Η Μεγάλη Συνομωσία του Καφέ, των Μακαρονιών και του Πάγκου των Τυριών!
Δευτέρα, 20-Οκτ-2025 00:03
Η αποστολή του είναι ιερή: να αποδείξει ότι η χώρα κυβερνάται από το λόμπι των μακαρονιών και τις αλυσίδες των Super Market. Ή μήπως ξεχάσατε τα video "μπροστά στα τυριά του Σκλαβενίτη"; Από τους διεφθαρμένους εισαγωγείς σιμιγδαλιού, τους αδίστακτους baristas και τους εμπόρους φέτας που συνωμοτούν για να του αδειάσουν το πορτοφόλι. Κι όταν κάποιος του πει ότι υπάρχουν κάτι περίεργοι νόμοι που λέγονται νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης, απαντά ατάραχα: "Εγώ δεν τα τρώω αυτά. Είναι τα παραμύθια των νεοφιλελέδων".
Ο ίδιος πολίτης που φωνάζει ότι "δεν έχει μία" πληρώνει τέσσερα ευρώ για καφέ, δεκαπέντε για brunch, και εξήντα για βενζίνη "για να πάει κάπου να ξεσκάσει”. Μετά ανεβάζει story με hashtag #μας_έφαγαν_οι_τιμές και #ακριβεια. Είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο όπου η κερδοσκοπία μετριέται σε likes.
Οι πλατείες έχουν αντικατασταθεί από ομάδες στο Viber. Εκεί γίνεται η αληθινή μάχη κατά της αισχροκέρδειας. Οι χρήστες ανταλλάσσουν πληροφορίες: ποιο σούπερ μάρκετ έχει τις πιο άθλιες προσφορές, ποια μάρκα "ξεπλένει λεφτά", ποιος παραγωγός "παίζει παιχνίδι". Όλοι ξέρουν τα πάντα· κανείς δεν έχει διαβάσει τίποτα. Ακούνε όλα αυτά τα… μαργαριτάρια "λαϊκής οικονομίας" και τρίζουν τα κόκκαλα των Cantillon, Adam Smith, Ricardo, Marshall και Samuelson. Ενώ οι Tinbergen, Frisch και Keynes (για την μακροοικονομική πλευρά και την κατάσταση του εισοδήματος, αυτός), σαν πιο ευέξαπτοι, ψάχνουν τρόπο να βγουν από τους τάφους τους και να αρχίσουν να κοπανούν κεφάλια!
Τι έκαναν αυτοί; Τίποτε το σπουδαίο. Απλά διατύπωσαν ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΑΝ στην διάρκεια των τριών προηγούμενων αιώνων, το αυτονόητο. Ποιο είναι αυτό; Εάν μιλάμε για μακροχρόνια και συνεχή άνοδο των τιμών όπως συμβαίνει στην χώρα μας τα τελευταία 5 χρόνια, οι τιμές ανεβαίνουν σε δύο ΜΟΝΟ καταστάσεις: αυτήν της αυξημένης ζήτησης και εκείνην της περιορισμένης προσφοράς. Όπου η δεύτερη είναι διεθνής κανόνας μετά την πανδημία και η Ελλάδα είναι από τις καλύτερα προετοιμασμένες χώρες για την αντιμετώπισή της. Γιατί; Διότι, ως χώρα με επάρκεια σε ελάχιστα αγαθά, διαθέτει ήδη οργανωμένες διαδικασίες, εμπορικά κυκλώματα και εμπειρία σε μεγάλους όγκους εισαγωγών και διαχείριση τους κόστους τους. Με τα γνωστά προβλήματα ισοζυγίων, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Το πράγμα είναι απλό και η πραγματικότητα κάνει το λάθος να συνεχίζει να υπάρχει. Η ζήτηση αυξάνεται, τα εισοδήματα κινούνται, οι τουρίστες γεμίζουν τη χώρα, και το ΑΕΠ σκαρφαλώνει. "Ψεύτικα όλα", απαντά ο Ελεγκτής. "Σικέ νούμερα για να μας πείσουν ότι δεν πεινάμε". Γιατί τι είναι η οικονομική επιστήμη, μπροστά στην ιερότητα του ελληνικού παράπονου και της κομματικής σκοπιμότητας;
Αν αύριο το ψωμί φθηνύνει, θα είναι "ύποπτο προεκλογικό κόλπο". Αν ακριβύνει, "ξεπούλημα της κοινωνίας στο κέρδος". Αν μείνει ίδιο, "στασιμότητα". Θέλουμε το κράτος Άγιο, τις επιχειρήσεις φιλανθρωπικά ιδρύματα και τους πολίτες θύματα, αλλά με χρυσές κάρτες χωρίς πιστωτικά όρια.
Το πιο διασκεδαστικό σε αυτήν την γελοία ιστορία, είναι πως αυτή η συλλογική παράνοια έχει αποκτήσει επιστημονική χροιά. Οι χρήστες του TikTok κάνουν πλέον "ανάλυση τιμών" με βίντεο από ράφια, υπολογίζουν "ποσοστό αισχροκέρδειας" με το κομπιουτεράκι του κινητού, και βγάζουν συμπέρασμα: "μας τα τρώνε", "μας κλέβουν το μεροκάματο, οι ανάλγητοι καπιτάλες". Έτσι γεννιέται μια νέα σχολή οικονομικής σκέψης: η σχολή του Θύματος και της Μηδενικής Στοιχειώδους Γνώσης.
Αυτή η χώρα δεν χρειάζεται Στατιστική Υπηρεσία· χρειάζεται Θέατρο. Γιατί όλα λειτουργούν σαν παράσταση: οι τιμές παίζουν τους κακούς, οι πολίτες τα θύματα, και η λογική… τον κομπάρσο, που δεν έχει παρά δευτερόλεπτα συμμετοχής. Κι αυτά "μουγκά". Κάθε μέρα μια νέα πρεμιέρα οργής και αγανάκτησης. Και πάντα sold out.
Ίσως τελικά ο μοναδικός νόμος που ισχύει εδώ να μην είναι ούτε της προσφοράς, ούτε της ζήτησης, αλλά αυτός της ενοχής και της αυτοσυντήρησης. Όσο περισσότερο κατηγορείς τους άλλους, τόσο λιγότερο χρειάζεται να σκεφτείς. Τον εαυτό σου, τις ενοχές σου για την κατανάλωση και το αυτονόητο. Και όσο πιο αδικημένος νιώθεις, τόσο πιο άνετα πληρώνεις τον καφέ των 5 ευρώ, σιγοψιθυρίζοντας: "Μια στο τόσο, επιτρέπεται κι εγώ να ξεσκάσω!".
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr