Β. Ράπανος: Οι 10 αδυναμίες του δημοσιονομικού μας συστήματος
Πέμπτη, 17-Φεβ-2011 18:07
Στις αδυναμίες του ελληνικού δημοσιονομικού συστήματος και στην οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρθηκε ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Βασίλης Ράπανος, σε ομιλία του σε σημερινή ημερίδα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων με θέμα την «Πολιτική Οικονομία της Ευρωζώνης».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέμα είναι καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της Ευρωζώνης και του ενιαίου νομίσματος» σημείωσε ο κ. Ράπανος αναφερόμενος στο νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης που είναι υπό συζήτηση αυτή την περίοδο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
«Η όλη διαδικασία θυμίζει έντονα τις διαδικασίες για τη δημιουργία του ευρώ και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Και τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν επικράτησαν οι πλέον νηφάλιες και ρεαλιστικές προσεγγίσεις, αλλά μάλλον οι δογματικές απόψεις της Γερμανίας. Δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο, που στη θεωρία ήταν αυστηρό και μάλλον άκαμπτο, αλλά στην πράξη αποδείχτηκε ατελές και ανεπαρκές να αντιμετωπίσει τις πραγματικές ανάγκες της Ευρωζώνης.
Η σημερινή δύσκολη συγκυρία θέτει το πρόβλημα της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης σε μια νέα βάση και ο κίνδυνος είναι να δημιουργηθεί ένα πολύπλοκο πλαίσιο που δεν θα διαθέτει την απαιτούμενη ευελιξία για να αντιμετωπίσει τις πραγματικές ανάγκες των χωρών-μελών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενδυνάμωση της ολοκλήρωσης απαιτεί από τα κράτη-μέλη να εκχωρήσουν κάποιες αρμοδιότητες άσκησης οικονομικής πολιτικής σε Ευρωπαϊκά όργανα και να αποδεχτούν αυστηρότερους ελέγχους σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, τόσο σε βραχυχρόνιο ορίζοντα όσο και μακροχρόνια. Αυτό όμως διαφέρει από το να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο, που βασίζεται στο θεσμικό πλαίσιο και την εμπειρία μιας μόνο χώρας και να ζητηθεί να εφαρμοστεί από όλους», είπε ο πρόεδρος της ΕΤΕ.
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, ο κ. Ράπανος απέδωσε στην «ανυπαρξία θεσμών, οι οποίοι δημιουργούν ελέγχους και αντίβαρα σε μια Δημοκρατία, που θα συντελούσαν στο να είναι το πολιτικό μας σύστημα πιο υπεύθυνο» την αδυναμία της χώρας «να τιθασεύσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και να μειώσει το δημόσιο χρέος της, παρά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ για μακρά χρονική περίοδο».
Οι βασικές αδυναμίες του δημοσιονομικού συστήματος της Ελλάδας, οφείλονται στους εξής βασικούς λόγους, σύμφωνα με τον κ. Ράπανο:
1. Έλλειψη διαφάνειας στον κρατικό προϋπολογισμό και απουσία μηχανισμών ελέγχου της ακρίβειας των στοιχείων.
2. Απουσία μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού, αφού ο προϋπολογισμός συντάσσεται σε ετήσια βάση και μόνο. Αν και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιβάλλει την υποβολή στην Ευρωπαϊκή Ένωση τουλάχιστον τριετών σχεδίων εσόδων και δαπανών, αυτά τα στοιχεία ήταν ενδεικτικά και μόνο και ουδέποτε τηρήθηκαν.
3. Ο προϋπολογισμός δεν συντάσσεται με βάση προγράμματα, αλλά με βάση ανάγκες υπουργείων και φορέων και με βάση τις δαπάνες της προηγούμενης δημοσιονομικής χρήσης.
4. Ο προϋπολογισμός συντάσσεται με βάση προτάσεις εκ των κάτω προς τα άνω και όχι αντίστροφα, όπως γίνεται πλέον σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
5. Η απουσία προγραμμάτων οδηγεί και στο να μην υπάρχουν ουσιαστικοί έλεγχοι για τις δαπάνες, αλλά μόνο έλεγχοι για νομιμότητα και χωρίς έλεγχο για σκοπιμότητα ή αποτελεσματικότητα των δαπανών.
6. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες που δεν έχει αριθμητικούς κανόνες ούτε για τα έσοδα ούτε για τις δαπάνες, πέρα από εκείνους του ΣΣΑ.
7. Τα πληροφοριακά συστήματα παρακολούθησης εκτέλεσης των δαπανών είναι ακόμη πρωτόγονα.
8. Ο ρόλος του Κοινοβουλίου είναι πολύ περιορισμένος και πέρα από την ψήφιση του προϋπολογισμού δεν ασκεί κανένα ουσιαστικό ρόλο στην εκτέλεση του.
9. Η φορολογική διοίκηση λειτουργεί με πρότυπα οργάνωσης που είναι ξεπερασμένα και η φοροδιαφυγή είναι ενδημικό φαινόμενο.
10. Οι προϋπολογισμοί εκτός κεντρικής κυβέρνησης ελάχιστα πληρούν τις σύγχρονες απαιτήσεις λογιστικών προτύπων».
«Είναι αλήθεια ότι μετά την κρίση έχουν ληφθεί μια σειρά από μέτρα που βελτιώνουν την κατάσταση, αλλά οι θεσμικές αδυναμίες και τα θεσμικά κενά συνεχίζουν να είναι σημαντικά» ανέφερε ο ίδιος, ενώ έκανε μνεία και σε ζητήματα φορολογίας: «Η πολυπλοκότητα της φορολογικής νομοθεσίας μας, η αναποτελεσματικότητα του τρόπου φορολογικών ελέγχων, η ξεπερασμένη οργάνωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και απουσία ενός ορθολογικού μηχανισμού κινήτρων και κυρώσεων, έχουν ως συνέπεια η φοροδιαφυγή στη χώρα μας να έχει πάρει ενδημικό χαρακτήρα. Δυστυχώς μέχρι τώρα όλες οι κυβερνήσεις ψηφίζουν σχεδόν κάθε χρόνο και ένα φορολογικό νόμο, αλλά ελάχιστοι νόμοι έχουν ασχοληθεί με τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση της φορολογικής διοίκησης. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι όσο καλή και να είναι μια νομοθεσία, αυτή δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν υπάρχει ικανή και αξιόπιστη φορολογική διοίκηση να την εφαρμόσει. Γι’ αυτό και τα μέτρα που ελήφθησαν πρόσφατα ή είναι υπό ψήφιση και αφορούν τους φορολογικούς ελέγχους, την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης και την αναδιάρθρωση των εφοριών είναι στη σωστή κατεύθυνση. Ίσως για να περιοριστεί η επίδραση των κομμάτων στη λειτουργία της φορολογικής διοίκησης να είναι χρήσιμο να διοριστεί γενικός γραμματέας ή μόνιμος υφυπουργός που θα έχει την ευθύνη λειτουργίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός ή περισσότερων νόμων. Εκείνο που απαιτείται είναι να σχεδιαστεί από την αρχή η λειτουργία της σε σύγχρονη βάση, με την αξιοποίηση της σημαντικής διεθνούς εμπειρίας που πλέον υπάρχει και να γίνει θέμα διακομματικής συναίνεσης. Η αξιόπιστη λειτουργία και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης του κόσμου ότι η εφορία επιτελεί το ρόλο της σωστά και αμερόληπτα θα αποτελέσει ίσως και την αρχή για να περιοριστεί το φαινόμενο της φοροδιαφυγής».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο κ. Ράπανος μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «αν θέλουμε μια Ευρωζώνη με περισσότερο ομοσπονδιακό χαρακτήρα, τότε θα πρέπει να δεχτούμε και μεγαλύτερη εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικά όργανα, τα οποία όμως θα πρέπει να έχουν και δημοκρατική νομιμοποίηση.
Για τη χώρα μας που έχει τεράστιο δημόσιο χρέος και έχει μπει σε περίοδο οικονομικής ύφεσης οι επιλογές είναι περιορισμένες. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών είναι αναγκαία προϋπόθεση για να αποκατασταθεί εμπιστοσύνη στην οικονομία και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Για να γίνουν όμως αυτά θα πρέπει να διασφαλίσουμε τη σταθερή πορεία για μείωση του δημόσιου χρέους και τη δημιουργία σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν αλλάξει ριζικά το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η δημοσιονομική μας πολιτική. Οι αλλαγές αυτές όμως δεν μπορεί να είναι βιώσιμες και αποτελεσματικές αν δεν έχουν τη στήριξη του πολιτικού συστήματος της χώρας και της κοινής γνώμης».
