Με λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω ή η… αξιοπιστία της Ελληνικής αντιπολίτευσης!
Παρασκευή, 21-Μαρ-2025 00:03
Ο πρώην υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ ζήτησε την απευθείας παραπομπή του στον φυσικό του δικαστή, προκειμένου να αποφευχθεί η μακρόσυρτη, συχνά πολιτικά τοξική και ελάχιστα προσφέρουσα διαδικασία της προανακριτικής επιτροπής. Η επιλογή αυτή, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να κινήσει διαδικασίες δίωξης, αλλά δεν απονέμει δικαιοσύνη. Η επιτροπή που συγκροτήθηκε έχει περιορισμένο ρόλο: να διαπιστώσει αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για να παραπεμφθεί η υπόθεση στη Δικαιοσύνη. Αυτό δεν είναι παράκαμψη του Κοινοβουλίου, αλλά η προβλεπόμενη θεσμική διαδικασία.
Η απευθείας παραπομπή του Τριαντόπουλου διασφαλίζει ότι η υπόθεση δεν θα μετατραπεί σε κομματικό εργαλείο, αλλά θα κριθεί με βάση τα στοιχεία και τις νομικές προβλέψεις. Η πολιτικοποίηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα, με προανακριτικές επιτροπές που συχνά λειτουργούν ως μηχανισμοί φθοράς πολιτικών αντιπάλων, αντί να υπηρετούν την ουσία της δικαιοσύνης. Αντίθετα, το δικαστικό συμβούλιο και, αν χρειαστεί, το Ειδικό Δικαστήριο, αποτελούν τα μόνα θεσμικά όργανα που μπορούν να εγγυηθούν μια ανεπηρέαστη κρίση, χωρίς την παρέμβαση πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Αυτό, όμως, που αποκαλύπτει πλήρως τη θεσμική υποκρισία ορισμένων είναι η στάση της αντιπολίτευσης. Μέχρι τη στιγμή που ο Τριαντόπουλος ζήτησε την απευθείας παραπομπή του, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επέμεναν ότι η υπόθεση δεν έπρεπε να παραμείνει στη Βουλή και ότι η Δικαιοσύνη έπρεπε να επιληφθεί άμεσα. Εμφανίζονταν ως υπερασπιστές της θεσμικής τάξης, καταγγέλλοντας προσπάθειες συγκάλυψης. Ωστόσο, μόλις έγινε σαφές ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε στην παραπομπή του στα αρμόδια δικαστικά όργανα, η ίδια αντιπολίτευση άρχισε να διαμαρτύρεται, μιλώντας για "παραβίαση του άρθρου 86" και "παράκαμψη της Βουλής". Πώς εξηγείται αυτή η μεταστροφή; Αν το ζητούμενο ήταν πράγματι η απονομή δικαιοσύνης, τότε η εξέλιξη αυτή θα έπρεπε να τους βρίσκει σύμφωνους. Όμως, από τη στιγμή που η υπόθεση βγαίνει από το πολιτικό προσκήνιο και μεταφέρεται στη δικαστική κρίση, χάνεται και η δυνατότητα επικοινωνιακής εκμετάλλευσης.
Η πραγματικότητα είναι προφανής: η αντιπολίτευση δεν ήθελε την παραπομπή στη Δικαιοσύνη· ήθελε μια μακρά διαδικασία που θα της επέτρεπε να διατηρεί την υπόθεση ζωντανή, να δημιουργεί διαρκείς εντυπώσεις και να τη χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης. Οποιαδήποτε ταχεία επίλυση δεν εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο, και γι’ αυτό η ίδια διαδικασία που πριν λίγες εβδομάδες θεωρούνταν επιβεβλημένη τώρα, που δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς ορισμένων, παρουσιάζεται ως θεσμική εκτροπή.
Το συμπέρασμα είναι σαφές. Η Βουλή δεν είναι δικαστήριο, ούτε οφείλει να λειτουργεί ως τέτοιο. Το Σύνταγμα ορίζει ότι ο ρόλος της είναι να εξετάσει αν υπάρχει λόγος παραπομπής, όχι να κρίνει την ενοχή ή την αθωότητα ενός πολιτικού προσώπου. Η παραπομπή στα δικαστικά όργανα δεν είναι θεσμική παράκαμψη, αλλά ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί η αντικειμενική απονομή δικαιοσύνης. Όσοι κι όσες ισχυρίζονται το αντίθετο, είτε αγνοούν τη θεσμική πραγματικότητα (κομματάκι δύσκολο μιας και ορισμένες-οι είναι κορυφαίες-οι νομικοί), είτε επιλέγουν να την παραποιήσουν για πολιτικό όφελος. Και αυτή ακριβώς η νοοτροπία είναι που πλήττει πραγματικά την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και των θεσμών.
Μήπως όμως, αυτή ακριβώς είναι η στόχευση κάποιων;
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr