Η Christine πήρε τ’ όπλο της!
Παρασκευή, 13-Σεπ-2024 00:03
Η αμερικανική Federal Reserve (Fed) ακολουθεί από το 2022 μια σαφώς πιο επιθετική πολιτική αύξησης επιτοκίων. Έχοντας σαν στόχο την μείωση του πληθωρισμού, ο οποίος έφτασε σε επίπεδα υψηλότερα του ευρωπαϊκού, τα επιτόκια των ΗΠΑ αυξήθηκαν πάνω από το 5% και, τόσο ο Jerome Powell, όσο και άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Fed, έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να τα διατηρήσουν υψηλά μέχρι να υπάρξει αισθητή και σαφής μείωση του.
Συγκριτικά η πολιτική της ΕΚΤ ήταν σαφώς πιο συγκρατημένη στις αυξήσεις και, εκμεταλλευόμενη την σταθεροποίηση του πάλαι ποτέ τέρατος, εφαρμόζει ξεκάθαρα χαλαρότερη νομισματική στρατηγική. Προσπαθώντας, άτυπα αλλά φανερά, να φουσκώσει τα πανιά της ευρωπαϊκής οικονομίας. Πιθανότατα χωρίς αποτέλεσμα, μιας και οι αιτίες για την αργή ευρωπαϊκή έξοδο από την παγκόσμια κρίση είναι πολύ περισσότερες και διαφορετικές από τον πληθωρισμό.
Η κεντρική τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England, BoE), παρόμοια με την Fed, έχει υιοθετήσει μια πολιτική αυστηρής αύξησης επιτοκίων, με τον πληθωρισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο, να έχει εκτοξευθεί σε πάνω από 10% το 2022 (ας είναι καλά το Brexit). Ωστόσο, παρά την επιθετική πολιτική, αυτός παραμένει υψηλός και η BoE δεν έχει την δυνατότητα να προβεί σε μειώσεις επιτοκίων, μέχρι τώρα.
Ένα γεγονός που δείχνει καθαρά ότι η πολιτική της ΕΚΤ είναι περισσότερο προσαρμοστική και κατορθώνει να ανταποκρίνεται (σχετικά) γρήγορα στις (πολύ) διαφορετικές και ιδιαίτερες οικονομικές προκλήσεις της ευρωζώνης.
Η πολιτική της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας (Bank of Japan, BoJ), φυσικά είναι σχεδόν αντίθετη με εκείνη της ΕΚΤ και των άλλων δυτικών κεντρικών τραπεζών, καθώς η ιαπωνική οικονομία βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια σε μία εντελώς διαφορετική φάση από εκείνες της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής. Η BoJ διατηρεί μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια εδώ και χρόνια, προσπαθώντας να υποστηρίξει την ανάπτυξη και να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, ο οποίος είναι πολύ χαμηλός. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια σταθερή και πολύ πιο χαλαρή νομισματική πολιτική, που δεν εμφανίζει άμεσους συσχετισμούς με τις κινήσεις της ΕΚΤ.
Η συγκεκριμένη μείωση των επιτοκίων θα έχει άμεσες και σοβαρές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Η χαλάρωση των επιτοκίων μειώνει το κόστος δανεισμού, καθιστώντας τον δανεισμό πιο προσιτό τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά. Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση πρώτιστα των επενδύσεων και κατόπιν της κατανάλωσης, συμβάλλοντας σημαντικά στην περαιτέρω επιτάχυνση της ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία, η οποία έχει επηρεαστεί δυσμενέστατα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις.
Επιπλέον θα βοηθήσει στην διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων υπό έλεγχο, καθώς η αναμενόμενη ενίσχυση της ρευστότητας δύσκολα θα προκαλέσει υπερβολική αύξηση τιμών. Στην Ελλάδα, με τον πληθωρισμό να μειώνεται αλλά να παραμένει μία πρόκληση, η πολιτική της ΕΚΤ σίγουρα προσφέρει επιπρόσθετη ισορροπία και σιγουριά για τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.
Επιπλέον, αυτή η μείωση και η συνολική πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ, θα πιέσει τα κέρδη των τραπεζών και θα αυξήσει την ζήτηση για δάνεια, τόσο επιχειρηματικά, όσο και ιδιωτικά. Μια πραγματικότητα που μόνο θετικές επιπτώσεις μπορεί να έχει στην ευρύτερη, πραγματική οικονομία.
Η μείωση επιτοκίων της Πέμπτης αποτελεί μέρος της ευρύτερης στρατηγικής χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, που ακολουθεί η ΕΚΤ με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης και τον έλεγχο του πληθωρισμού. Και μέχρι σήμερα δείχνει να τον επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό.
Αλλά το ουσιαστικό ζητούμενο για την Ευρωπαϊκή Οικονομία παραμένει η υλοποίηση των πολλών και μεγάλων αλλαγών. Ζητούμενο για το οποίο η Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα απ’ όσα κάνει. Οι πολιτικοί οφείλουν ν’ αναλάβουν δράση και να το κάνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Διαφορετικά, θα ξυπνήσουμε όλοι ένα πρωί, με το τραίνο να έχει χαθεί! Και την Ευρώπη να παραμένει στον σταθμό, παραμελημένος και φτωχός συγγενής…
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr