Ηλιάδης: Μόνη επιλογή η τήρηση των δεσμεύσεων

Πέμπτη, 10-Φεβ-2011 19:31

Την ανάγκη τήρησης των δεσμεύσεων που απορρέουν από το Μνημόνιο υπογράμμισε ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου κ. Ανδρέας Ηλιάδης κατά την ομιλία του σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε σήμερα το απόγευμα στη Λευκωσία, από το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και τον Όμιλο Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας, με θέμα "Το Ελληνικό και το Κυπριακό Τραπεζικό Σύστημα μπροστά στην Οικονομική Κρίση".

"Το περιβάλλον είναι δύσκολο, η εμπιστοσύνη έχει χαθεί και απαιτείται όπως όλες οι ενέργειες εστιάζουν στη βελτίωση των παραμέτρων, έτσι ώστε να ανακτηθεί  η χαμένη εμπιστοσύνη", σημείωσε ο κ. Ηλιάδης και πρόσθεσε: "Η Ελλάδα έχει τεθεί κάτω από το μικροσκόπιο  των αγορών και της τρόικας και θα πρέπει από τη μια μεριά να τηρηθούν οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει με βάση το Μνημόνιο για βελτίωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, ενώ από την άλλη, απαιτείται και σειρά άλλων μέτρων, για δημιουργία των προϋποθέσεων αναπτυξιακής προοπτικής".

Επισήμανε παράλληλα ότι η δημοσιονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Ο κ. Ηλιάδης ανέφερε ως δυσμενείς παράγοντες το πολύ ψηλό δημόσιο χρέος για τα τελευταία 20 χρόνια τουλάχιστον, το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα διαχρονικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας και το χαμηλό επίπεδο αποταμίευσης με ψηλή ιδιωτική κατανάλωση που τροφοδοτείτο από δανεισμό.

"Τα διαρθρωτικά  προβλήματα της χώρας σε συνδυασμό  με την άσχημη κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, έθεσαν το ελληνικό κράτος και την ελληνική οικονομία υπό  παγκόσμια αμφισβήτηση. Ως αποτέλεσμα, όλοι γίναμε μάρτυρες των απανωτών υποβαθμίσεων της χώρας από τους διεθνείς πιστοληπτικούς οίκους και τις επιθετικές διαθέσεις των αγορών", σημείωσε.

Υπογράμμισε παράλληλα ότι "αντίθετα με το κράτος, το ελληνικό τραπεζικό  σύστημα λειτουργούσε μέσα σε υγιείς συνθήκες".

Όπως σημείωσε "οι ευκαιρίες ανάπτυξης στην εγχώρια αγορά, στα  Βαλκάνια και τη γειτονική Τουρκία, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της κερδοφορίας σε υγιή βάση και τη μη ανάληψη αυξημένων κινδύνων με επενδύσεις σε τοξικά προϊόντα. Η ανάπτυξη αυτή βασίστηκε κυρίως σε χρηματοδότηση από πελατειακές καταθέσεις, ενώ η χρηματοδότηση από τις αγορές χρήματος διατηρήθηκε σε λογικά επίπεδα".

"Οι τράπεζες διατηρούσαν ψηλή κεφαλαιακή θέση και  απολάμβαναν ψηλές αποδόσεις  σε κεφάλαια και ενεργητικό. Όμως η έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών προς το ελληνικό κράτος επηρέασε αναπόφευκτα και τον τραπεζικό τομέα. Οι διεθνείς πιστοληπτικοί οίκοι, προέβησαν  σε σημαντικές υποβαθμίσεις και των  ελληνικών τραπεζών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του κόστους  δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές και τη διατραπεζική αγορά σε απαγορευτικά επίπεδα, ενώ παράλληλα αύξησε και το κόστος των πελατειακών καταθέσεων".

"Η αύξηση του  κόστους δανεισμού σε συνδυασμό  με τη συρρίκνωση του δανεισμού και  την αύξηση των επισφαλών χρεών, λόγω του αρνητικού οικονομικού κλίματος, είχε άμεση επίδραση στην κερδοφορία του τομέα".

"Παρά τους έντονους κραδασμούς που δέχθηκε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, έδειξε ότι έχει αντοχές και αυτό οφείλεται στην υγιή του υποδομή", υπογράμμισε ο κ. Ηλιάδης.

"Ελεγχόμενη η κατάσταση στην Κύπρο"

Ο κ. Ηλιάδης σημείωσε παράλληλα ότι στην Κύπρο η οικονομική κατάσταση είναι ακόμα ελεγχόμενη, ενώ ανέφερε τα δημόσια οικονομικά και τη διαχείρισή τους στα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κυπριακή οικονομία.

"Το δημόσιο χρέος αν και πολύ χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας και πολλών άλλων χωρών, τα τελευταία δύο χρόνια αυξήθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες και συνεχίζει να αυξάνεται. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τροφοδοτείται από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και όχι από παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες σε βάθος χρόνου θα απέφεραν έσοδα", σημείωσε.

Αναφέρθηκε επίσης στις προειδοποιήσεις των πιστοληπτικών οίκων για την οικονομία της Κύπρου, με τους ξένους οίκους να εστιάζουν κυρίως στις δημόσιες δαπάνες και το συνταξιοδοτικό, στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και στο μέγεθος του τραπεζικού τομέα.

Για τις δημόσιες δαπάνες και το συνταξιοδοτικό σημείωσε ότι "τα ερωτήματα τίθενται όχι τόσο για το σήμερα, αλλά περισσότερο για τη δυνατότητα διαχείρισής τους τα επόμενα χρόνια.  Οι αμφιβολίες για το μέλλον φαίνεται να πηγάζουν, αφενός μεν από τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους (κατά 13% σε δύο χρόνια) αφετέρου δε, από την ανεπαρκή λήψη μέτρων για διαχείριση των παραμέτρων αυτών στο μέλλον".

Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ο κ. Ηλιάδης επισήμανε ότι "σε διεθνές επίπεδο κατείχε την 34η  θέση το 2009 και υποβαθμίστηκε στην 40η το 2010.  Οι ανησυχίες  των πιστοληπτικών οίκων και πάλι δεν εστιάζουν στο παρόν, αλλά αμφισβητούν την ικανότητα της Κύπρου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της  μέσα στο ραγδαία εξελισσόμενο περιβάλλον μας".

Σε ό,τι αφορά το μέγεθος του τραπεζικού τομέα και την έκθεσή του στις δύσκολες μακροοικονομικές συνθήκες της Ελλάδας ο κ. Ηλιάδης επισήμανε ότι ο τραπεζικός κλάδος είναι  σχετικά μεγάλος λόγω της θέσης της Κύπρου ως διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο. 

"Θεωρώ ότι  ο τραπεζικός τομέας και ο τομέας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ευρύτερα, υπήρξαν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης", πρόσθεσε. "Η οικονομική ευημερία στην Κύπρο θα ήταν σε πολύ διαφορετικό επίπεδο αν ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είχε την ανάπτυξη που γνωρίσαμε και θα ήταν μεγάλος λάθος, να επιδιώξει κανείς συρρίκνωση του μεγέθους του.  Αντίθετα, στόχος θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της Κύπρου ως διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο.  Μέσα από την επιτυχία αυτού του στόχου θα μπορέσει να βελτιωθεί ακόμα πιο πολύ το βιοτικό επίπεδο στην Κύπρο.  Να σημειώσουμε ότι είναι ίσως ο μοναδικός τομέας που συνεχίζει να αυξάνει τη συνεισφορά του στο ΑΕΠ αδιάλειπτα, από 6,2% το 2003 σε 8,6%  το 2009, ενώ παρουσιάζει παράλληλα και εξαιρετικές επιδόσεις σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά την ανταγωνιστικότητά του.  Το 2010 βελτίωσε τη θέση του στην 15η (από 18η το 2009) σε σχέση με τη συνολική οικονομία που υποβαθμίστηκε στην 40η θέση από την 34η το 2009.  

Μία οικονομία που θέλει να στοχεύει σε ψηλότερες επιδόσεις, θα πρέπει να ενισχύσει περισσότερο τους τομείς που είναι ανταγωνιστικοί και στους οποίους μπορεί να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, λόγω των διεθνών συσχετισμών.  

Σίγουρα ο  προβληματισμός των πιστοληπτικών  οίκων δεν εστιάζει σε αυτό καθαυτό  το μέγεθος του τραπεζικού τομέα, ούτε στην αδιαμφισβήτητη ευρωστία του συστήματος, αλλά στη δυνατότητα του κράτους να στηρίξει τον τομέα σε περίπτωση απρόβλεπτων αρνητικών εξελίξεων. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι η αυστηρή εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα και η συνετή διαχείριση των κινδύνων από το τραπεζικό σύστημα, συνέτειναν ώστε να διατηρηθούν ισχυρές και υγιείς όλες οι υποδομές του συστήματος.  Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρω ότι τα ρευστά διαθέσιμα της Τράπεζας Κύπρου σήμερα ξεπερνούν τα €13 δισ και αποτελούν το 40% περίπου της καταθετικής της βάσης, που είναι και η  μόνη πηγή άντλησης ρευστότητας.  Ως αποτέλεσμα, η Τράπεζα Κύπρου δεν έχει εξάρτηση από τις αγορές, την ΕΚΤ ή το κράτος.

Όσον αφορά  την έκθεση στην Ελληνική αγορά, είναι  λογικό, το τραπεζικό σύστημα να έχει επεκταθεί στην Ελλάδα, γιατί αποτελεί τον πρώτο φυσικό προορισμό ανάπτυξης μετά την Κύπρο.  Η ανάπτυξή του όμως στον ελληνικό χώρο δεν έγινε αλόγιστα, αλλά ακολούθησε και ακολουθεί το πλαίσιο που καθορίζουν οι Εποπτικές Αρχές και γίνεται με προσεκτικά βήματα.  Γι΄αυτό και η Τράπεζα Κύπρου συνεχίζει σταθερά την πορεία της και παρέμεινε επικερδής ακόμα και τα τρία παρελθόντα χρόνια της οικονομικής κρίσης, διαχειριζόμενη αποτελεσματικά το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον που προέκυψε. 

Θεωρώ ότι η συνεχής προσπάθεια για ενίσχυση της αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος αποτελεί μονόδρομο και μέσα στο πλαίσιο αυτό εργαζόμαστε καθημερινά, ώστε να διασφαλίσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών.  Πιστεύω ότι το πετυχαίνουμε.  Είναι απαραίτητο όμως να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη των αγορών και στο κράτος, όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για το μέλλον, αφού όπως μας δίδαξε η πρόσφατη εμπειρία, η αλληλεξάρτηση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος είναι μεγάλη.  Ανεξάρτητα από το αν πιστεύουμε τους πιστοληπτικούς οίκους ή όχι, οι διεθνείς αγορές και οι θεσμικοί επενδυτές βασίζονται σε αυτούς και οφείλουμε να τους λαμβάνουμε υπόψη και να συμπεριφερθούμε ανάλογα.

Η Κύπρος λόγω του μικρού μεγέθους της δεν έχει την δυνατότητα να επηρεάζει την  πορεία των αλλαγών που συντελούνται γύρω μας.    Οφείλει όμως να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να ενεργεί έτσι ώστε η θέση της να ενισχύεται.  Αυτό ισχύει όχι μόνο για το πώς μας βλέπουν οι αγορές ώστε να κρατήσουμε ψηλά την εμπιστοσύνη που μας περιβάλλει, αλλά ισχύει ακόμη και για την αξιοποίηση των ευκαιριών που μπορεί να δημιουργούνται.

Οι οικονομικές  και γεωπολιτικές αλλαγές που  συντελούνται αλλάζουν τον κόσμο  γύρω μας και αναμένεται ότι τις επόμενες δεκαετίες θα είναι τελείως διαφορετικός από τον κόσμο που γνωρίζαμε τις προηγούμενες δεκαετίες.  Επειδή δεν μπορούμε εμείς να επηρεάσουμε τις παγκόσμιες εξελίξεις, θα πρέπει να εκτιμήσουμε σωστά την κατεύθυνση των αλλαγών και να χαράξουμε την πορεία μας, ώστε να αξιοποιήσουμε  τα νέα δεδομένα.

Κατά την  άποψή μου, ιστορικά, βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής και σε μας εναπόκειται να αξιοποιήσουμε τους νέους ορίζοντες που ανοίγονται μπροστά μας.  

Προς την  κατεύθυνση αυτή, ο χρηματοπιστωτικός  τομέας έχει πρωτεύοντα ρόλο και είναι  σημαντικό το γεγονός ότι η  Κύπρος διαθέτει και ισχυρό και αποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα το οποίο αποτελεί πλεονέκτημα για την κυπριακή οικονομία και αναπόσπαστο στοιχείο για την πορεία της.  Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα που προσφέρει στην Κύπρο η πολύ ψηλή ανταγωνιστικότητα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της και όλων των υπηρεσιών γύρω από τον τομέα αυτό.

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας απέδειξε πως μπορεί ν’ ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπως επίσης και ότι οι Εποπτικές Αρχές κατάφεραν να προπορεύονται του τομέα και να κρατούν αυστηρά σωστούς κανόνες για τη λειτουργία του.

Για κανένα δεν  ήταν εύκολη η τριετία αυτή.  Οι δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε ήταν πολύ μεγάλες.  Αυτή τη δοκιμασία το τραπεζικό σύστημα την πέρασε μέχρι σήμερα με επιτυχία.  Πρέπει όμως να βεβαιωθούμε ότι η εμπιστοσύνη θα κρατηθεί ψηλά τόσο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και για την Κυπριακή οικονομία, τόσο για το σήμερα όσο και για το αύριο".