Κρατικές ενισχύσεις: Ο Έλληνας επιχειρηματίας και η προβληματικότητα (της προβληματικότητας)

Τετάρτη, 12-Νοε-2025 00:05

Του Κωνσταντίνου Γ. Τασάκου, PhD *

Tο Ενωσιακό δίκαιο Κρατικών Ενισχύσεων μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα περίτεχνων διατάξεων καλείται, ειδικά σε όρους περιφερειακών ενισχύσεων, να συγκεράσει την Πολιτική Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ένα σύνολο κανόνων και μέτρων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού (level playing field) με την Πολιτική Συνοχής (η οποία συγκροτεί μια στρατηγική για την προώθηση της αρμονικής ανάπτυξης των κρατών μελών και των περιφερειών τους). 

Σκοπός του, inter alia, είναι να θεραπεύσει τις αστοχίες της αγοράς (market failure), τις περιπτώσεις εκείνες που το "αόρατο χέρι" του Άνταμ Σμιθ  παθαίνει οξεία ακούσια μυϊκή σύσπαση. Στην προσπάθεια αυτή, επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα για την κατά το δη λεγόμενο "ραχοκοκαλιά της Ευρωπαϊκής οικονομίας": τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.  

Στο πλαίσιο αυτό τίθενται ορισμένες sine qua non προϋποθέσεις, προκειμένου μια επιχείρηση να είναι επιλέξιμη για ένταξη σε ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης με Ενωσιακούς πόρους. Οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες δεν γνωρίζουν επαρκώς αυτές τις προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να απευθύνονται σε συμβουλευτικές εταιρείες για την υποβολή επενδυτικής πρότασης σε κάποιο πρόγραμμα και τελικά να αποχωρούν άπρακτοι και κυρίως απογοητευμένοι.

Σκοπός του παρόντος είναι να παράσχει μια συνοπτική ενημέρωση —καθότι το θέμα είναι ευρύτερο και περίπλοκο— για την πλέον θεμελιώδη από αυτές τις προϋποθέσεις: την έννοια της προβληματικής επιχείρησης (undertaking in difficulty).

Η δομή του άρθρου έχει ως εξής:

•Εισαγωγικά θα εντοπίσουμε το στίγμα του θέματος στις συντεταγμένες της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Συνεπώς θα γίνει μια σύντομη αναφορά στο Ενωσιακό Δίκαιο Κρατικών Ενισχύσεων και στους συναφείς απαλλακτικούς κανονισμούς (υπό (α)). 

•Στις επόμενες παραγράφους θα οριοθετήσουμε την έννοια της προβληματικότητας βάσει των διατάξεων του δευτερογενούς δικαίου της ΕΕ (υπό (β)).

•Ακολούθως θα καταγραφούν μια σειρά συμβουλών προς το Έλληνα επιχειρηματία επί του θέματος (υπό (γ)). 

•Τέλος, θα διατυπωθεί μια πρόταση πολιτικής (υπό (δ)).

(α) Οι βασικοί πυλώνες της αρχιτεκτονικής του Ενωσιακού δικαίου κρατικών ενισχύσεων σε όρους δευτερογενούς δικαίου είναι οι απαλλακτικοί κανονισμοί. Απαλλακτικοί από τι; Από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης των κρατικών ενισχύσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δηλαδή από την ενδελεχή και, ως εκ τούτου, χρονοβόρα εξέταση του κατά πόσο η ενίσχυση νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Διαδικασία που, καθώς ο χρόνος ισοδυναμεί με χρήμα, κανένας επιχειρηματίας δεν επιθυμεί - ούτε και τα κράτη μέλη -για άλλους λόγους βεβαίως. Δύο από αυτούς τους κανονισμούς παρουσιάζουν άμεσο ενδιαφέρον για τον Έλληνα επιχειρηματία: 

•ο Κανονισμός de minimis1 και

•ο Γενικός Απαλλακτικός Κανονισμός (στο εξής ΓΑΚ)2

Στον Κανονισμό de minimis δεν προβλέπεται έλεγχος της προβληματικότητας των χρηματοδοτούμενων επιχειρήσεων με βάση χρηματοοικονομικά κριτήρια: Επικεντρώνεται αποκλειστικά στον περιορισμό του συνολικού ποσού ενισχύσεων (300.000 ευρώ) που μπορεί να λάβει μια επιχείρηση σε βάθος τριετίας3. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση δύναται ο εθνικός νομοθέτης να θέσει ως προϋπόθεση επιλεξιμότητας την μη προβληματικότητα της επιχείρησης σε χρηματοοικονομικούς όρους -συνήθως, πάντως, περιορίζεται στην απαίτηση προσκόμισης φορολογικής/ασφαλιστικής ενημερότητας καθώς επίσης και του Ενιαίου Πιστοποιητικού Δικαστικής Φερεγγυότητας.

Ο Γενικός Απαλλακτικός Κανονισμός συνιστά αναμφίλεκτα την κορωνίδα του Ενωσιακού Δικαίου Κρατικών ενισχύσεων. Στην ελληνική επενδυτική πραγματικότητα οι διατάξεις  του τυγχάνουν εφαρμογής στις εξής περιπτώσεις: 

•Στρατηγικές επενδύσεις του ν. 4864/2021 (στις περιπτώσεις που η αίτηση στήριξης αφορά στα κίνητρα των άρθρων 8 και 10), 

•καθεστώτα του Αναπτυξιακού νόμου 4887/2022 και

•χρηματοδοτήσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.  

Το Ενωσιακό δίκαιο, δυνάμει του ΓΑΚ,  απαγορεύει ρητά τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε προβληματικές επιχειρήσεις. Η συλλογιστική είναι απλή και κατάγεται από τις Κατευθυντήριες γραμμές του 20144:  "Δεδομένου ότι η ίδια της η ύπαρξη  διατρέχει κίνδυνο, μια προβληματική επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλο όχημα για την προώθηση άλλων στόχων δημόσιας πολιτικής έως ότου εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά της". 

(β) Ερχόμενοι στο δια ταύτα, ως προβληματική επιχείρηση νοείται η επιχείρηση για την οποία συντρέχει τουλάχιστον μία από τις εξής περιπτώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν εννοιολογικά ως εξής5:

Συντελεσμένη προβληματικότητα, έννοια  η οποία περιλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου μια επιχείρηση έχει:

-υπαχθεί σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία ή πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της

-λάβει ενίσχυση διάσωσης και δεν έχει ακόμη αποπληρώσει το δάνειο (ή λύσει τη σύμβαση εγγύησης), ή  έχει λάβει ενίσχυση αναδιάρθρωσης και υπόκειται ακόμη σε σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Επαπειλούμενη (ή χρηματοοικονομική) προβληματικότητα, η οποία συνίσταται στην απώλεια άνω του 50%  του εγγεγραμμένου εταιρικού κεφαλαίου λόγω συσσωρευμένων ζημιών (δείκτης απώλειας κεφαλαίου)6. Αξίζει να επισημανθεί πως ο εν λόγω δείκτης έχει παραπάνω από ένα αιώνα ζωής: χρονολογείται από τον ν. 2190/1920 (άρθρο 47) και επιβίωσε σχεδόν άθικτος στο ν. 4548/2018 (άρθρο 119 παρ. 4) συμφώνως του οποίου "σε περίπτωση που το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας γίνει κατώτερο από το μισό (1/2) του κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει τη γενική συνέλευση, μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη λήξη της χρήσης, με θέμα τη λύση της εταιρείας ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου".

Επιπλέον, για τις μεγάλες επιχειρήσεις η αξιολόγηση δεν περιορίζεται στον δείκτη απώλειας κεφαλαίου αλλά επεκτείνεται σε δύο ακόμη δείκτες7.  Εξειδικεύοντας: 

•στον δείκτη χρέους (Debt to Equity Ratio) που αποτυπώνει τη σχέση δανεισμού προς ίδια κεφάλαια και δεν πρέπει να υπερβαίνει το 7,58.

•στον δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων (Interest Coverage Ratio) ο οποίος πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσος με 1, ώστε τα λειτουργικά κέρδη να επαρκούν για την κάλυψη των ετήσιων τόκων.

Αναφορικά με τους δυο τελευταίους δείκτες υπογραμμίζεται ότι δεν αρκεί η ενιαύσια "αρνητική" τιμή των δεικτών, αλλά απαιτείται η "δυσχέρεια" να εκτείνεται σε δύο έτη και μάλιστα και για τους δυο δείκτες.

Επί των προαναφερθέντων προβλέπονται μια γενική εξαίρεση και σειρά ειδικών εξαιρέσεων9:

•Η γενική εξαίρεση, με ευρεία εφαρμογή στην ελληνική επιχειρηματική πραγματικότητα, αφορά στις ΜμΕ που λειτουργούν λιγότερο από τρία (3) έτη -οι οποίες επί της ουσίας δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τον κύκλο ωρίμανσης του επιχειρηματικού τους σχεδίου10

•Οι ειδικές εξαιρέσεις, περιορισμένης εφαρμογής στο ελληνικό επιχειρηματικό οικοσύστημα,  άπτονται συγκεκριμένων καθεστώτων ενίσχυσης σύμφωνα με τον ΓΑΚ και προϋποθέτουν ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις δεν τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης συγκριτικά με άλλες επιχειρήσεις11 

(γ) Η προβληματικότητα και ο  Έλληνας επιχειρηματίας

Τα βασικά σημεία που χρήζουν προσοχής από τον Έλληνα επιχειρηματία προκειμένου να διασφαλίσει έγκαιρα την εκπλήρωση της υπό ανάλυσης θεμελιώδους προϋπόθεσης επιλεξιμότητας για κρατικές ενισχύσεις  είναι τα εξής: 

Διαρκής παρακολούθηση των  δεικτών προβληματικότητας

Επιτακτική κρίνεται η προληπτική παρακολούθηση από τον Έλληνα επιχειρηματία του δείκτη απώλειας κεφαλαίου καθώς και η συνακόλουθη έγκαιρη λήψη διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση επιδείνωσής του12. Εν προκειμένω πρέπει να επισημανθεί πως η προβληματικότητα βάσει του δείκτη απώλειας κεφαλαίου  κρίνεται επί της τελευταίας κλεισμένης διαχειριστικής χρήσης και συνεπώς είναι κρίσιμο ο επιχειρηματίας, σε συνεργασία με τον λογιστή και τον σύμβουλο, να εντοπίζει έγκαιρα τυχόν ενδείξεις προβληματικότητας και να προχωρά σε κινήσεις αποκατάστασης πριν "κλειδώσουν" τα λογιστικά μεγέθη.

Έλεγχος σε επίπεδο ενιαίας επιχείρησης

Ο έλεγχος της προβληματικότητας διενεργείται σε ατομική και ενοποιημένη βάση στην περίπτωση ύπαρξης συνδεμένων και συνεργαζόμενων επιχειρήσεων (ήτοι σε επίπεδο ενιαίας επιχείρησης). Δεν είναι σπάνιο ο φορέας της επένδυσης να μην είναι προβληματικός, αλλά να καθίσταται τέτοιος λόγω των συνδεδεμένων ή συνεργαζόμενων εταιρειών13. Θα μπορούσα να μνημονεύσω περίπτωση κατά την οποία τόσο ο φορέας της επένδυσης όσο και η συνδεδεμένη επιχείρηση δεν ήταν προβληματικοί, αλλά οι συνδεδεμένες της συνδεδεμένης παρουσίαζαν τέτοιας έκτασης προβληματικότητα ώστε να παρασύρουν σε καθεστώς προβληματικότητας την ενιαία επιχείρηση εμποδίζοντας μια υγιή επιχείρηση (το φορέα της επένδυσης) να λάβει κρατική ενίσχυση. Συνεπώς είναι ένα σημείο που θέλει ιδιαίτερη προσοχή διότι ο Έλληνας επιχειρηματίας αγνοεί τον ορισμό των συνδεδεμένων/συνεργαζόμενων επιχειρήσεων. 

Χρονικό σημείο αξιολόγησης

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω η αξιολόγηση της προβληματικότητας διενεργείται στην τελευταία κλεισμένη διαχειριστική χρήση. Το Δικαστήριο της ΕΕ έχει τονίσει ότι η προβληματικότητα της επιχείρησης πρέπει να εξετάζεται με βάση τα πιο πρόσφατα οικονομικά στοιχεία κατά το χρόνο έκδοσης της εγκριτικής απόφασης χορήγησης κρατικής ενίσχυσης14. Επειδή συχνά καθυστερεί η έκδοσή της εγκριτικής απόφασης είναι πιθανόν να έχει αλλάξει η τελευταία κλεισμένη διαχειριστική χρήση, περίπτωση στην οποία ο έλεγχος της προβληματικότητας πρέπει να διενεργηθεί εκ νέου15

Προβληματικότητα και απλογραφικά βιβλία

Ο βασικός έλεγχος της προβληματικότητας με βάση το δείκτη απώλειας κεφαλαίου εφαρμόζεται τόσο στις κεφαλαιουχικές εταιρείες όσο και, mutatis mutandis, στις προσωπικές εταιρείες. Οι ΜμΕ που τηρούν κατά  κανόνα απλογραφικό σύστημα λογιστικής παρακολούθησης εφόσον ο κύκλος εργασιών τους δεν υπερβαίνει το 1,5 εκατ. ευρώ  θα πρέπει, στο πλαίσιο της στρατηγικής τους, να εξετάσουν τη μετάβαση σε διπλογραφικό σύστημα, ώστε να μπορούν να αποδεικνύουν άμεσα και με ευχέρεια τη μη προβληματικότητά τους16

(δ) Μια πρόταση πολιτικής

Ο δείκτης απώλειας κεφαλαίου συνιστά ένα κατώφλι που έχει τεθεί για κανονιστικούς σκοπούς, λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας μιας επιχείρησης, ώστε να διασφαλίζεται η ενιαία αντιμετώπιση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι ως αλάνθαστος δείκτης που προεξοφλεί την πορεία της προς χρεοκοπία. 

Έτσι, μια κερδοφόρα εταιρεία μπορεί να θεωρηθεί προβληματική λόγω ζημιών του παρελθόντος την ίδια στιγμή που είναι τραπεζικά, φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερη, ενώ μια επιχείρηση με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας μπορεί να μην εμπίπτει στον ορισμό της προβληματικότητας. 

Υπό αυτό το πρίσμα ο υφιστάμενος ορισμός της προβληματικότητας ο οποίος ερείδεται  σε ιστορικά δεδομένα θα ήταν σκόπιμο να καταστεί πιο "μελλοντοστραφής". Ειδικότερα ο δείκτης απώλειας κεφαλαίου θα πρέπει να πλαισιώνεται από έναν δείκτη ρυθμού μεταβολής κερδών (CAGR), ώστε, σε περιπτώσεις που η κερδοφορία αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς και η εξυγίανση εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί εντός ενός έως δύο ετών, η επιχείρηση να μην χάνει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση -που συχνά είναι αυτή που χρειάζεται ο επιχειρηματίας την κρίσιμη στιγμή προκειμένου να βγει οριστικά από το τέλμα. 

Άλλωστε κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στη διαφοροποίηση της νομικής μεταχείρισης μιας επιχείρησης η οποία έχει υπαχθεί στον πτωχευτικό κώδικα από μια άλλη που η καθαρή της θέση έχει "διαβρωθεί" λόγω συσσωρευμένων ζημιών. Πρόκειται για δυο περιπτώσεις ριζικά διαφορετικές οι οποίες, όμως, αντιμετωπίζονται από το νόμο ως ίδιες σε όρους προβληματικότητας. 

Ας θυμηθούμε, παραφραστικώς, στο σημείο αυτό τη σκέψη του Σταγειρίτη πατέρα της ηθικής: […] τὸ γὰρ ἴσον ἐν τοῖς ἀνομοίοις ἄδικον ἐστίν.

Ασφαλώς και αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι δεν πρόκειται για ζήτημα του Έλληνα νομοθέτη αλλά του Ενωσιακού. Ωστόσο, υπάρχουν τρόποι μέσω των οποίων οι εθνικές αρχές μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων τροποποίησης της Ενωσιακής νομοθεσίας.

Συμπεράσματα

Δεν πρέπει μόνο να "τιμωρούμε" -στερώντας τη πρόσβαση στη δημόσια χρηματοδότηση-  όσους επιχειρηματίες έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα αλλά και να επιβραβεύουμε όσους πολέμησαν για να τα λύσουν και τα κατάφεραν!   

Και στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαπενταετίας ήταν πολλοί αυτοί!

Τα ανωτέρω, αναπόφευκτα, οδηγούν, εν είδει κατακλείδας, στο ερώτημα: πόσο προβληματική είναι τελικά η ίδια η έννοια της "προβληματικότητας";

1 Κανονισμός (ΕΕ)  2023/2831
2 Κανονισμός (ΕΕ)  651/2014
3Πρόκειται ουσιαστικά για έναν οιονεί απαλλακτικό κανονισμό, ο οποίος δεν εξετάζει αν η ενίσχυση νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (όπως απαιτεί η σχετική εξουσιοδότηση της ΣΛΕΕ), αλλά θεωρεί εκ προοιμίου ότι ποσά κάτω των 300.000 ευρώ δεν μπορούν να έχουν τέτοιο αποτέλεσμα.
4Βλέπε Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μη χρηματοπιστωτικών προβληματικών επιχειρήσεων (2014/C 249/01) και ειδικότερα στο Σημείο 20.
5Κανονισμός (ΕΕ) 651/2014, Άρθρο 2, σημείο 18. 
6Η έννοια του εγγεγραμμένου κεφαλαίου δεν ορίζεται στον ΓΑΚ. Σε σχετική απόφαση του, το  Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην  υπόθεση C-347/20 SIA Zinātnes park συμπέρανε πως η έννοια του "εγγεγραμμένου μετοχικού κεφαλαίου", αναφέρεται σε όλες τις εισφορές που έχουν καταβάλει ή έχουν αμετάκλητα αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλουν οι υφιστάμενοι ή μελλοντικοί εταίροι/μέτοχοι της εταιρείας. Για μια αναλυτικότερη παρουσίαση του εν λόγω δείκτη με έμφαση στον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων  βλέπε Εθνική Υπηρεσία Κρατικών Ενισχύσεων (2017):  Διευκρινήσεις σχετικά με  ζητήματα εφαρμογής του ΓΑΚ ως προς τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως προβληματικής καθώς επίσης Απόφαση Επιτροπής  2008/696/EC, Cuppa Chups.
7Ο ορισμός της μεγάλης επιχείρησης προκύπτει e contrario βάσει της Σύστασης της Επιτροπής (2003/361/ΕΚ)  σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.
8Σύμφωνα με μελέτη της Eurofi βάσει στοιχείων Eurostat, ο μέσος δείκτης Debt-to-Equity για μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις στην ΕΕ-27 ήταν περίπου 58,5 % το 2019. Στις ΗΠΑ, ο αντίστοιχος δείκτης ήταν περίπου 83,3 % το 2022, σύμφωνα με δεδομένα της Statista.
9Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 651/2014, άρθρο 1 παρ. 4. στοιχείο γ.  Προβλεπόταν και μια ακόμα δυνατότητα παρέκκλισης για επιχειρήσεις που κατέστησαν προβληματικές κατά την περίοδο -και λόγω- της πανδημίας COVID -19, η οποία δεν έχει πλέον πρακτική εφαρμογή. 
10Κανονισμός (ΕΕ). 651/2014, άρθρο 4, σημείο 18. Ομοίως ισχύει και για τις ΜμΕ  που δεν έχουν συμπληρώσει επτά (7) έτη από την πρώτη εμπορική τους πώληση -αλλά αποκλειστικά για ενισχύσεις χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου (Κανονισμός (ΕΕ) 651/2014, άρθρο 21).
11Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: καθεστώτα ενισχύσεων για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από ορισμένες θεομηνίες, καθεστώτα ενισχύσεων εκκίνησης, καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων λειτουργίας κ.α.).
12Η μείωση μετοχικού κεφαλαίου με συμψηφισμό ζημίων και η παρεπόμενη αύξηση κεφαλαίου στο μέτρο αποκατάστασης του δείκτη είναι η πλέον πρόσφορη λύση.
13Για την έννοια της ενιαίας επιχείρησης βλέπε Σύσταση της Επιτροπής (2003/361/ΕΚ) σχετικά µε τον ορισμό των πολύ µικρών, των µικρών και των µεσαίων επιχειρήσεων και Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2020): Οδηγός χρήσης του ορισμού των ΜΜΕ.

14ΔΕΕ C-245/16, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2017, Nerea SpA κατά Regione Marche, 
15Αντιστρόφως, αν κατά την έκδοση της εγκριτικής απόφασης μια επιχείρηση δεν ήταν προβληματική το γεγονός ότι κατέστη μεταγενέστερα δεν έχει καμία επίπτωση στη νομιμότητα της ενίσχυσης.  
16Στον Αναπτυξιακό νόμο επί παραδείγματι ακόμα και η ατομική επιχείρηση υποχρεούται να συντάξει υποδείγματα πολύ μικρών οντοτήτων βάσει ΕΛΠ. Εκεί να δεις έκπληξη ο λογιστής που δεν παρακολουθεί, λόγω απλογραφικών, ούτε πελάτες, ούτε αποθέματα, ούτε υφίσταται κεφάλαιο και ένα πρωί του ζητάει ο επιχειρηματίας να συντάξει ισολογισμό!

* Ο Κωνσταντίνος Γ.  Τασάκος εργάζεται ως Σύμβουλος Επενδυτικών Προγραμμάτων στην VK PREMIUM Σύμβουλοι Ανάπτυξης Επιχειρήσεων. Οι απόψεις που εκφράζει είναι προσωπικές.