Κέρδη χωρίς δάνεια: το ελληνικό τραπεζικό αίνιγμα
Τετάρτη, 25-Ιουν-2025 00:03
Ο βασικός μοχλός για την εξυγίανση των τραπεζών, το σχέδιο "Ηρακλής", λειτούργησε αποτελεσματικά. Τουλάχιστον σε επίπεδο ισολογισμών. Με κρατικές εγγυήσεις 16,5 δισ. ευρώ, αφαιρέθηκαν από τα χαρτοφυλάκια πάνω από 42,8 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια μέχρι το τέλος του 2023. Το ποσοστό NPL υποχώρησε στο 6,6%, με τις συστημικές τράπεζες να επιτυγχάνουν μονοψήφια επίπεδα. Ο φορολογούμενος επωμίστηκε το κόστος της εκκαθάρισης, το κράτος διασφάλισε τη σταθερότητα, και η αγορά ανέμενε το αυτονόητο: τη ρευστότητα να επιστρέφει στην πραγματική οικονομία και τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων να ξαναρχίσει με κανονικούς όρους.
Αντ’ αυτού, εκείνο που επέστρεψε ήταν η κερδοφορία. Το 2024, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες κατέγραψαν καθαρά κέρδη άνω των 4,3 δισ. ευρώ – αύξηση 18% σε ετήσια βάση. Όχι επειδή επεκτάθηκαν σε νέες αγορές, ούτε επειδή στήριξαν την επιχειρηματικότητα, αλλά επειδή αξιοποίησαν με απόλυτη ακρίβεια ένα δομικό πλεονέκτημα: το περιθώριο επιτοκίων. Το spread μεταξύ χορηγήσεων και καταθέσεων κινήθηκε στο 4,36% για τα νέα δάνεια και στο 4,70% για τα υφιστάμενα μέσα στο 2025. Με τις καταθέσεις να αποδίδουν σχεδόν τίποτα – 0,03% στα overnight – και τα δάνεια να κινούνται σε επίπεδα 4,5–5%, το περιθώριο κέρδους δεν προκύπτει από τραπεζική καινοτομία, αλλά από θεσμική ανοχή.
Το τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται έτσι να λειτουργεί με έναν βαθύτατα αντισυμμετρικό τρόπο: δεν δανείζει παρά επιλεκτικά και με ιδιαίτερα χαμηλά ρίσκα, δεν επενδύει σε καινοτομία πίστης, αλλά επιμένει στη διατήρηση μιας υπερπροστατευμένης, σχεδόν ημιμονοπωλιακής απόδοσης. Μια κλειστή εσωτερική αγορά, με μηδενικό ανταγωνισμό για τις καταθέσεις και συστηματική αποθάρρυνση του ρίσκου. Αυτό δεν είναι τραπεζική αποκατάσταση· είναι τραπεζική καχεξία με στατιστικό μανδύα.
Το πολιτικό σύστημα μέχρι σήμερα επέδειξε ακραία επιείκεια. Παρά τις διακηρύξεις για την ανάγκη "κανονικής" λειτουργίας, οι τράπεζες ουδέποτε υπέστησαν πραγματική πίεση. Η παθητική συνύπαρξη "εμείς δεν ζητάμε πολλά, εσείς μην καταρρεύσετε", αποδείχθηκε βολική. Ο νέος υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης αποφάσισε να διαφοροποιηθεί. Μιλώντας στη γενική συνέλευση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, κάλεσε τις τράπεζες να πάψουν να λειτουργούν μόνο αμυντικά. Ζήτησε ενεργητική χρηματοδότηση, όχι απλώς εποπτικά ορθή λειτουργία. Και η σιωπή που ακολούθησε, ήταν εύγλωττη.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ, Γκίκας Χαρδούβελης, παρέθεσε όλους τους θετικούς δείκτες: ψηφιοποίηση, χορηγήσεις, εξωστρέφεια. Το μοναδικό σημείο στο οποίο παραδέχθηκε δυσλειτουργία ήταν, αναμενόμενα, το spread επιτοκίων. Δεν μίλησε κανείς για το γιατί παραμένει τόσο υψηλό, ούτε για το πώς επηρεάζει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και τον τραπεζικό δανεισμό. Και κανείς δεν αναφέρθηκε στον ελέφαντα στο δωμάτιο: τον αναβαλλόμενο φόρο.
Όμως, όταν κανείς ασκεί κριτική, οφείλει να προσπαθεί να είναι δίκαιος. Όταν το 60% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών βασίζεται σε φορολογικές απαιτήσεις από το Δημόσιο, πόση όρεξη για ρίσκο μπορεί να υπάρξει πραγματικά; Ο αναβαλλόμενος φόρος – DTC – είναι η θεσμική υπενθύμιση ότι οι ζημιές δεν τιμωρούνται μόνο με απώλεια κερδών, αλλά μπορεί να προκαλέσουν dilution μετοχικής συμμετοχής, κρατική παρέμβαση ή και αλλαγή ελέγχου. Και ίσως αυτό να εξηγεί γιατί οι ελληνικές τράπεζες προτιμούν την ασφάλεια του spread αντί για τον ρόλο της πραγματικής πιστωτικής πολιτικής. Γιατί όταν τα κεφάλαια είναι εν μέρει "εικονικά", τα ρίσκα γίνονται αντιπαθή και θεσμικά απαγορευμένα.
Η πιο φιλόδοξη πρόταση του υπουργού ήταν η ιδέα συγκρότησης εθνικών τραπεζικών "πρωταθλητών". Κάτι που έχουμε ξανακούσει πολλές φορές στο παρελθόν (χωρίς θετική αποδοχή) και προϋποθέτει συγχωνεύσεις, μεγέθυνση και εσωτερική αναδιάρθρωση. Οι διοικήσεις, όμως, δεν έδειξαν την παραμικρή προθυμία να μπουν σ’ αυτή τη συζήτηση. Οι συγχωνεύσεις απειλούν καρέκλες, ισορροπίες και παραδοσιακές δικτυώσεις ισχύος. Το τραπεζικό σύστημα μοιάζει σήμερα λιγότερο έτοιμο για ρίσκο απ’ όσο το 2010. Μόνο που τότε δεν είχε τίποτα να χάσει. Τώρα, έχει μάθει να επιβιώνει, χωρίς να προσφέρει αναλογικά και σύμφωνα με τον ρόλο που οφείλει να έχει σε μια σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία.
Αλλά πόσο μπορεί να διαρκέσει ένα μοντέλο τραπεζικής λειτουργίας που παράγει κέρδη χωρίς να δανείζει; Είναι βιώσιμο ένα τραπεζικό σύστημα που απομυζά από spread χωρίς να αναλαμβάνει την ευθύνη της πίστης; Πώς μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάκαμψη χωρίς ενεργό τραπεζικό δανεισμό; Και τελικά: θέλουμε τράπεζες που δρουν ως ενοικιαστές κεφαλαίου ή ως φορείς ανάληψης του κινδύνου που χτίζει πρωτοπόρες οικονομίες;
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr