τον αριθµό των ανέργων όσο και από τον υψηλό αριθµό των µερικώς απασχολουµένων, ακόµη και ειδικευµένων, που θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερες ώρες.

Το 2014 το ποσοστό ανεργίας αναµένεται να υποχωρήσει. Μέσα στο 2014 αναµένεται ελαφρά άνοδος τόσο του αριθµού των µισθωτών στον ιδιωτικό τοµέα όσο και του αριθµού των αυτοαπασχολουµένων. Στην κατεύθυνση αυτή θα συµβάλουν και τα προγράµµατα απασχόλησης και κατάρτισης του ΟΑΕ∆ (πρόσφατα ανακοινώθηκε η εντατικοποίησή τους), τα οποία στην τρέχουσα συγκυρία είναι απαραίτητα, καθώς έχουν στόχο να µην απαξιωθούν οι δεξιότητες όσων δεν εργάζονται.

Τραπεζικές καταθέσεις
Χαρακτηριστικές της κρίσης ήταν οι εκτεταµένες και επαναλαµβανόµενες µηνιαίες εκροές από τις καταθέσεις των µη χρηµατοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Οι εκροές ήταν κυρίως αποτέλεσµα εξάρσεων της αβεβαιότητας, ενώ όποτε ενισχυόταν η εµπιστοσύνη σηµειώνονταν εισροές καταθέσεων. Μέρος των εκροών αντανακλά την υποχώρηση της ζήτησης καταθέσεων σε συνάρτηση µε την πτωτική τάση των ονοµαστικών εισοδηµάτων και του όγκου των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων και στις εγχώριες αγορές χρηµατοπιστωτικών στοιχείων.

Από τους 33 µήνες που παρήλθαν από την εκδήλωση της δηµοσιονοµικής κρίσης (τέλη Οκτωβρίου 2009) µέχρι τον Ιούνιο του 2012, οι 27 χαρακτηρίστηκαν από εκροές καταθέσεων. Σωρευτικά, η καθαρή εκροή από το σύνολο των καταθέσεων1 ανήλθε σε 111 δισ. ευρώ (39% του αρχικού υπολοίπου των καταθέσεων το Σεπτέµβριο του 2009). Η καθαρή εκροή από τις καταθέσεις των µη χρηµατοπιστωτικών επιχειρήσεων ανήλθε σε 20 δισ. ευρώ (52% του αντίστοιχου αρχικού υπολοίπου) και αυτή από τις καταθέσεις των νοικοκυριών σε 69 δισεκ. ευρώ (36%). Όσον αφορά ειδικότερα τις µη χρηµατοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, η καθαρή εκροή από τις καταθέσεις προθεσµίας ανήλθε σε 53 δισεκ. ευρώ ή 39%, ενώ η καθαρή εκροή από τις καταθέσεις µίας ηµέρας ανήλθε σε 35 δισ. ευρώ ή 36%.

Το 2013 καταγράφηκαν και πάλι εκροές καταθέσεων, οι οποίες όµως είχαν πολύ µικρότερο µέγεθος κατά µέσο όρο (600 εκατ. ευρώ µηνιαίως) από ό,τι οι εκροές κατά την περίοδο από την εκδήλωση της κρίσης µέχρι τα µέσα του 2012 (4 δισεκ. ευρώ). Η σύγκριση αυτή επιβεβαιώνει ότι οι εκροές το 2013 δεν οφείλονταν σε εξάρσεις της αβεβαιότητας ―αν εξαιρέσουµε τη µεγάλη εκροή τον Απρίλιο η οποία ήταν επακόλουθο της ανασφάλειας που προκάλεσε η κυπριακή κρίση µε την αποµείωση της αξίας των καταθέσεων στην Κύπρο― αλλά στην πτωτική τάση του ονοµαστικού ΑΕΠ. Πάντως, το υπόλοιπο τόσο των συνολικών καταθέσεων όσο και των καταθέσεων των µη χρηµατοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών παρέµεινε κατά µέσο όρο υψηλότερο το 2013 σε σύγκριση µε το 2012.

Εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα
Σύµφωνα µε στοιχεία τέλους Σεπτεµβρίου 2013, το ενεργητικό των τεσσάρων συστηµικών τραπεζών αποτελούσε το 91,6% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού συστήµατος, έναντι 63,4% το 2009. Εάν συµπεριληφθούν τα υποκαταστήµατα των ξένων τραπεζών, ο αριθµός των πιστωτικών ιδρυµάτων παρουσιάζεται µειωµένος σε 43, από 66 στο τέλος ∆εκεµβρίου 2008.

Σύµφωνα µε στοιχεία τέλους Σεπτεµβρίου 2013, το ενεργητικό των τεσσάρων συστηµικών τραπεζών αποτελούσε το 91,6% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού συστήµατος, έναντι 63,4% το 2009. Εάν συµπεριληφθούν τα υποκαταστήµατα των ξένων τραπεζών, ο αριθµός των πιστωτικών ιδρυµάτων παρουσιάζεται µειωµένος σε 43, από 66 στο τέλος ∆εκεµβρίου 2008.

Οι κυριότερες προκλήσεις που αντιµετωπίζει ο τραπεζικός τοµέας στην πορεία προς την ανάκαµψη της ελληνικής οικονοµίας είναι: 

− η διεύρυνση των πηγών χρηµατοδότησης των τραπεζών
− η διαχείριση των προβληµατικών στοιχείων ενεργητικού (δηλ. των δανείων σε καθυστέρηση και των ρυθµισθέντων δανείων),
− ο επανασχεδιασµός του επιχειρηµατικού υποδείγµατος των τραπεζών ώστε να προσαρµοστεί στις νέες οικονοµικές συνθήκες που διαµορφώνονται,
− η συµβολή του κλάδου στη γενικότερη προσπάθεια ανασυγκρότησης των κλάδων της πραγµατικής  οικονοµίας.

Οι βασικοί άξονες του σχεδιασµού στον τραπεζικό τοµέα πρέπει να επικεντρώνονται:
(α) στον εξορθολογισµό του κόστους λειτουργίας και γενικότερα την εσωτερική δηµιουργία
κεφαλαίου µέσω οργανικής κερδοφορίας,
(β) στην απεµπλοκή από µη αµιγώς τραπεζικές εργασίες,
(γ) στον επανασχεδιασµό των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό,
(δ) στην ενεργό διαχείριση των προβληµατικών στοιχείων ενεργητικού,
(ε) στην παροχή πλήρους φάσµατος τραπεζικών εργασιών και στην ορθή τιµολόγησή τους.

Η Τράπεζα της Ελλάδος θα συνεχίσει να ενεργεί µε γνώµονα τη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού τοµέα, την προστασία των καταθέσεων και τη δηµιουργία µακροχρόνια βιώσιµων πιστωτικών ιδρυµάτων µε ισχυρή κεφαλαιακή βάση. 

Διαβάστε ακόμη:

* Γιατί ο κ.Προβόπουλος βλέπει "μισογεμάτο" το ποτήρι στην κτηματαγορά