Μπορούν να υπάρχουν εξαιρέσεις στην εφαρμογή του νόμου;
Παρασκευή, 20-Ιουν-2025 00:03
Η ελληνική νομοθεσία είναι σαφής. Το άρθρο 80 του Ν. 4954/2022 προβλέπει ρητά ότι η ψηφιακή άδεια οδήγησης και η ψηφιακή ταυτότητα, όπως εκδίδονται και επιδεικνύονται μέσω της εφαρμογής Gov.gr Wallet, έχουν ίση αποδεικτική ισχύ με τα αντίστοιχα φυσικά έγγραφα για κάθε νόμιμη χρήση εντός της ελληνικής επικράτειας. Το νομικό αυτό πλαίσιο δεν περιορίζεται μόνο στη ψηφιακή έκδοση. Το Προεδρικό Διάταγμα 51/2012, σε συμμόρφωση με την παραπάνω Οδηγία, και η Κοινή Υπουργική Απόφαση 48461/4454/2018 καθιερώνουν την πλαστική άδεια οδήγησης νέου τύπου (σε μορφή πιστωτικής κάρτας) ως έγγραφο αναγνωρίσιμο, με διεθνή πρότυπα ασφαλείας και φωτογραφία, αποδεκτό όχι μόνο για σκοπούς οδήγησης, αλλά και για την ταυτοποίηση προσώπων. Παράλληλα, ο ν. 2696/1999 (παλαιός Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας) την ορίζει ως επίσημο κρατικό πιστοποιητικό, αναγνωρίσιμο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο 5209/2025 (νέος, πρόσφατα ψηφισμένος Κ.Ο.Κ.), δεν επηρεάζει το καθεστώς αυτό, ούτε κατ’ ελάχιστο.
Ωστόσο, η εφαρμογή του συγκεκριμένου νομικού πλαισίου αναστέλλεται de facto κατά την λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Όχι λόγω τεχνικών προβλημάτων, ούτε λόγω κενού ερμηνείας, αλλά κατ’ επιταγή της Τράπεζας της Ελλάδος. Παρά την καθολική ισχύ της νομοθετικής πρόβλεψης, η κεντρική τράπεζα έχει εκδώσει κανονιστική οδηγία, βάσει της οποίας οι υπόχρεες χρηματοπιστωτικές οντότητες οφείλουν να αποδέχονται ως επαρκές έγγραφο ταυτοποίησης μόνο την αστυνομική ταυτότητα ή το διαβατήριο. Η άδεια οδήγησης, φυσική ή ψηφιακή, αποκλείεται συστηματικά, με τις νομικές υπηρεσίες των τραπεζών να επικαλούνται μόνο "την πολιτική συμμόρφωσης", χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση.
Η πρακτική αυτή δεν συνιστά απλώς διαφορετική ερμηνεία του νόμου. Πρόκειται για κανονιστική υπέρβαση, μέσω της οποίας μια διοικητική αρχή μεταβάλλει ουσιωδώς τη βούληση του νομοθέτη. Με εσωτερικά έγγραφα που δεν δημοσιεύονται σε ΦΕΚ και δεν υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει ένα παράλληλο κανονιστικό καθεστώς, υπό το πρόσχημα της προστασίας της τραπεζικής ασφάλειας και της συμμόρφωσης με διεθνή πρότυπα κατά της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Ωστόσο, ουδεμία διάταξη του Ν. 4557/2018, που αποτελεί το βασικό θεσμικό πλαίσιο για την πρόληψη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, προβλέπει τον αποκλεισμό συγκεκριμένων εγγράφων που έχουν ρητά αναγνωριστεί από την έννομη τάξη. Αντιθέτως, η ίδια η εθνική και ευρωπαϊκή πρακτική αναγνωρίζει την αξιοπιστία και την ταυτοποιητική επάρκεια των νέου τύπου αδειών οδήγησης, κάτι που ενσωματώνεται πλέον και στην ψηφιακή τους μορφή.
Θα μπορούσε ενδεχομένως να προβληθεί το επιχείρημα ότι η άδεια οδήγησης δεν φέρει βιομετρικά χαρακτηριστικά και, ως εκ τούτου, δεν πληροί τους αυστηρότερους όρους ασφαλείας που απαιτούνται σε ορισμένες χρηματοπιστωτικές διαδικασίες. Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, δεν αντέχει στον έλεγχο της νομιμότητας: πρώτον, διότι ο ίδιος ο νόμος δεν προβλέπει ως προϋπόθεση την ύπαρξη βιομετρικών δεδομένων· δεύτερον, διότι τα περισσότερα αποδεκτά έγγραφα (όπως η παλαιά αστυνομική ταυτότητα) δεν διαθέτουν ούτε αυτά τέτοια χαρακτηριστικά· και τρίτον, διότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη θεσμοθετήσει τη δυνατότητα χρήσης των ψηφιακών εγγράφων στις συναλλαγές, μέσω των υπουργικών αποφάσεων που η ίδια συνέδραμε στη σύνταξη. Κατά συνέπεια, η επίκληση της έλλειψης βιομετρικών δεδομένων δεν συνιστά επαρκή θεσμική βάση αποκλεισμού, αντιθέτως λειτουργεί προσχηματικά.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι οι ίδιες οι τράπεζες δεν φέρουν ανεξάρτητη ευθύνη για την πρακτική αυτή. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια ρυθμιστική αρχή του τραπεζικού τομέα, εκδίδει δεσμευτικές οδηγίες τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να ακολουθούν χωρίς διακριτική ευχέρεια.
Στο πλαίσιο αυτό, η ευθύνη για την αναντιστοιχία μεταξύ νομικής ισχύος και τραπεζικής πρακτικής βαρύνει αποκλειστικά την εποπτεύουσα αρχή, όχι τα εποπτευόμενα ιδρύματα.
Από την διαρκή αυτή παρέκκλιση, γεννώνται ορισμένα, κρίσιμα ερωτήματα:
Ποιος εξουσιοδότησε την Τράπεζα της Ελλάδος να αναστέλλει την ισχύ νόμου που ορίζει ρητή ισοδυναμία εγγράφων;
Πώς γίνεται ψηφισμένος νόμος να υποκαθίσταται στην εφαρμογή του, από υπηρεσιακές εγκυκλίους δίχως δημοσίευση ή θεσμικό έλεγχο; Αν το κράτος κατοχυρώνει την ψηφιακή του διακυβέρνηση, αλλά επιτρέπει σε ανεξάρτητους φορείς να την αγνοούν στην πράξη, πώς νοείται συνέπεια μεταξύ ψηφιακής πολιτικής και διοικητικής λειτουργίας;
Τι αξία μπορεί να έχει ένα έγγραφο όταν το αναγνωρίζει η πολιτεία, αλλά όχι οι κύριοι φορείς οικονομικής δραστηριότητας; Και τελικά, ποια είναι η πραγματική ισχύς του νόμου, όταν η εφαρμογή του εξαρτάται από την εσωτερική πολιτική ενός εποπτικού μηχανισμού; Είναι ποτέ δυνατόν ο οποιοσδήποτε επόπτης, οιουδήποτε συστήματος, να έχει δυνατότητα λειτουργίας υπεράνω του ισχύοντος νομικού πλαισίου;
Μπορεί να υπάρχει δημοκρατική τάξη χωρίς καθολική εφαρμογή του νόμου;
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr