Δικαιοσύνη ή πολιτικό νταβαντούρι; Διαλέξτε!

Παρασκευή, 07-Φεβ-2025 00:03

Δικαιοσύνη ή πολιτικό νταβαντούρι; Διαλέξτε!

Ο πολιτικός θόρυβος γύρω από την τραγωδία των Τεμπών δεν είναι τίποτε άλλο από μια ακόμα κακή θεατρική παράσταση μιας μη ικανής (για να το θέσω ευγενικά) αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση, εκτεθειμένη και πολιτικά πληγωμένη, αποτελεί εύκολο στόχο. Οι αντίπαλοί της, αντί να τη μειώσουν στρατηγικά και μεθοδικά, βιάζονται να την αποδυναμώσουν, να τη σύρουν σε έναν λάκκο φθοράς, με μόνο στόχο να επιβάλλουν το αφήγημά τους. Η ίδια, με τεράστια δυσκολία υπεράσπισης των επιλογών της απαντά αμήχανα, υποπίπτει σε αντιφάσεις και επιβεβαιώνει τη δυσπιστία που ήδη επικρατεί στην κοινή γνώμη. Τίποτα από όλα αυτά όμως, δεν έχει σχέση με τη διερεύνηση της υπόθεσης.  

Η απόδοση δικαιοσύνης είναι, και θα πρέπει να παραμείνει, υπόθεση των θεσμών. Οι ευθύνες, όποιες κι αν είναι, δεν θα κριθούν από τηλεοπτικά πάνελ, από πορείες ή από τις ανάγκες του πολιτικού κύκλου. Θα κριθούν μέσα στη δικαστική αίθουσα. Οι διαδικασίες που θα ακολουθηθούν είναι αυτές που θα αναδείξουν ποιοι έπρεπε να είχαν ενεργήσει διαφορετικά, ποιοι είχαν γνώση του προβλήματος και αδιαφόρησαν, ποιοι προτίμησαν να αφήσουν τα πράγματα στην τύχη τους, με αποτέλεσμα ένα από τα πιο φρικτά δυστυχήματα στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Δεν υπάρχει πολιτικός που θα δικάσει, δεν υπάρχει κόμμα που θα αποδώσει ποινές. Οι δικαστές είναι αυτοί που θα αποφασίσουν, κι εκεί ακριβώς εντοπίζεται το πραγματικό διακύβευμα.  

Διότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποιος έφταιξε, αλλά και ποιος έχει πλέον το κύρος να επιβάλει την κρίση του. Η διάχυτη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς, οι συνεχείς παρεμβάσεις και η πολιτική εργαλειοποίηση των πάντων υπονομεύουν την ίδια τη διαδικασία. Η Δικαιοσύνη, ήδη αμφισβητούμενη, πιέζεται από όλες τις πλευρές. Η κυβέρνηση ομολογουμένως, προσπαθεί να την κρατήσει εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Αλλά η έλλειψη σωστής στρατηγικής και χειρισμών, δεν βοηθά και την εμπλέκει αυτονόητα. Η αντιπολίτευση προσπαθεί να την απαξιώσει προτού καν ολοκληρωθεί η έρευνα. Και μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο πολίτης, ο πραγματικός χαμένος αυτής της ιστορίας, καλείται να εμπιστευτεί μια διαδικασία που σχεδόν όλοι φροντίζουν να υπονομεύσουν.  

Το μόνο βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση ήδη πληρώνει πολιτικό κόστος και θα συνεχίσει να το πληρώνει για καιρό. Η αμηχανία είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Δεν κατάφερε να πείσει ότι έκανε όσα έπρεπε να κάνει και, κυρίως, ότι ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Αποκρούει τις κατηγορίες με τεχνικά επιχειρήματα, αλλά δεν έχει πολιτική απάντηση. Και η αντιπολίτευση, γνωρίζοντας ότι ο χρόνος είναι τώρα με το μέρος της, σπεύδει να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια.  

Οι ευθύνες, όμως, δεν είναι ενιαίες. Υπάρχει η διαχρονική απαξίωση του σιδηροδρομικού δικτύου, η αποτυχία του κράτους να εφαρμόσει ακόμα και τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Υπάρχει η διαχείριση της κρίσης τη νύχτα του δυστυχήματος, οι αποφάσεις που πάρθηκαν εκείνη τη στιγμή, οι μηχανισμοί που αποδείχθηκαν ανύπαρκτοι. Υπάρχει το ερώτημα της εκπαίδευσης και της επάρκειας των σταθμαρχών, το αν υπήρχε το κατάλληλο προσωπικό στις θέσεις ευθύνης, το αν λειτουργούσαν οι αυτοματισμοί που θα έπρεπε να είχαν αποτρέψει τη σύγκρουση.  

Και έπειτα, υπάρχει η πιο σκοτεινή πλευρά της υπόθεσης, οι πληροφορίες για πιθανό επικίνδυνο φορτίο στην εμπορευματική αμαξοστοιχία. Όσο ανερμάτιστες και τεχνικά έωλες κι αν είναι. Αν υπήρχε, ποιος το γνώριζε; Η ύπαρξή του επιδείνωσε την καταστροφή; Και, τέλος, αν υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης, ποιος την οργάνωσε και γιατί;

Η τελευταία ερώτηση είναι, φυσικά, αυτή που τραβάει το ενδιαφέρον. Μόνο που δεν αλλάζει τίποτα στο ίδιο το δυστύχημα. Η ύπαρξη επικίνδυνων υλικών δεν μειώνει τις ευθύνες όσων αδιαφόρησαν για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Δεν αλλάζει το γεγονός ότι δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν επειδή το κράτος απέτυχε να διασφαλίσει τα στοιχειώδη. Ενώ σε όλα τα ερωτήματα, τα λόγια περισσεύουν αλλά οι απτές αποδείξεις λείπουν απ’ όλες τις πλευρές...  

Κι όμως, αντί να επικεντρωθεί εκεί, το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να στοχοποιήσει τον υφυπουργό Χρήστο Τριαντόπουλο, που βρέθηκε στον τόπο της τραγωδίας τις πρώτες ώρες. Ζητάει ειδική κοινοβουλευτική εξέταση των ευθυνών του, σε μια κίνηση που δεν έχει απολύτως καμία ουσιαστική σχέση με τη δικαστική έρευνα. Δεν αποσκοπεί στη διαλεύκανση της υπόθεσης, δεν προσθέτει τίποτα στη διερεύνηση του τι συνέβη και πώς φτάσαμε εκεί. Είναι μια κλασική κίνηση πολιτικής φθοράς, μια προσπάθεια να αναδειχθεί ένα νέο σκάνδαλο, να δημιουργηθεί θόρυβος. Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ το ΠΑΣΟΚ ισχυρίζεται ότι δεν είχε γνώση της εισαγγελικής διάταξης, την ανήγγειλε-εισήγαγε στην ολομέλεια ο προεδρεύων Ε' αντιπρόεδρος Οδ. Κωνσταντινόπουλος, ηγετικό στέλεχος του κόμματος! Η αντίφαση είναι τόσο κραυγαλέα που εκθέτει πλήρως την πραγματική στόχευση της πρωτοβουλίας, η οποία στερείται ουσιαστικού περιεχομένου και εξυπηρετεί αποκλειστικά πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν πρόκειται για ζήτημα αρχής, ούτε για κάποια αγνή αναζήτηση της αλήθειας. Είναι ένας ακόμα πολιτικός ελιγμός, μια ευκαιρία να κατασκευαστεί ένα αφήγημα που θα εξυπηρετήσει τη συγκυρία.  

Γνωρίζουν πολύ καλά στο ΠΑΣΟΚ ότι τέτοιες πρωτοβουλίες δεν οδηγούν πουθενά. Ξέρουν ότι η ουσία της υπόθεσης είναι αλλού. Αλλά συνεχίζουν, γιατί το πολιτικό τους μέλημα είναι να αποδείξουν ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε αποσύνθεση, ότι δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση. Ότι πρέπει να πληρώσει το τίμημα, εδώ και τώρα.  

Μόνο που αυτό, ακριβώς, είναι που υπονομεύει το βασικό ζητούμενο: την εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Όταν τα πάντα μετατρέπονται σε πολιτικό παιχνίδι, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Όποια κι αν είναι η ετυμηγορία των δικαστηρίων, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας θα τη θεωρήσει προϊόν σκοπιμοτήτων.  

Αν ο Ανδρουλάκης ήθελε πραγματικά να αμφισβητήσει την κυβέρνηση, θα το έκανε ευθέως. Θα έθετε ζήτημα νομιμοποίησης. Θα ζητούσε εκλογές ή, κατ’ ελάχιστο, θα έθετε θέμα εμπιστοσύνης. Αντ’ αυτού, ακολουθεί την πεπατημένη: υποβάλλει προτάσεις κενές περιεχομένου για να προκαλέσει συζητήσεις, ελπίζοντας ότι το αφήγημα θα του δώσει μερικά ψηφαλάτσια (sic) ακόμη!  

Θυμηθείτε το: αν τεθεί ζήτημα εμπιστοσύνης, δεν θα το θέσει η αντιπολίτευση, αλλά ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Όχι γιατί τον πιέζουν, αλλά γιατί θα ξέρει πως είναι η μόνη επιλογή για καθαρό τοπίο. Και τότε θα φανεί ποιος αντέχει να μείνει στο τραπέζι και ποιος όχι...  

Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr