Από την κυριαρχία στους κλυδωνισμούς, μια αλαζονεία δρόμος

Δευτέρα, 01-Απρ-2024 00:01

Από την κυριαρχία στους κλυδωνισμούς, μια αλαζονεία δρόμος

1) Από την κυριαρχία στους κλυδωνισμούς, μια αλαζονεία δρόμος

Η εκτίμηση της στήλης είναι πως για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρνει το πελατοκεντρικό μοντέλο αναξιοκρατίας με το οποίο λειτουργεί το ελληνικό Δημόσιο. Στο μοντέλο αυτό μετέχουν όλα σχεδόν τα κόμματα αναλογικά. Επίσης αν η ελληνική κοινωνία επιθυμούσε να το αλλάξει, θα ψήφιζε ανάλογα και θα το είχε πράξει.

Όσο το μοντέλο αυτό δεν αλλάζει, θα δούμε και άλλες παρόμοιες "αστοχίες" για τις οποίες θα ευθύνονται η χαμηλή ικανότητα ανταπόδοσης του Δημοσίου στην κοινωνία των υπηρεσιών για τις οποίες η τελευταία υπερφορολογείται.

Βέβαια, δυστυχήματα θα συμβαίνουν όσο υπάρχουν άνθρωποι και όσο η πραγματικότητα θα παραμένει ένα πεδίο μεγαλύτερης πολυπλοκότητας από ό,τι μπορούν να προνοήσουν οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι μεμονωμένα ή ως συλλογικές κοινωνικές οντότητες. Η καλή λειτουργία των συλλογικών μηχανισμών -όπως μιας ιδιωτικής εταιρείας ή μια κρατικής όπως στην προκειμένη περίπτωση- απλά περιορίζουν τις συχνότητα.

Είναι προφανές πως τη  βασική ευθύνη για το δυστύχημα φέρουν οι σταθμάρχες που είτε διαχειρίστηκαν ανεπαρκώς τις συνθήκες που οδήγησαν στο δυστύχημα είτε απουσίαζαν από τη βάρδια τους.

Κανένας δεν περιμένει από τον πρωθυπουργό ή κάποιον υπουργό να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή όλο το 24ωρο τι συμβαίνει σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας από τη Γαύδο μέχρι τον Έβρο.

Περιμένει όμως από την πολιτική ηγεσία που ηγείται του εκτελεστικής μηχανής του Δημοσίου να φροντίζει αυτή να λειτουργεί αποτελεσματικά και ως εκ  τούτου με αξιοκρατία. Αυτό σημαίνει οι ικανότεροι να βρίσκονται στις θέσεις ευθύνης και να αμείβονται ανάλογα γι’ αυτό.

Το πρόβλημα αυτό όμως της κομματοκρατίας και της πελατοκεντρικής αναξιοκρατίας δεν είναι μόνο της τωρινής κυβέρνησης, είναι μονιμότερο πρόβλημα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί της μεταπολίτευσης με την ανάθεση ρόλου συνδιοίκησης στους συνδικαλιστές των δημοσίων οργανισμών και την ατιμωρησία, απλά πολλαπλασίασαν αυτό το πρόβλημα.

Κατά συνέπεια την πολιτική ευθύνη για το τραγικό δυστύχημα όπως και για την τραγική κατάσταση της δημόσιας διοίκησης φέρει  και η σημερινή κυβέρνηση αλλά ως κλάσμα των κυβερνήσεων που είχαν τα ηνία της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες.

Το τραγικότερο λάθος της κυβέρνησης Μητσοτάκη συνίσταται στη διαχείριση του τραγικού συμβάντος.

Ο αρμόδιος υπουργός έπρεπε να παραιτηθεί και να ζητήσει ο ίδιος την άρση της ασυλίας που εξασφαλίζει ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών από την πρώτη ημέρα. Αφού δεν το έκανε ο ίδιος θα 'πρεπε να το κάνει η κυβέρνηση.

Μέχρι να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και να αποδώσει ευθύνες η Δικαιοσύνη, ο πολιτικός προϊστάμενος του Υπουργείου Μεταφορών θα 'πρεπε να απέχει από την πολιτική δραστηριότητα και τη συμμετοχή στις εκλογές.

Η κυβέρνηση αντί να ποντάρει στην βραχεία μνήμη της επικαιρότητας, θα 'πρεπε να έχει προσεγγίσει τις οικογένειες των θυμάτων και να τους συμπαρίσταται στις προσπάθειες εξεύρεσης των υπευθύνων και απόδοσης δικαιοσύνης.

Ο εκλογικός θρίαμβος του Ιουνίου του ’23 όμως εξελήφθη σαν απαλλαγή από τις όποιες ευθύνες. Η ήττα και διάλυση της αντιπολίτευσης δημιούργησε συνθήκες εφησυχασμού και ενδεχομένως και αλαζονείας.

Η πολιτική "σφαλιάρα" δεν άργησε να έρθει. Οι δημοσκοπήσεις βέβαια καταγράφουν απώλειες για τα περισσότερα συστημικά κόμματα. Ο Κανένας άρχισε πάλι να κερδίζει έδαφος.

Οι Ευρωεκλογές χαρακτηρίζονται από χαλαρότητα γενικότερα. Σε αυτές ο κόσμος ψηφίζει πιστεύοντας πως δεν ρισκάρει να προκαλέσει κάποια σημαντική ζημιά στη ζωή του, ακόμη και αν κάνει λάθος.

Αν όμως οι ευρωεκλογές καταγράψουν μέσα σε έναν χρόνο απώλειες πάνω από 10% και τα ποσοστά πέσουν κάτω από 30%, τότε πολλοί δικαίως θα υποστηρίξουν πως το ρεύμα έχει αλλάξει. Θα αρχίσουν να απαιτούν πρόωρες εκλογές και θα ναρκοθετούν την κυβερνητική πολιτική, απαιτώντας να μην λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις, λόγω της αναντιστοιχίας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με τη λαϊκή βούληση.

Ένα κλίμα έντασης και αβεβαιότητας δεν ευνοεί την οικονομική δραστηριότητα. Το ισχυρό χαρτί της κυβέρνησης που είναι η ταχύτερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ε.Ε. θα κινδυνεύει να καεί.

Η αλαζονεία και ο εφησυχασμός που φέρνουν οι θρίαμβοι κυοφορούν το σπέρμα της παρακμής.

Η κυβέρνηση ποντάρει στις μικρές βελτιώσεις του βασικού μισθού και της καθημερινότητας για να αντιστρέψει το κλίμα. Μάλλον μάταια, γιατί οι άνθρωποι εξουσιάζονται περισσότερο από τον φόβο και την απληστία.

Περισσότερες πιθανότητες να αντιστραφεί το κλίμα υπάρχουν αν προκύψει πάλι μια κρίση όπως με την πανδημία ή με την Τουρκία ή την προσπάθεια υβριδικής εισβολής στον Έβρο. Η επιτυχής διαχείριση αυτών των κρίσεων συντηρούσε την πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας.

Βέβαια οι  κρίσεις βοηθάνε, όταν κάποιος τις διαχειρίζεται αποτελεσματικά. Από τις πυρκαγιές του 2022 και μετά η κυβέρνηση χάνει όλο και συχνότερα τον βηματισμό της.

2) Η μεγάλη εικόνα

Κύριε Στούπα

Την προηγούμενη φορά είχα αναλύσει το γιατί κατά τη δική μου ταπεινή άποψη οι εξελίξεις οδηγούν σε μία παγκόσμια οικονομική τάση που θα θυμίζει περισσότερο 1960 και λιγότερο 1990.

Μία απο-παγκοσμιοποιημένη οικονομία, με εμφανή τον εμπορικό ανταγωνισμό ακόμη και εντός της Δύσης μεταξύ των δύο μεγάλων οικονομικών μπλοκ, μία εποχή όπου, ενώ σήμερα όλοι "στοιχηματίζουν" στη μείωση των επιτοκίων, δεν αντιλαμβάνονται και δεν κοιτούν την μεγάλη εικόνα, την -με ιστορικούς όρους μεγα-κύκλων- είσοδο  σε μία εποχή υψηλών επιτοκίων, υψηλού σχετικά πληθωρισμού και νομισματικής σύσφιξης.

Η Ελλάδα εμφανίζει ακόμη και σήμερα μετά από τρία μνημόνια, την ίδια διαρθρωτική αδυναμία.

Χαμηλό ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ, στήριξη της ανάπτυξης σχεδόν αποκλειστικά μέσω της κατανάλωσης, πολύ υψηλή συνταξιοδοτική δαπάνη ως προς το ΑΕΠ, υψηλή εξάρτηση από έναν μόνο οικονομικό τομέα (τουρισμό), ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Με απλά λόγια, παραγωγικό κενό.

Στο προηγούμενο άρθρο μου δήλωνα -και δηλώνω- θετικός ως προς την πορεία του ελληνικού δημοσίου χρέους, καθώς η οικονομική προσαρμογή της προηγούμενης δεκαετίας είχε πράγματι πολύ ουσιαστικές θετικές επιδράσεις στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.

Τι γίνεται όμως στις αγορές της οικονομίας.

Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει υψηλός ρυθμός πιστωτικής επέκτασης, προς το παρόν τουλάχιστον.

Παρά αυτό το δεδομένο, παρατηρείται μία πολύ γρήγορη άνοδος των τιμών των ακινήτων, η οποία δεν δικαιολογείται αποκλειστικά και μόνο από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, τη χρυσή βίζα κτλ.

Επιπλέον παρατηρείται μια σταδιακή πλην όμως σταθερή αύξηση των κινητών περιουσιακών στοιχείων (καταθέσεις, αμοιβαία κεφάλαια, επενδυτικά ασφαλιστήρια κτλ.) ταυτόχρονα με την άνοδο των τιμών των ακινήτων .

Δεν είναι τυχαίο ότι η ελληνική αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων έχει υπερβεί σε ενεργητικό τα 17 δισ. ευρώ (ρεκόρ όλων των εποχών)

Θα διακινδυνεύσω μία "διάγνωση".

Η αύξηση των κινητών περιουσιακών στοιχείων προέρχεται από την πώληση ακινήτων.

Κάποιοι ποντάρουν στην άνοδο των ακινήτων και κάποιοι άλλοι στην αύξηση των χρηματοοικονομικών αποδόσεων.

Στην οικονομία όμως δεν ανεβαίνουν όλα μαζί ούτε πέφτουν όλα μαζί, με εξαίρεση περιόδους μεγάλης ευφορίας ή περιόδους μεγάλων κρίσεων αντιστοίχως.

Θεωρώ ότι το ορατό μέλλον δεν επιφυλάσσει κάποια μεγάλη "ευφορία" ούτε κάποια μείζονα διεθνή κρίση με στενά οικονομικά πάντα κριτήρια.

Η περίοδος της μεγάλης ευφορίας κάπου ολοκλήρωσε τον κύκλο της με τον ουκρανικό πόλεμο και τον covid-19, ενώ η μεγάλη κρίση του 2008 δεν επαναλαμβάνεται κάθε 15 χρόνια.

Η πορεία της ελληνικής αγοράς ακινήτων μου θυμίζει τον Σεπτέμβριο του 1999 στο Χρηματιστήριο.

Διαρκής άνοδος τροφοδοτούμενη από μεγάλη υπερβάλλουσα ρευστότητα και διαρκώς αυξανόμενος τζίρος.

Μόνο που όπως και τότε στο Χρηματιστήριο, έτσι και τώρα στην αγορά ακινήτων, κάποιοι ξεχνούν ότι εκτός από πλήθος αγοραστών υπάρχει και πλήθος πωλητών και μάλιστα διαρκώς αυξανόμενο.

Όσον αφορά τις οικονομικές αγορές (ομόλογα, χρηματιστήριο, καταθέσεις κτλ.) θεωρώ ότι ακόμη υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανόδου.

Όπως έχω ήδη αναφέρει, θεωρώ ότι η ελκυστικότητα των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα (ιδίως τώρα που διαφαίνεται η είσοδος σε μία βραχυμεσοπρόθεσμη φάση μείωσης επιτοκίων), το Χρηματιστήριο δεν έχει λόγο να "διορθώσει" , ενώ οι καταθέσεις και η αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων έχουν ακόμη σημαντικές πηγές εισροών (τα λεφτά από τα ακίνητα δεν κατευθύνονται σε άλλα ακίνητα, αλλά στις οικονομικές αγορές ως επί το πλείστον)

Και κάτι τελευταίο.

Πρόσφατα έτυχε να συνομιλήσω με έναν παλαιό γνωστό, συνομήλικο μου (38 ετών) ο οποίος προχώρησε στην πώληση κάποιου ακινήτου προερχόμενου από κληρονομιά στα βόρεια προάστια της Αθήνας και μάλιστα σχετικά παλαιάς κατασκευής (30 ετών περίπου).

Όταν τον ρώτησα γιατί το έκανε, ιδίως από τη στιγμή που δεν έχει άλλο ακίνητο στην κατοχή του, μου απάντησε το εξής αφοπλιστικό:

"Άκουσε να δεις, τα χρήματα που εγώ τώρα εισέπραξα αντιστοιχούν σε μισθούς 20 ετών. Όταν οι γονείς μου αγόρασαν αυτό το σπίτι, το τότε τίμημα αντιστοιχούσε σε μισθούς 5 ετών και καλά έκαναν και το αγόρασαν. Εγώ τώρα απλά εξαργύρωσα την επιταγή και δεν με πολυενδιαφέρει αν θα πάρω 100 ευρώ αύξηση στη δουλειά ή αν θα βρεθώ άνεργος".

Με ψυχρούς οικονομικούς όρους δεν βρήκα κάποιο πειστικό αντεπιχείρημα για να είμαι ειλικρινής.

ΥΓ. Τυχαίο παράδειγμα ή ένδειξη ανάδειξης μίας νεότερης ηλικιακά καινούριας "κάστας νεόπλουτων" που πράγματι τώρα "εξαργυρώνουν" τις επιταγές των γονέων τους (?) μη έχοντας κάποια αξιόλογη εργασιακή προοπτική στην αναποτελεσματική και χαμηλής έντασης γνώσης ελληνική αγορά εργασίας (;).

Ευχαριστώ

ΔΜ

kostas.stoupas@capital.gr