Γκ. Χαρδούβελης: "Ο δρόμος δεν έχει επιστροφή"
Η Ελλάδα πρέπει να πει ναι στις αλλαγές που επιχειρούνται, υπογράμμισε σήμερα ο οικονομικός σύμβουλος του ομίλου Eurobank και καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς κ. Γκίκας Χαρδούβελης μιλώντας στην ημερίδα που οργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία με θέμα "Η Πολιτική Οικονομία στην Ευρωζώνη".
Στην ομιλία του ο κ. Χαρδούβελης αναφέρθηκε στις αρχές που βασίστηκε η δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, στις ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν, στην κρίση που απειλεί την ίδια τη συνοχή της Ε.Ε., ενώ ανέλυσε τις προοπτικές και τις λύσεις που συζητούνται και σκιαγράφησε την μορφή που θα έχει στο μέλλον η ζώνη του ευρώ και η ελληνική οικονομία.
Σημείωσε ότι δρομολογείται μια νέα αρχιτεκτονική στη ζώνη του ευρώ ως αποτέλεσμα της κρίσης επισημαίνοντας ότι "οι πιο αυστηρές δομές της νέας αρχιτεκτονικής στην Ευρωζώνη επιβάλλουν μακροπρόθεσμη πειθαρχία ακόμα και μετά από μια δεκαετία, όταν η Ελλάδα πιθανόν να έχει απεγκλωβιστεί από τους δανειστές της. Συνεπώς η νέα αρχιτεκτονική συνεπάγεται ότι μετά τη σημερινή στροφή στην οικονομική πολιτική, ο δρόμος δεν έχει επιστροφή".
Ο κ. Χαρδούβελης εξήγησε εξάλλου ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μόνον δημοσιονομική. "Είναι και αποτέλεσμα των ανισορροπιών στην ανταγωνιστικότητα, αλλά και άλλων τοπικών προβλημάτων με κυριότερο το πρόβλημα σε πολλές χώρες του χρηματοοικονομικού τομέα".
Για την Ελλάδα επισήμανε ότι η κρίση είναι δημοσιονομική "αλλά πηγάζει και από το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας". Σημείωσε πάντως ότι η Ελλάδα "ευτυχώς έχει ισχυρό χρηματοοικονομικό τομέα και οι ιδιώτες δεν είναι υπέρ-δανεισμένοι".
Για το σχέδιο οριστικής επίλυσης των προβλημάτων που επεξεργάζεται η Ευρωζώνη επισήμανε ότι αυτό θα αφορά τρία μέτωπα. "Ισχυρότερη εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα, πιο συνεκτική δημοσιονομική πολιτική και πολιτικές αύξησης της ανταγωνιστικότητας και ενδυνάμωσης των κοινών πολιτικών στο εργασιακό, το συνταξιοδοτικό ή το φορολογικό".
Όπως σημείωσε, "όλες οι χώρες της Ευρωζώνης αντιλαμβάνονται ότι η διάλυσή της δεν αποτελεί επιλογή: τεράστια κόστη για το εξωτερικό εμπόριο, τη χρηματοδότηση, την πολιτική προοπτική και την ευημερία ολόκληρης της ηπείρου. Συνεπώς, η Ευρωζώνη επεξεργάζεται ένα συνολικό σχέδιο οριστικής επίλυσης του προβλήματος: Ενδυνάμωση της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα, καθώς και ενδυνάμωση της διαδικασίας ενοποίησης με την εναρμόνιση των εθνικών πολιτικών στα πεδία της δημοσιονομικής πολικής και των πολιτικών επαύξησης της ανταγωνιστικότητας, ως απαραίτητων συμπληρωμάτων της κοινής νομισματικής πολιτικής".
Εκτίμησε παράλληλα ότι "η νέα αρχιτεκτονική ωφελεί την Ελλάδα αφού επιβάλλει μακροπρόθεσμη πειθαρχία χωρίς βραχυχρόνιους περιορισμούς σε σχέση με τους ήδη υπάρχοντες".
"Η Ελλάδα χάνει μια δεκαετία ανάπτυξης λόγω της δικής της κρίσης και βρίσκεται στο ξεκίνημα αναδιάρθρωσης της οικονομίας καθώς και αλλαγής κουλτούρας", δήλωσε ο κ. Χαρδούβελης και πρόσθεσε. "Οι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι μεγάλοι αλλά ελέγξιμοι, ενώ η κατανομή του εισοδήματος θα αποτελέσει σημείο αιχμής τα επόμενα χρόνια".
Η ελληνική προοπτική
Μιλώντας ειδικότερα για την ελληνική οικονομία ο κ. Χαρδούβελης σημείωσε τα εξής:
"Στο πρώτο τρίμηνο του 2011 η κρίση εξακολουθεί να επηρεάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Οι προβλέψεις της Τρόικας για τους μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που γίνονται θετικοί από το 2012 και ύστερα, δεν καθησυχάζουν εύκολα τις αγορές. Και αυτό διότι μια απλή αριθμητική με βάση τις προβλέψεις του θετικού σεναρίου της Τρόικας για το ΑΕΠ, τον πληθωρισμό, τα περιθώρια επιτοκίων με τα αντίστοιχα γερμανικά, αλλά και τα σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6% του ΑΕΠ, δείχνει το χρέος να πιάνει το 158% του ΑΕΠ το 2012 και 2013, προτού αρχίσει να μειώνεται σταδιακά ώστε να φτάσει περίπου στο 131% το 2020. Η ισχυρή αμφισβήτηση από τις αγορές αλλά και η οικονομική πραγματικότητα οδηγούν στην ανάγκη πώλησης κρατικής περιουσίας.
Το Πρόγραμμα προβλέπει:
-επάνοδο στο βιοτικό επίπεδο του 2008 το 2017, μια χαμένη δεκαετία
-πληθωρισμό κάτω του 2%, πρέπει όμως να σπάσει η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς
-πρωτογενές ισοζύγιο (-10,1% ΑΕΠ το 2009) από -3,3% ΑΕΠ το 2010 σε 6,0% το 2014, μια τεράστια δηλαδή μεταβολή 2010-2014 ύψους 9,3 π.μ. του ΑΕΠ
-δαπάνες για τόκους από 14,6 δις το 2010 στο 21,3 το 2014, 23,1 το 2020
-πρωτογενείς δαπάνες από 47,9% το 2009 σε 34,4% το 2020, δηλαδή το κράτος μειώνεται από το ήμισυ της οικονομίας στο 1/3.
Το μεγάλο ερώτημα είναι: Πώς θα έρθει η ανάπτυξη όταν το κράτος μειώνεται από το ήμισυ της οικονομίας στο ένα τρίτο; Η απάντηση περιέχει πολλαπλούς παράγοντες:
-Απελευθέρωση πόρων για παραγωγικές δραστηριότητες (εξαγωγές, επενδύσεις),
-Μετατόπιση παραγωγής προς τους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών,
Η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιφέρει:
-Πιο ευέλικτες αγορές προϊόντων και παραγωγικών συντελεστών
-Βελτίωση της ποιότητας των θεσμών (μείωση γραφειοκρατίας, διαφθοράς, αλληλοεπικαλύψεων αρμοδιοτήτων και βραδυπορίας στη λήψη αποφάσεων, κατάργηση πληθώρας άχρηστων ή αντιπαραγωγικών οργανισμών, μείωση σπατάλης)
-Βελτίωση της ποιότητας ζωής (αειφόρος ανάπτυξη, σύγχρονες δομές κράτους, εμπέδωση νέας κουλτούρας υπευθυνότητας και διαγενεακής αλληλεγγύης)
Στις παραπάνω προβλέψεις υπάρχουν σημαντικά ρίσκα, με κυριότερο το πώς θα απεγκλωβιστεί από την ύφεση σύντομα η ελληνική οικονομία. Απαιτείται αύξηση εξαγωγών, σταθεροποίηση οικονομικού κλίματος, φραγμός στην πτώση επενδύσεων, επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης.
Δεύτερο ρίσκο αποτελεί η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Απαιτείται συνέχιση στήριξης από την ΕΚΤ (δάνεια € 95 δις), άνοιγμα της διατραπεζικής αγοράς, ενίσχυση Αγροτικής Τράπεζας.
Τρίτο ρίσκο είναι αν θα αυξήσουν το δυνητικό προϊόν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι Ζόνζηλος (2010) και Buis & Duval (2011) εκτιμούν αύξηση ΑΕΠ 17%. Τέταρτο ρίσκο είναι αν θα μπορέσει να μειωθεί το υπέρογκο το ύψος του ονομαστικού χρέους με άλλους τρόπους. Η συζήτηση για άντληση €50 δις από αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας ξεκίνησε. Το EFSF ίσως αγοράσει μικρό τμήμα του χρέους σε τιμές αγοράς. Η επιμήκυνση δεν είναι αδιανόητη, αλλά θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν λύνει το πρόβλημα. Τέλος ένα πέμπτο μεγάλο ρίσκο είναι αν θα μπορέσει η χώρα να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6% για πολύ καιρό. Η μεγαλύτερη αυστηρότητα στην Ευρωζώνη που σήμερα συζητείται θα βοηθήσει σ’ αυτόν τον τομέα.
Ένα παραγνωρισμένο χαρακτηριστικό της προσπάθειας προσαρμογής είναι η συμπίεση της μεσαίας τάξης. Η κατανομή του εισοδήματος στη χώρα είναι πιθανόν να επιδεινωθεί τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του Προγράμματος Σταθεροποίησης: συγκράτηση πραγματικού κόστους εργασίας, ανεργία, αύξηση αποδόσεων επί των κεφαλαίων για την προσέλκυση επενδύσεων, μείωση κατανάλωσης για αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων. Εφόσον όμως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξήσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας, η ευημερία των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων θα αυξηθεί, έστω κι αν ταυτόχρονα αυξάνεται η απόστασή τους από τις ανώτερες για κάποιο χρονικό διάστημα. Είναι αναπόφευκτο να σημειωθούν ανακατατάξεις στη διάρθρωση των κοινωνικών τάξεων: θα χάσουν έδαφος οι δραστηριότητες οι οποίες συναρτώνται με την εξυπηρέτηση της εγχώριας αγοράς και τον δημόσιο τομέα (δημόσιες υπηρεσίες, δημόσια έργα) και θα ανέλθουν όσες αφορούν εξωστρεφείς δραστηριότητες. Και πάλι όμως οι επιπτώσεις στην κατανομή του εισοδήματος θα πρέπει να συγκριθούν με την περίπτωση έξωσης από την Ευρωζώνη: μείωση του μακροχρόνιου δυνητικού προϊόντος της οικονομίας, αδυναμία πληρωμής ικανοποιητικών μισθών και συντάξεων από το δημόσιο, απώλεια αγοραστικής δύναμης από τις υποτιμήσεις και τον πληθωρισμό, μεγαλύτερες επιπτώσεις για τους φτωχότερους πολίτες.
Η νέα αρχιτεκτονική στοχεύει στην καλύτερη συνοχή της Ευρωζώνης και στο να γίνουν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης πιο ανταγωνιστικές έναντι τρίτων χωρών (δεν αποτελεί παίγνιο μηδενικού αποτελέσματος). Η νέα αρχιτεκτονική δεν επιβάλλει περαιτέρω περιορισμούς στη χώρα μας επειδή η Ελλάδα αναγκάζεται από τη δική της κρίση να λύσει τα διαθρωτικά της προβλήματα και να γίνει πιο ανταγωνιστική. Η πειθαρχία που επιβάλουν οι δανειστές στην Ελλάδα είναι πιο αυστηρή από τους νέους κανόνες στην Ευρωζώνη. Συνεπώς η Ελλάδα πρέπει να πει ΝΑΙ στις αλλαγές που επιχειρούνται. Οι πιο αυστηρές δομές της νέας αρχιτεκτονικής στην Ευρωζώνη επιβάλλουν μακροπρόθεσμη πειθαρχία ακόμα και μετά από μια δεκαετία, όταν η Ελλάδα πιθανόν να έχει απεγκλωβιστεί από τους δανειστές της. Συνεπώς η νέα αρχιτεκτονική συνεπάγεται ότι μετά τη σημερινή στροφή στην οικονομική πολιτική, ο δρόμος δεν έχει επιστροφή".