Τακτική και έκτακτη χρησικτησία

Τετάρτη, 09-Ιαν-2008 09:49

Η κτήση της κυριότητας επί κινητού ή ακινήτου συνηθίζεται να επέρχεται με παράγωγο τρόπο, δηλαδή με κληρονομική διαδοχή ή, ακόμα συχνότερα, με κάποιου είδους σύμβαση, όπως η πώληση ή η δωρεά. Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις που για κάποιους νομικούς λόγους η σύμβαση με την οποία ο αγοραστής απέβλεπε καλόπιστα στην απόκτηση της κυριότητας επί του πράγματος δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της διάθεσης από ανίκανο δικαιοπρακτικά πρόσωπο ή από μη κύριο.
Η περιπτωσιολογία αυτή αποκτά μεγάλη πρακτική σημασία όταν η κτήση της κυριότητας αφορά ακίνητα, καθώς σε σχέση με τα κινητά η κυριότητα μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 1036 του Αστικού Κώδικα, να αποκτηθεί και από μη κύριο, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποίαν ο αποκτών βρίσκεται σε κακή πίστη.

Ωστόσο η απώλεια κάθε δικαιώματος του νομέα του ακινήτου ένεκα κάποιου τυπικού ελαττώματος που δεν γνώριζε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει, θα συνιστούσε ιδιαίτερα επαχθή συνέπεια για αυτόν. Αντιθέτως μάλιστα, ο νομοθέτης έκρινε, ότι ο καλόπιστος νομέας δικαιούται στις περιπτώσεις αυτές εύλογης έννομης προστασίας, πολύ περισσότερο αν συνυπολογιστεί ότι η οικονομική εκμετάλλευση του ακίνητου από αυτόν καθ’ όλο το διάστημα της νομής του, παγιώνει μια σταθερή πραγματική κατάσταση.  

Με αυτήν την δικαιολογητική βάση, το δίκαιο αναγνωρίζει στο νομέα του ακινήτου την δυνατότητα κτήσης της κυριότητας επί αυτού δια χρησικτησίας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά ορισμένες ρητώς προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η δε χρησικτησία, που αποτελεί πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας καθώς ελλείπει το στοιχείο της μεταβίβασης από άλλο πρόσωπο, διακρίνεται σε τακτική και σε έκτακτη.

Η τακτική χρησικτησία προϋποθέτει καταρχήν το ακίνητο να είναι δεκτικό χρησικτησίας και επιπλέον ο αποκτών την κυριότητα να το νέμεται καλόπιστα για διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών με βάση  κάποιον νόμιμο ή έστω νομιζόμενο τίτλο.

Δεκτικά χρησικτησίας είναι καταρχήν όλα τα ακίνητα, εκτός κι αν κριθούν ως πράγματα εκτός συναλλαγής (άρθρο 1054 ΑΚ). Ως ανεπίδεκτα χρησικτησίας θεωρούνται τα ακίνητα η κυριότητα των οποίων ανήκει σε άτομα που τελούν υπό γονική μεριμνά, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση (1055 ΑΚ), καθώς και όσα ανήκουν στο Δημόσιο και την Εκκλησία.

Η χρησικτησία εξάλλου δεν νοείται, αν δεν συντρέχει η βασική προϋπόθεση της νομής του πράγματος, η οποία θεμελιώνεται εφόσον ο νομέας αποδείξει, ότι καθ΄ όλο το απαιτούμενο χρονικό διάστημα των δέκα ετών ασκούσε ενέργειες φυσικής εξουσίασης επί του συγκεκριμένου ακινήτου. Για την στοιχειοθέτηση της νομής δηλαδή, απαιτούνται εμφανείς και διαρκείς υλικές πράξεις επί του ακινήτου, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να το μετέρχεται ως δικό του. Τέτοιες πράξεις νομής θεωρούνται, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση και η φύλαξη του ακινήτου, οι καταμετρήσεις και η σύνταξη διαγραμμάτων και, σε περίπτωση κληρονομιαίου ακινήτου, η αποδοχή της κληρονομίας και η καταβολή του οικείου φόρου. Συνεπώς δεν επαρκούν για την κατάφαση της νομής ευκαιριακές πράξεις, όπως η περίφραξη του ακινήτου, οι οποίες συνιστούν ενδείξεις απλής κατοχής του και όχι άσκησης επαρκούς εποπτείας επί αυτού.

Εξάλλου, η καλή πίστη συνίσταται ουσιαστικά στην πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα. Η πεποίθηση αυτή θα πρέπει να συντρέχει κατά τη στιγμή που ο νομέας αποκτά τη νομή του ακινήτου, άσχετα αν μεταγενέστερα συνειδητοποιήσει ότι όντως δεν είναι κύριος του.

Η ύπαρξη νόμιμου τίτλου, ως προϋπόθεση για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία, δεν λαμβάνεται ευνόητα υπό στενή έννοια, καθώς στην περίπτωση αυτή ο τίτλος θα αρκούσε από μόνος του για την θεμελίωση πλήρους δικαιώματος κυριότητας. Εν προκειμένω, ως νόμιμος τίτλος λαμβάνεται το νομικό γεγονός που θα ήταν καταρχήν πρόσφορο για την απόκτηση της κυριότητας, η οποία όμως τελικά δεν επήλθε λόγω της συνδρομής κάποιου τυπικού ελαττώματος. 

Το άρθρο 1043 του Αστικού Κώδικα ορίζει ωστόσο, ότι επαρκής για την απόκτηση κυριότητας δια τακτικής χρησικτησίας είναι και ο νομιζόμενος τίτλος, δηλαδή ο τίτλος που είναι ανύπαρκτος αλλά θεωρείται, καλόπιστα, από τον νομέα υπαρκτός και έγκυρος, εκτός κι αν η κρίση του αυτή οφείλεται σε βαριά αμέλειά του.

Η έκτακτη χρησικτησία διαφέρει από την τακτική ως προς το ότι δεν απαιτεί την ύπαρξη νόμιμου ή νομιζόμενου τίτλου, ούτε την καλόπιστη νομή του πράγματος. Για την θεμελίωσή της δηλαδή αρκεί η απόδειξη του πραγματικού γεγονότος της νομής.
Η έκτακτη χρησικτησία διαφέρει από την τακτική ως προς το ότι δεν απαιτεί την ύπαρξη νόμιμου ή νομιζόμενου τίτλου, ούτε την καλόπιστη νομή του πράγματος. Για την θεμελίωσή της δηλαδή αρκεί η απόδειξη του πραγματικού γεγονότος της νομής. Αντιστάθμισμα ωστόσο αποτελεί ο διπλάσιος χρόνος που απαιτείται να παρέλθει για την επίκληση του σχετικού δικαιώματος. Συνεπώς, η απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επέρχεται μετά την παρέλευση εικοσαετίας αφότου ο κακόπιστος νομέας άρχισε να νέμεται το ακίνητο.

Η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση διεκδικητικής αγωγής κατά του χρησιδεσπόζοντος ή με την απώλεια της νομής του ακινήτου. Ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση, η διακοπή θεωρείται ότι δεν επήλθε, αν η νομή επανακτήθηκε μέσα σε ένα έτος ή και αργότερα, αλλά με αγωγή που ασκήθηκε εντός του έτους από την διακοπή. Εξάλλου, για την απόκτηση της κυριότητας με χρησικτησία, απαιτείται η μεταγραφή του σχετικού τίτλου στα βιβλία μεταγραφών που τηρούνται στο Υποφηκοφυλάκειο της περιφέρειας του ακινήτου.

Τέλος, από φορολογικής άποψης, ιδιαίτερη σημασία έχει η παράγραφος 6 του άρθρου 2 του νόμου 1587/1950 περί «φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων», που προβλέπει, ότι σε περίπτωση που ο μεταβιβάζων επικαλείται στο συμβόλαιο την δια χρησικτησίας κτήση του ακινήτου, οφείλεται εκτός από τον φόρο για την μεταβιβαστική σύμβαση και φόρος μεταβίβασης για την κτήση με χρησικτησία, ο οποίος υπολογίζεται στην αξία της κυριότητας του ακινήτου κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου και βαρύνει τον μεταβιβάζοντα, αφού αφαιρεθούν οι επωφελείς δαπάνες που έγιναν από το χρησιδεσπόζοντα.