"Πιστωτικό γεγονός" κατά την Alpha Bank ένα haircut 50%
Πέμπτη, 13-Οκτ-2011 13:04
Την ανάγκη να διατηρηθεί το haircut του ελληνικού χρέους «σε λογικά επίπεδα» τονίζει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Οικονομικό Δελτίο της.
«Φωνές πλειοδοσίας ότι απαιτείται απομείωση των ομολόγων κατά 50% δεν μπορεί να θεωρηθούν εποικοδομητικές καθώς θα είναι αδύνατον σε αυτό το επίπεδο η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα να θεωρηθεί εθελοντική» αναφέρει, σχολιάζοντας ότι «συνεπώς, κάτι τέτοιο θα συνιστούσε πιστωτικό γεγονός, που σημαίνει με την σειρά του ότι θα άνοιγε ο ασκός του Αιόλου όσον αφορά στις επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην παγκόσμια οικονομία, χωρίς να υπάρχει τρόπος να τιθασευθούν οι δυνάμεις μόλυνσης άλλων επισφαλών οικονομιών της Ευρωζώνης. Σε τελική ανάλυση, κάτι τέτοιο θα απειλήσει αυτή καθαυτή την ύπαρξη του ευρώ».
«Η απομείωση των κρατικών ομολόγων θα πρέπει να παραμείνει σε λογικά επίπεδα εάν θέλουμε να αποφευχθεί μία ανεξέλεγκτη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και να μην κινδυνεύσει με κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα και δημιουργηθεί ντόμινο με θύμα την ευρωπαϊκή οικονομία» προσθέτει η Alpha. «Η ύπαρξη πόρων μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την ανακεφαλαίωση του ελληνικού χρηματοπιστωτικούσυστήματος, ασφαλιστικών ταμείων κλπ. διασφαλίζει μεν την φερεγγυότητα των τραπεζών και τις καταθέσεις των αποταμιευτών. Δημιουργεί, όμως, άλλου είδους παρενέργειες εάν το χρηματοοικονομικό σύστημα εθνικοποιηθεί και η διαχείριση περιέλθει στο κράτος. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση της περιουσίας χιλιάδων μικρομετόχων, αλλά και ιδρυμάτων, ασφαλιστικών ταμείων κτλ. που προσβλέπουν στα μερίσματα είτε για συμπλήρωμα των ήδη πενιχρών συντάξεων είτε για την εκπλήρωση των σκοπών του έργου τους αντιστοίχως».
«Το κράτος δεν διαθέτει καμία εμπειρία και ικανότητα για να διοικήσει μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως είναι οι τράπεζες», σημειώνει μεταξύ άλλων η Alpha. «Οποιαδήποτε ανάληψη εξουσιών από το κράτος δεν πρόκειται να συμβάλει στην άρση των περιοριστικών παραγόντων έλλειψης εμπιστοσύνης και χρηματοδοτικών πόρων που υπάρχουν σήμερα. Μάλλον το αντίστροφο θα γίνει. Ας μην λησμονούμε ότι οι τράπεζες δεν ευθύνονται για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και που οφείλεται αποκλειστικά στην κακοδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Συνεπώς, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής, οι τράπεζες είναι έτοιμες να στηρίξουν και πάλι χρηματοδοτικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και να συμβάλουν στην υλοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων, με χρηστή ταυτόχρονα διαχείριση των αποταμιεύσεών τους».
«Η καθημερινή συζήτηση περί χρεοκοπίας της Ελλάδος είναι σήμερα το κύριο εμπόδιο στην ανάκαμψη και στη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στις αποφάσεις του Ιουλίου 2011, που καλύπτουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της την επόμενη τριετία και προσφέρουν το απαραίτητο πλαίσιο στήριξης για να μπορέσει η χώρα να ορθοποδήσει και να επανέλθει στις αγορές. Οι αποφάσεις αυτές, ήταν αποτέλεσμα επίπονων και χρονοβόρων συζητήσεων και διαπραγματεύσεων, έτσι ώστε να επιμερισθεί το βάρος της χρηματοδοτικής βοήθειας προς την Ελλάδα μεταξύ των εταίρων μας στην Ευρωζώνη και των τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που κατέχουν ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Η συμφωνία που επετεύχθη για την εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο πακέτο χρηματοδότησης προβλέπει μία απομείωση κατά 21% των θέσεων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατέχουν οι οργανισμοί αυτοί, ελληνικοί και ξένοι. Η συμμετοχή αυτή, μέσω της ανανέωσης των ομολόγων που λήγουν τα επόμενα χρόνια με νέα ομόλογα πολύ μεγαλύτερης διάρκειας, προσφέρει χρηματοδοτική ανάσα € 54 δις που διαφορετικά θα έπρεπε να επωμισθούν οι εταίροι μας στην Ευρωζώνη.
Γεγονός είναι ότι λόγω της πτώσης των αποδόσεων των ομολόγων τους τελευταίους μήνες απαιτούνται πλέον πρόσθετοι πόροι για να λειτουργήσει το σύστημα, κυρίως για την προσφορά των εγγυήσεων στους ομολογιούχους, όπως προβλέπει η συμφωνία. Η ανάληψη αυτού του κόστους είναι λογικό να επιμερισθεί μεταξύ του ιδιωτικού τομέα και του EFSF».