Πετσόκομμα επενδύσεων και λαίλαπα φόρων ευθύνονται για την ύφεση

Πέμπτη, 24-Νοε-2011 09:59

Η Ελλάδα θα είχε επιστρέψει στην ανάπτυξη σε 1 χρόνο αν δεν εφαρμοζόταν μία λανθασμένη συνταγή εκτιμά η ΤτΕ στην ενδιάμεση έκθεσή της.

Η έκθεση του διοικητή Γ. Προβόπουλου αναφέρει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ανακάμψει, παρά τα μέτρα, σε 1- 1,5 χρόνο, δηλαδή να έχει ήδη μπει σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης με άλλη πολιτική. Ασκείται έντονη κριτική για την  αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, αναφέροντας ότι «συχνά υπήρξαν καθυστερήσεις, υπαναχωρήσεις, αναβολές, αποδυνάμωση μέτρων και αμφισημίες». Επισημαίνεται ότι η ψήφιση μέτρων τα οποία στη συνέχεια δεν υλοποιούνται ή αναβάλλονται ή αποδυναμώνονται δημιουργεί αβεβαιότητα και αρνητικές προσδοκίες.

Η ΤτΕ φέρει ως παράδειγμα τη δημοσιονομική πολιτική που ασκήθηκε –από το ΠΑΣΟΚ– την περίοδο 1994-1999. Τότε το έλλειμμα μειώθηκε κατά 10% του ΑΕΠ, αυτό  βασίστηκε μεν σε αύξηση των φόρων και μείωση των δαπανών για τόκους, «αλλά δημιουργήθηκαν ιδιαίτερα θετικές προσδοκίες από την προοπτική ένταξης της χώρας στη ζώνη του ευρώ» με αποτέλεσμα ο πραγματικός ρυθμός αύξησης των συνολικών επενδύσεων από 1,5% κατά μέσο όρο την πενταετία 1989-1993 επιταχύνθηκε σε 6,1% την περίοδο 1994-1999, ενώ ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της οικονομίας από 1,2% κατά μέσο όρο την πενταετία 1989-1993 επιταχύνθηκε σε 2,8% την περίοδο 1994-1999.

Γιατί σήμερα δεν έγινε το ίδιο; Για τρείς λόγους λέει η ΤτΕ που επιβάλλουν «αναθεώρηση όχι της κατεύθυνσης, αλλά της διάρθρωσης της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής». Οι  προϋποθέσεις για να έρθει ανάπτυξη σε μία χώρα που εφαρμόζει πολιτική μείωσης ελλειμμάτων είναι:

1. Η αρχική δημοσιονομική θέση πρέπει να είναι ιδιαίτερα δυσμενής (δηλαδή υψηλό έλλειμμα και χρέος). Αυτό … δυστυχώς το πληρούμε ακόμη και σήμερα.

2. Η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να βασίζεται σε μόνιμη, δραστική μείωση των πρωτογενών δαπανών (εξαιρουμένων των δημόσιων επενδύσεων) που να καταλαμβάνει το 70% τουλάχιστο των μέτρων. 

Η ΤτΕ αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα μετά από συνεχή πακέτα πρόσθετων μέτρων έγινε το αντίθετο. Καταγράφει αναλυτικά τα διαδοχικά μέτρα που ελήφθησαν από το 2010 μέχρι σήμερα αποδεικνύοντας ότι το βάρος σήκωσαν οι φόροι και η δραστικότατη περικοπή επενδύσεων.  

Το πρόβλημα είναι ότι τα μέτρα αυτά επιτείνουν την ύφεση και η ύφεση με τη σειρά της μειώνει πάρα πολύ την απόδοσή τους. Η περικοπή επενδύσεων έχει πολλαπλασιαστή 0,8% (περικοπή 100 ευρώ επενδύσεων φέρουν 80 ευρώ μείωση κατανάλωσης) ενώ ο πολλαπλασιαστής των δαπανών είναι μικρότερος στο 0,5% περιορίζοντας τις επιπτώσεις στη ζήτηση και το ΑΕΠ. 

3. Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να είναι συνεκτικό και αξιόπιστο, να καταγράφει λεπτομερώς συγκεκριμένα μέτρα, τους αντίστοιχους ποσοτικούς στόχους και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής και γενικά να διαπνέεται από αποφασιστικότητα ως προς την εφαρμογή του. 

Ωστόσο, ενώ το 1994 οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες πίστεψαν ότι θα υπάρξει φως στην άκρη του τούνελ, ότι θα μειωθούν τα επόμενα χρόνια φόροι και επιτόκια, τώρα αυτό δεν  συμβαίνει. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει καταρρεύσει και μαζί της η κατανάλωση και  η διάθεση για επενδύσεις. 

Σύμφωνα με την ΤτΕ «η ψήφιση μέτρων τα οποία στη συνέχεια δεν υλοποιούνται ή αναβάλλονται ή αποδυναμώνονται δημιουργεί αβεβαιότητα και αρνητικές προσδοκίες». Όπως εξηγεί «αντί για μελλοντική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, οι φορολογούμενοι γνωρίζουν σχεδόν με βεβαιότητα ότι έως το 2015 θα καταβάλλουν υψηλούς φόρους και έκτακτες εισφορές. Επιπλέον, επειδή αμφιβάλλουν αν τα μέτρα περικοπής των δαπανών θα υλοποιηθούν πλήρως, καθώς συχνά αναβάλλονται ή αποδυναμώνονται, συμπεραίνουν ότι ενδεχομένως θα απαιτηθούν και νέα φορολογικά μέτρα».

Ετσι ζητούμενο είναι η «διαμόρφωση ευνοϊκών προσδοκιών στον ιδιωτικό τομέα για μείωση των επιτοκίων και των φόρων στο μέλλον. Οι ευνοϊκές προσδοκίες για χαμηλότερα επιτόκια και φόρους αυξάνουν τις επενδύσεις, καθώς και την παρούσα αξία του διαθέσιμου εισοδήματος, οδηγώντας σε αύξηση της τρέχουσας κατανάλωσης».