Ενδιάμεση έκθεση ΤτΕ: Μια αισιόδοξη ματιά
Τετάρτη, 24-Δεκ-2025 00:03
Σε πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι η ΤτΕ είναι πιο αισιόδοξη. Σε αρκετά μεγέθη, πράγματι, οι προβλέψεις της εμφανίζονται υψηλότερες από τις κυβερνητικές, ιδίως για τα έτη μετά το 2026. Αυτή όμως η εικόνα είναι παραπλανητική αν διαβαστεί αποσπασματικά. Η κυβέρνηση δεν εμφανίζεται πιο "σφιχτή" επειδή αμφιβάλλει για τη δυναμική της οικονομίας. Εμφανίζεται πιο συντηρητική επειδή επιλέγει να είναι.
Στον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό 2026-2029, το 2026 αντιμετωπίζεται ως το τελευταίο έτος ισχυρής ώθησης. Η ανάπτυξη είναι υψηλότερη, με αιχμή τις επενδύσεις, και στη συνέχεια ακολουθεί μια καθαρή, σταδιακή επιβράδυνση. Οι ρυθμοί μειώνονται, όχι επειδή "τελειώνει" η οικονομία, αλλά επειδή τελειώνει μια συγκεκριμένη πηγή τροφοδότησης, το Ταμείο Ανάκαμψης. Η κυβερνητική προσέγγιση ενσωματώνει από νωρίς το τέλος αυτής της περιόδου και δεν προεξοφλεί αυτόματη αντικατάστασή της από ιδιωτικά κεφάλαια.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, από την άλλη πλευρά, επιλέγει μια διαφορετική οπτική του ίδιου κρίσιμου σημείου. Δεν προεξοφλεί κορύφωση το 2026. Προτιμά χαμηλότερη εκκίνηση και μεγαλύτερη αντοχή το 2027 και το 2028. Η απόφασή της να μην επεκτείνει ρητά τις προβλέψεις έως το 2029 δεν είναι τεχνική αδυναμία. Είναι συνειδητή επιλογή. Από ένα σημείο και μετά, υποδηλώνει καθαρά πως η πορεία της οικονομίας εξαρτάται λιγότερο από μακροοικονομικές αδράνειες και περισσότερο από πολιτικές αποφάσεις, ευρωπαϊκούς κανόνες και εξωτερικούς κινδύνους που δεν "κλειδώνουν" εύκολα σε πίνακες.
Η πρώτη ουσιαστική διαφορά, λοιπόν, δεν είναι το ύψος της ανάπτυξης, αλλά ο τρόπος με τον οποίο κατανέμεται στον χρόνο. Η κυβέρνηση "φορτώνει" το αποτέλεσμα μπροστά και χαμηλώνει τον πήχη νωρίς. Η Τράπεζα της Ελλάδος απλώνει τη διαδρομή, αλλά αποφεύγει να την επεκτείνει πέρα από το σημείο όπου η αβεβαιότητα αυξάνεται ποιοτικά.
Αυτό συνδέεται άμεσα με το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα. Τις επενδύσεις. Και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν τον ρόλο τους ως βασικό μοχλό μεγέθυνσης. Διαφέρουν όμως στον βαθμό εμπιστοσύνης που δείχνουν στη μετα-RRF εποχή. Η κυβερνητική εκδοχή είναι πιο επιφυλακτική. Δεν προεξοφλεί ότι οι επενδύσεις θα συνεχίσουν με την ίδια ένταση μόλις αποσυρθεί η ευρωπαϊκή στήριξη. Η Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να αγνοεί τον κίνδυνο, εμφανίζεται λιγότερο απόλυτη. Βλέπει επιβράδυνση, όχι όμως κατάρρευση. Η διαφορά αυτή δεν είναι τεχνική. Είναι επιλογή στάσης απέναντι στο ρίσκο.
Η τρίτη απόκλιση αφορά την ιδιωτική κατανάλωση. Στο κυβερνητικό σενάριο, η συμβολή της είναι περιορισμένη και φθίνουσα. Η ανάπτυξη θεωρείται πως θα προκύψει κυρίως από επενδύσεις και εξαγωγές. Η Τράπεζα της Ελλάδος αντιμετωπίζει την κατανάλωση ως σταθεροποιητικό παράγοντα, ιδίως σε μια περίοδο όπου οι επενδύσεις χάνουν ένταση. Αυτή η διαφορά κρύβει ένα σαφές πολιτικό υπονοούμενο. Αν τα πραγματικά εισοδήματα πιεστούν, το κυβερνητικό σενάριο γίνεται πιο εύθραυστο. Αν διατηρηθούν, το σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος γίνεται πιο ρεαλιστικό.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, η κυβέρνηση κρατά μια πιο "καθαρή" εικόνα. Τον τοποθετεί κοντά στο 2% σε όλη την περίοδο, επιλέγοντας να μην ενσωματώσει αιχμές. Η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει το αντίθετο. Ενσωματώνει ρητά την επίδραση του ETS-2 σε νοικοκυριά/μεταφορές/ενέργεια και δείχνει άνοδο το 2028. Το μήνυμα είναι σαφές. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού δεν είναι γραμμική και δεν εξαρτάται μόνο από τις αγορές, αλλά και από ρυθμιστικές επιλογές που έχουν ήδη ληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το ίδιο ρεαλιστική είναι και η προσέγγιση της Τράπεζας της Ελλάδος στο εξωτερικό ισοζύγιο. Η έντονη επενδυτική δραστηριότητα αυξάνει τις εισαγωγές και περιορίζει τη θετική συμβολή του εξωτερικού τομέα. Η κυβέρνηση εμφανίζεται πιο αισιόδοξη ως προς τη διατηρησιμότητα των εξαγωγών. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπενθυμίζει ότι η εξωστρέφεια δεν είναι αυτονόητη. Εξαρτάται από κόστος, τιμές και ανταγωνιστικότητα.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η πιο κρίσιμη προειδοποίηση της έκθεσης. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι αυξήσεις μισθών χωρίς αντίστοιχη αύξηση παραγωγικότητας υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα. Δεν το λέει για να αμφισβητήσει τις αυξήσεις. Το λέει για να υπενθυμίσει ότι κάθε πολιτική επιλογή έχει πάντα δύο "κύματα" συνεπειών.
Στο δημοσιονομικό σκέλος, η σύγκλιση είναι μεγαλύτερη απ’ όσο φαίνεται. Η κυβέρνηση προβλέπει διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους έως το 2029. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν τα αμφισβητεί, αλλά αποφεύγει να τα προεκτιμήσει χρονικά. Με τους νέους ευρωπαϊκούς κανόνες, ο χώρος για λάθη στενεύει και η ανάγκη ακρίβειας αυξάνεται.
Το τελικό συμπέρασμα δεν είναι ότι κάποιος "λέει μικρότερα νούμερα" και κάποιος "μεγαλύτερα". Είναι ότι η κυβέρνηση επιλέγει συντηρητικές προβλέψεις για να διαχειριστεί θεσμικό και πολιτικό ρίσκο, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος επιλέγει να αποτυπώσει πιο καθαρά τη μακροοικονομική δυναμική, συνοδεύοντάς τη όμως με σαφείς προειδοποιήσεις. Η απόσταση ανάμεσά τους δεν είναι τεχνική. Είναι λειτουργική. Και ακριβώς γι’ αυτό έχει σημασία για την οικονομική πολιτική της περιόδου 2026-2029.
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr