Η μόνη οδός λογικής για την ηλεκτρική ενέργεια

Παρασκευή, 10-Οκτ-2025 00:01

Η μόνη οδός λογικής για την ηλεκτρική ενέργεια

Του Άγη Βερούτη

Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ενεργειακής της πολιτικής. Από τη μια, έχει κάνει άλματα προς την πράσινη μετάβαση, φτάνοντας να παράγει πάνω από το 50% της ηλεκτρικής της ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Από την άλλη, εξακολουθεί να επιβαρύνεται με περιβαλλοντικές χρεώσεις ανά κιλοβατώρα σαν να ήταν χώρα που καίει ακόμη λιγνίτη και πετρέλαιο για να ανάψει τα φώτα της. Αυτή η αντίφαση δεν είναι μόνο άδικη· είναι και οικονομικά καταστροφική για τα ελληνικά νοικοκυριά και τη βιομηχανία.

Η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει τουλάχιστον δεκαετή εξαίρεση από τις ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές χρεώσεις στην ηλεκτρική ενέργεια, ώστε να ευθυγραμμιστεί η τιμή του ρεύματος με τη νέα της πραγματικότητα: μιας χώρας που η ενέργειά της είναι πλέον καθαρή τουλάχιστον κατά το ήμισυ, και σύντομα με τα έργα αποθήκευσης ακόμα παραπάνω, αλλά πληρώνεται σαν να ήταν βρώμικη κατά το σύνολο της.

Η παγίδα των "οριζόντιων" χρεώσεων είναι ύπουλη. Σήμερα, οι περιβαλλοντικές χρεώσεις, είτε μέσω του Συστήματος Εμπορίας Εκπομπών (ETS), είτε μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού προσαρμογής άνθρακα στα σύνορα (CBAM), εφαρμόζονται οριζόντια, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το πραγματικό ενεργειακό μείγμα κάθε χώρας. Ουσιαστικά, η Ελλάδα πληρώνει φόρους για ρύπους που… δεν εκπέμπει.

Στη Γερμανία, όπου η λιγνιτική και η λιθανθρακική παραγωγή εξακολουθεί να έχει μερίδιο στο σύστημα, έχει μια λογική ο φόρος άνθρακα να λειτουργεί ως αντικίνητρο. Στην Ελλάδα όμως, όπου το φυσικό αέριο καλύπτει πλέον κάτω από το ένα τρίτο της παραγωγής και οι ΑΠΕ πάνω από το μισό, ο ίδιος φόρος λειτουργεί σαν πέναλτι για μια ήδη επιτυχημένη πράσινη μετάβαση.

Είναι σαν να επιβάλλεις φόρο αλκοόλ στο νερό, απλώς επειδή κάποτε το νερό σου περιείχε σταγόνες λικέρ. 

Ελάχιστες χώρες της Ε.Ε. πέτυχαν να περάσουν το ορόσημο του 50% ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ ετησιοποιημένο. Η Ελλάδα το έκανε με κόστος. Οι πολίτες πλήρωσαν μέσω λογαριασμών, οι επιχειρήσεις επένδυσαν σε φωτοβολταϊκά πάρκα και ανεμογεννήτριες, και οι τοπικές κοινωνίες αποδέχτηκαν αλλαγές στο τοπίο τους. 

Το ενεργειακό μείγμα της χώρας είναι πλέον πιο καθαρό από της Πολωνίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας, ακόμα και της Γαλλίας σε κάποιες περιόδους του έτους. Κι όμως, η Ελλάδα εξακολουθεί να πληρώνει για εκπομπές CO₂ που έχουν ήδη μειωθεί δραστικά. Η ίδια η Eurostat καταγράφει ότι η χώρα μας έχει επιτύχει μείωση άνω του 45% στις εκπομπές ηλεκτροπαραγωγής από το 2005, όταν ξεκίνησε το ευρωπαϊκό ETS. Δηλαδή, κάναμε τη δουλειά μας, αλλά συνεχίζουμε να πληρώνουμε το ίδιο "πρόστιμο".

Το επιχείρημα της εξαίρεσης είναι απλό. Η πρόταση για δεκαετή εξαίρεση από τις περιβαλλοντικές χρεώσεις στην ηλεκτρική ενέργεια δεν είναι "παράκαμψη" των ευρωπαϊκών κανόνων, είναι ζήτημα δικαιοσύνης και αναλογικότητας.

Η Ελλάδα μπορεί να θέσει στο τραπέζι τρία ατράνταχτα επιχειρήματα:

Απόδειξη πράσινης μετάβασης: Η χώρα έχει ήδη επιτύχει και ξεπεράσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ΑΠΕ. Αυτό σημαίνει ότι η ενέργειά της είναι αντικειμενικά καθαρότερη και άρα πρέπει να τιμολογείται διαφορετικά.

Περιορισμένη διασύνδεση με την ευρωπαϊκή αγορά: Ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη απολαμβάνει διασυνδέσεις που επιτρέπουν ανταλλαγές φθηνής πράσινης ενέργειας, η Ελλάδα έχει μόλις 2-3% της κατανάλωσής της διασυνδεδεμένο σε πραγματικό χρόνο. Δεν μπορεί λοιπόν να ωφεληθεί από το "ενιαίο ευρωπαϊκό δίκτυο" που υποτίθεται ότι δικαιολογεί τις κοινές περιβαλλοντικές χρεώσεις.

Διαρθρωτική αδικία μέσω ΟΤΣ: Η Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) στην Ελλάδα καθορίζεται από το ακριβότερο καύσιμο (συνήθως φυσικό αέριο) ακόμη κι αν αυτό συμμετέχει ελάχιστα στο συνολικό μείγμα, ενώ δεν υπάρχουν πολυετή συμβόλαια σταθερής τιμής με παραγωγούς για την βασική κατανάλωση κάθε παρόχου, όπως στο σύνολο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ρεύμα από ΑΠΕ τιμολογείται χρηματιστηριακά, σαν να προέρχεται από φυσικό αέριο. Αν προσθέσουμε και τον φόρο άνθρακα, που κατ επέκταση πληρώνει καταναλωτής και για ενέργεια από ΑΠΕ που όμως τιμολογείται σαν φυσικό αέριο, η αδικία διπλασιάζεται.

Αυτά τα τρία επιχειρήματα αρκούν για να στηρίξουν μια ειδική ρήτρα 10ετούς απαλλαγής της Ελλάδας από τις περιβαλλοντικές χρεώσεις ανά κιλοβατώρα.

Τελικά όμως η συνολική ενεργειακή κατανάλωση της Ελλάδος είναι ίσως κάτω από 2% της συνολικής ευρωπαϊκής ηλεκτρικής κατανάλωσης, η οποία έχει με τη σειρά της το 7% των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα. 

Ενδεικτικά κάθε χρόνο μια χώρα όπως η Ινδία, προσθέτει ηλεκτροπαραγωγική ισχύ από άνθρακα, όσο το σύνολο της ετήσιας παραγωγής της Ελλάδος. Η ετήσια αύξηση της είναι δηλαδή μια Ελλάδα!

Κάνεις οικολόγος δεν θα χάσει τον ύπνο του αν μια χώρα σε μέγεθος της Ελλάδας που ήδη έχει επιτύχει τεράστιο ποσοστό ενέργειας από ΑΠΕ, εξαιρεθεί από τον φόρο που διαλύει τα νοικοκυριά και τη βιομηχανία μας και τελικά τη ίδια την κοινωνία. 

Αυτή η στρατηγική εφόσον αποδώσει, θα δώσει ανάσα τόσο στα νοικοκυριά όσο και στη βιομηχανία, που πασχίζει να κρατηθεί ανοιχτή στην Ελλάδα, για μια διάφορα τιμής ως €20/MWh. 

Πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η εξαίρεση; Η Ελλάδα θα μπορούσε να προτείνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα μοντέλο "conditional exemption”, δηλαδή μια εξαίρεση με όρους. 

Με αυτόν τον τρόπο, η εξαίρεση δεν θα θεωρείται "χάρη”, αλλά ανταμοιβή για πρόοδο και επανεπένδυση στην πράσινη υποδομή. Η οικονομική ανακούφιση για όλους που ήδη έχουν πληρώσει τη μετάβαση είναι δικαιοσύνη.

Όχι ελεημοσύνη. 

Η απαλλαγή αυτή θα έχει άμεσο και μετρήσιμο όφελος για κάθε ελληνικό σπίτι και επιχείρηση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ενεργειακών φορέων, οι περιβαλλοντικές χρεώσεις ανά κιλοβατώρα κυμαίνονται μεταξύ 10% και 18% του τελικού κόστους του ρεύματος.

Αν αφαιρεθούν ή μειωθούν, η μέση τιμή της κιλοβατώρας μπορεί να πέσει τουλάχιστον από τα 0,20 €/kWh στα 0,16 €/kWh, δηλαδή μια ελάφρυνση της τάξης του 20%. Για ένα νοικοκυριό που καταναλώνει 4000 kWh τον χρόνο, η εξοικονόμηση είναι περίπου &160 ευρώ ετησίως. Για μια μικρομεσαία επιχείρηση, μπορεί να φτάσει ως και τα €2.000 ευρώ τον χρόνο.

Σε εθνικό επίπεδο, η μείωση θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, ειδικά των ενεργοβόρων κλάδων (αλουμίνιο, τσιμέντο, χαλυβουργία) που παλεύουν να κρατηθούν εντός Ευρώπης και εκτός μεταφοράς παραγωγής προς τρίτες χώρες.

Αυτή είναι πράξη λογικής, και όχι παραχώρησης.  Η Ευρώπη οφείλει να επιβραβεύει τη λογική και όχι τη γραφειοκρατία, και πρέπει να καταλάβει πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται να πληρώσει ξανά για κάτι που έχει ήδη πληρώσει και ήδη πετύχει.

Η ελληνική πολιτεία πρέπει να έχει το θάρρος να το απαιτήσει, όχι ως εξαίρεση, αλλά ως παράδειγμα προς μίμηση.

agissilaos@gmail.com