Η νομισματική πολιτική προχωρά, αλλά η Ευρώπη μένει πίσω

Παρασκευή, 31-Ιαν-2025 00:03

Η νομισματική πολιτική προχωρά, αλλά η Ευρώπη μένει πίσω

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στη χθεσινή συνεδρίαση του Governing Council, μείωσε ξανά τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης. Όχι για πρώτη φορά, όχι για δεύτερη, αλλά για πέμπτη φορά από τον Ιούνιο του 2024. Αυτή η πολιτική δεν είναι άστοχη, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, αλλά δείχνει να μην έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τουλάχιστον όχι μία που να γνωρίζει καθαρά η ΕΚΤ, εφόσον συνεχίζει να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που να εμπνέει ασφάλεια στις αγορές.

Η αφήγηση που προβάλλεται είναι γνώριμη: ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται, η νομισματική πολιτική γίνεται σταδιακά πιο ήπια και οι αγορές προετοιμάζονται για μια "ομαλή προσγείωση" της οικονομίας. Ωστόσο, τίποτα δεν εγγυάται ότι η ευρωπαϊκή οικονομία κινείται σε πραγματικά ασφαλές έδαφος, αφού η ίδια η ΕΚΤ παραδέχεται πως θα "βλέπει και θα πράττει" χωρίς κάποια συγκεκριμένη δέσμευση. Αυτό, μοιραία, ενισχύει τις αμφιβολίες για το αν το κοινό νόμισμα και οι επιμέρους αγορές θα διατηρήσουν την απαραίτητη σταθερότητα, όταν οι γεωπολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες παραμένουν τόσο έντονες.

Ο πληθωρισμός όντως μειώνεται, αλλά όχι χάρη σε κάποια ιδιαίτερη επιτυχία της νομισματικής πολιτικής. Η πτώση των τιμών της ενέργειας, ύστερα από την εκτόξευσή τους την περασμένη διετία, αποτελεί τον βασικό λόγο αποκλιμάκωσης. Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η πολυπόθητη ισορροπία απέχει ακόμα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως, αν η ενεργειακή συγκυρία αντιστραφεί ή αν οι μισθολογικές πιέσεις διατηρηθούν, θα δούμε πάλι ανοδικές τάσεις στις τιμές. Συνεπώς, η όποια ανακούφιση ίσως είναι πιο εύθραυστη απ’ ό,τι θέλει να πιστεύει η ΕΚΤ.

Παράλληλα, η ανάπτυξη στην ευρωζώνη παραμένει υποτονική. Οι εκτιμήσεις για το 2025 δείχνουν ρυθμό που μόλις αγγίζει το 1%, ενώ η αμερικανική οικονομία προβλέπεται να κινηθεί με υπερδιπλάσιο ρυθμό (2,2%). Η σύγκριση είναι συντριπτική και καταθλιπτική, φέρνοντας ξανά στην επιφάνεια το διαχρονικό έλλειμμα της Ευρώπης σε επενδύσεις, καινοτομία και ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Όσο κι αν επιχειρούν κάποιοι να υποβαθμίσουν τη σημασία αυτής της απόκλισης, τα στοιχεία δείχνουν πως η γηραιά ήπειρος δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί οικονομίες που ανανεώνουν διαρκώς τις τεχνολογικές τους υποδομές και επενδύουν στην επόμενη γενιά προϊόντων και υπηρεσιών.

Εδώ ακριβώς εμφανίζεται το μεγαλύτερο κενό της ευρωπαϊκής νομισματικής στρατηγικής: κανείς δεν ξέρει πόσες ακόμα μειώσεις επιτοκίων θα ακολουθήσουν. Η ΕΚΤ δηλώνει ότι αποφασίζει σε κάθε συνεδρίαση "βάσει δεδομένων", αποφεύγοντας όχι μόνο συγκεκριμένες δεσμεύσεις αλλά και οποιοδήποτε είδος forward guidance. Με άλλα λόγια, αφήνει τις αγορές στο σκοτάδι, χωρίς ξεκάθαρο μήνυμα για το τι προτίθεται να κάνει στη συνέχεια. Αυτή η αβεβαιότητα περιορίζει τη δυνατότητα των επενδυτών, αλλά και των επιχειρήσεων, να σχεδιάσουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα πλάνα. Όταν λείπει η στοιχειώδης προβλεψιμότητα, κάθε οικονομική δραστηριότητα ενέχει υψηλότερο ρίσκο.

Η μείωση των επιτοκίων, θεωρητικά, θα έπρεπε να διευκολύνει τον δανεισμό και να ενισχύσει τη ζήτηση και την ανάπτυξη. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη: πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά αναχρηματοδοτούν δάνεια με υψηλότερα επιτόκια από αυτά που ανέμεναν, καθώς οι προηγούμενες αυξήσεις δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί πλήρως στην οικονομία. Έτσι, η περίφημη "μετάδοση της νομισματικής πολιτικής" λειτουργεί με καθυστερήσεις και στρεβλώσεις που υπονομεύουν την αποτελεσματικότητά της. Σε μια κατάσταση όπου ούτε η ΕΚΤ ούτε οι εμπορικές τράπεζες φαίνεται να διαθέτουν ενιαία στρατηγική, οι όποιες ελαφρύνσεις δεν μετατρέπονται άμεσα σε επενδυτικές ευκαιρίες ή σε άνοδο της κατανάλωσης.

Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη συνεχίζει να υστερεί σε όλους τους τομείς που κρίνουν την ανταγωνιστικότητά της – από την ψηφιακή τεχνολογία και την πράσινη μετάβαση, μέχρι τη διασύνδεση και ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων και την κοινή λειτουργία των κεφαλαιαγορών. Η τραπεζική ενοποίηση παραμένει ημιτελής και η περιβόητη κεφαλαιαγορά της ΕΕ δεν έχει ακόμη δώσει τα αναμενόμενα οφέλη. Οπότε, παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις επιτοκίων, η πραγματική ανάπτυξη παραμένει δέσμια δομικών αδυναμιών που καμία νομισματική πολιτική δεν μπορεί να θεραπεύσει από μόνη της. Οι προτάσεις του Μάριο Ντράγκι και του Ενρίκο Λέττα, για παράδειγμα, έχουν περιγράψει αναλυτικά πώς θα μπορούσε να κινηθεί η Ευρώπη για να ενισχύσει τη συνολική παραγωγικότητα· ωστόσο, η εφαρμογή τους παραμένει στο στάδιο των διαβουλεύσεων και των αέναων πολιτικών προστριβών.

Όσο η ΕΚΤ παλεύει να τιθασεύσει τον πληθωρισμό με σταδιακές, αναιμικές μειώσεις επιτοκίων, η Ευρώπη συνεχίζει να παραμένει εγκλωβισμένη σε μια αέναη, παρωχημένη νοοτροπία αναζήτησης συμβιβασμών και "στρογγυλών" λύσεων, χωρίς ουσιαστική, αποτελεσματική δράση. Η πολυφωνία των κρατών-μελών καταλήγει σε βαλτώδεις συμφωνίες, αφήνοντας τη διπλή απειλή του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης και της γεωπολιτικής αστάθειας χωρίς επαρκή απάντηση. Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα δεν είναι αν η ΕΚΤ θα συνεχίσει να κόβει επιτόκια, αλλά πόση ακόμη φθορά μπορεί να αντέξει η ευρωπαϊκή οικονομία προτού βρεθεί να παρακολουθεί αμήχανη τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις να προχωρούν μπροστά.

Το 2025 είναι εδώ και η Ευρώπη ακόμη διαβουλεύεται εάν θα σηκωθεί από τον καναπέ.

Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr