Ελλάδα και ΝΔ: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει χωρίς αντίπαλο;

Παρασκευή, 12-Σεπ-2025 00:03

Χωρίς αντίπαλο;

Η Νέα Δημοκρατία υποφέρει ως πολιτικό κόμμα, από μία ιδιομορφία. Ιδιομορφία που την ακολουθεί από την ίδρυσή της. Η αμφισβήτηση της εκάστοτε ηγεσίας της είναι τόσο συχνή ώστε να μοιάζει σχεδόν, με φυσιολογική κατάσταση. Δεν γλίτωσε από αυτήν ούτε ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος, που είδε το ίδιο του το δημιούργημα να τον φθείρει. Σε ένα κεντροδεξιό κόμμα η εσωτερική αντιπαράθεση είναι αναμενόμενη· το παράλογο είναι ότι στην Ελλάδα η αντιπαράθεση σπάνια γεννά ιδέες. Συνήθως γεννά ίντριγκες. Αν η ΝΔ λειτουργούσε ως κανονικό κόμμα δυτικού τύπου, οι τάσεις της θα ήταν θεσμοθετημένες, μέρος της καθημερινότητας. Εδώ η διαδοχολογία μετατρέπεται σε σπορ εσωστρέφειας. Και δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά: σε μια χώρα όπου τα πολιτικά κόμματα κάποτε αυτοπροσδιορίζονταν ως "Γαλλικό", "Ρωσικό" ή "Αγγλικό" η κανονικότητα μάλλον φαντάζει πολυτέλεια.

Το ίδιο ισχύει και για τα κίνητρα των βουλευτών. Η θεωρία μιλά για ιδεολογίες και στρατηγικές, η πράξη για την απλή επιθυμία της επανεκλογής. Η εξουσία θεωρείται πως λειτουργεί σαν το πλέον συγκολλητικό υλικό και κανένα πρόγραμμα και καμία παράταξη δεν μπορούν να την ανταγωνιστούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που υπέγραψε και εφάρμοσε όσα ακριβώς κατήγγελλε, παρέμεινε αλώβητος διότι η εξουσία κρατούσε τα πάντα ενωμένα. Γιατί να είναι διαφορετικά στη Νέα Δημοκρατία; Κι όμως, οι σεναριογράφοι επιμένουν να μιλούν για "τέλος εποχής". Σχεδιάζουν την αποχώρηση του Μητσοτάκη σαν να πρόκειται για τηλεοπτική παραγωγή με προκαθορισμένο φινάλε. Το πρόβλημα είναι ότι η πραγματικότητα δεν γράφεται σε στούντιο, ούτε σε τραπέζια λουκούλλειων γευμάτων. Στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκε ένας ηγέτης που κάθε άλλο παρά στην κατηγορία των κουρασμένων μπορείς να τον εντάξεις. Αντιθέτως, η παρουσία του θύμισε σε όσους τον παρακολουθούσαν ότι το ερώτημα της επόμενης ημέρας δεν αφορά μόνο το δικό του μέλλον, αλλά το μέλλον της χώρας.

Φυσικά δεν είναι αιώνιος ή αναντικατάστατος. Κανείς δεν είναι. Κάποια στιγμή θα παραδώσει και θ’ αποχωρίσει. Αλλά όχι τώρα και όχι πριν τις κάλπες που έρχονται.  Πολύ πιθανόν, όχι πριν αποφασίσει ο ίδιος πως δεν έχει κάτι παραπάνω να προσφέρει. Οι δελφίνοι που βιάζονται να δηλώσουν παρόντες καλό είναι να θυμηθούν πόσοι "φυσικοί διάδοχοι" του Κώστα Καραμανλή κάηκαν πριν την ώρα τους. Η ελληνική πολιτική έχει μια παράδοση: αυτός που σήμερα μοιάζει βέβαιος διάδοχος, τις περισσότερες  φορές, αύριο δεν έχει τίποτα να δείξει και καταλήγει τελευταίος τροχός της αμάξης. Δείτε και τους συνυποψήφιους του Νίκου Ανδρουλάκη στο ΠΑΣΟΚ.

Η όλη σημερινή εικόνα, συμπληρώνεται από τον Αλέξη Τσίπρα. Παρά το αδιαμφησβήτητο (πολιτικάντικο και) πολιτικό ταλέντο του, η στροφή του σε πιο ρεαλιστικές θέσεις, εμφανώς δεν αρκεί για να σβήσει το παρελθόν της, πανάκριβης για την μεσαία τάξη, "περήφανης διαπραγμάτευσης" του 2015. Ούτε την επιμονή σε φορολογικές συνταγές που τον… καταξιώνουν σαν αμετανόητο σοσιαλιστή.

Ακόμη πιο προβληματική είναι η στάση του στην εξωτερική πολιτική. Η Ελλάδα, υποδειγματικό πλέον μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί να οικοδομήσει στρατηγική πάνω στην κινούμενη άμμο της "πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής" και των αμφιθυμιών προς Ρωσία και Κίνα· έχει να χάσει πολλά περισσότερα απ’ όσα φαντάζονται όσοι ονειρεύονται ισορροπίες σε δύο ταμπλό. Κι όμως, η παρουσία του δεν είναι άχρηστη. Μπορεί να λειτουργήσει ως (απαραίτητο;) αντίβαρο στην τοξικότητα που διαβρώνει τη δημόσια ζωή. Αρκεί να το θελήσει.

Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η ειρωνεία: ο Μητσοτάκης δεν έχει ανάγκη από αντίπαλο-φόβητρο· έχει ανάγκη από συνομιλητή. Οι σκληρές αποφάσεις που έρχονται δεν μπορούν να περάσουν χωρίς κάποια μορφή συναίνεσης. Μια ηγεσία ισχυρή δεν αποδεικνύεται μόνο από το πόσο υπερέχει, αλλά και από το ποιον έχει απέναντί της. Και η χώρα δεν έχει τίποτα να κερδίσει αν ο αντίπαλος είναι περιθωριακές φωνές.

Οι αιτίες που ο Κυριάκος Μητσοτάκης κερδίζει τόσο καθαρά και με διψήφιες διαφορές, δεν αφορούν την αδυναμία των άλλων. Ο Τσίπρας δεν είναι πολιτικός από το "κάτω ράφι". Βρίσκονται στο γεγονός ότι οι πολιτικές του πρωθυπουργού, με τα συν και πλην τους, δείχνουν σταθερότητα και άρα, μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα-απόδειξη αυτής της άποψης είναι ότι κατάφερε να παρασύρει τον αντίπαλό του πιο κοντά στη μεταρρυθμιστική ατζέντα αντί να συρθεί από τον λαϊκισμό. Στην Ελληνική πολιτική αυτό κάθε άλλο παρά αυτονόητο, είναι. Πραγματικά πρόκειται περί κατορθώματος.

Όσοι μιλούν για "τέλος εποχής", κάνουν σοβαρό λάθος. Στο σημερινό διεθνές περιβάλλον οι χώρες που θα επιβιώσουν είναι εκείνες που θα διέπονται από πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Κάτι που η Νέα Δημοκρατία, έχει σαφώς αποδείξει πως μπορεί και επιβάλλει. Η ουσία λοιπόν δεν είναι μόνο αν αντέχει ή όχι ο Μητσοτάκης. Με  τις τόσες και τρομερές γεωστρατηγικές ανακατατάξεις των ημερών, ταυτόχρονα με την απόλυτη ανάγκη για μεγάλες τομές στο εσωτερικό,  η ουσία βρίσκεται στις επιλογές που θα βάλει ο ίδιος στο τραπέζι, στο ποιοι θα καθίσουν απέναντί του και, το πλέον κρίσιμο, ποια Ελλάδα θα αναδυθεί μέσα από την αναγκαστική συνύπαρξη ηγεσίας, αντιπολίτευσης και κοινωνίας.

Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr