Τεχνητή νοημοσύνη, ανάπτυξη και προκλήσεις

Τετάρτη, 05-Νοε-2025 00:04

Του Μελέτη Ρεντούμη 

Η τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί τη μεγαλύτερη τεχνολογική επανάσταση του 21ου αιώνα και το νέο πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ οικονομιών, επιχειρήσεων και κοινωνιών. Η ικανότητά της να επεξεργάζεται τεράστιους όγκους δεδομένων, να μαθαίνει μέσω μηχανικής μάθησης και να λαμβάνει αποφάσεις με ταχύτητα και ακρίβεια, δημιουργεί πρωτόγνωρες ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη, αύξηση παραγωγικότητας και δημιουργία νέων επιχειρηματικών μοντέλων. 

Για την Ελλάδα, που ταλανίζεται επί δεκαετίες από χαμηλή παραγωγικότητα, γραφειοκρατία και αργή μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αποτελέσει ένα πραγματικό επιταχυντή μετασχηματισμού αν και εφόσον αξιοποιηθεί σωστά, με σχέδιο και εφικτό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.

Πιο συγκεκριμένα, η οικονομική ανάπτυξη που μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνολογία. Αφορά την αναδιάρθρωση ολόκληρων κλάδων, από τη βιομηχανία και τις μεταφορές μέχρι τον τουρισμό, τη γεωργία και τον χρηματοοικονομικό τομέα. 

Μάλιστα η ανάπτυξη  και δημιουργία των AI factories, δηλαδή κέντρων παραγωγής δεδομένων και μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε κόμβο καινοτομίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. 
Στην κατεύθυνση αυτή, ήδη υπάρχουν τα πρώτα παραδείγματα πανεπιστημιακών και ιδιωτικών πρωτοβουλιών που αξιοποιούν την ισχύ της μηχανικής μάθησης σε τομείς όπως η ενέργεια, η υγεία και η δημόσια διοίκηση. 

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως με στοχευμένες επενδύσεις και συνέργειες μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, η χώρα θα μπορούσε να αποκτήσει ένα AI  οικοσύστημα που θα παράγει εξαγώγιμη τεχνογνωσία, θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας και νέες υπηρεσίες για την οικονομία και την κοινωνία.

Παρόλα αυτά, η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι πανάκεια. Αντίθετα, κρύβει σοβαρούς κινδύνους εάν η ανάπτυξη της γίνει χωρίς σχέδιο και στρατηγική. Η Ελλάδα κινδυνεύει να περιοριστεί σε ρόλο παθητικού καταναλωτή τεχνολογιών που θα εισάγει, αντί να γίνει παραγωγός και δημιουργός τους. Αυτό συνεπάγεται πως η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, η αδυναμία διασύνδεσης της έρευνας με την αγορά και οι περιορισμένες υποδομές υπολογιστικής ισχύος, μπορεί να αποδειχθούν τροχοπέδη μεσοπρόθεσμα.

Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος να αναπτυχθούν υπερβολικές προσδοκίες, όπου οι επιχειρήσεις και ο δημόσιος τομέας, θα επενδύουν σε έργα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ή χωρίς να αντιλαμβάνονται την ανάγκη για συνεχή εκπαίδευση και ηθική διακυβέρνηση των συστημάτων AI. 

Σε αυτό το σενάριο, η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να καταλήξει αντί για μοχλός ανάπτυξης, σε πηγή ανισοτήτων, εξάρτησης από ξένες πλατφόρμες και σπατάλης πόρων.

Με βάση τα παραπάνω, για να αποδώσει η επένδυση στην τεχνητή νοημοσύνη, η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί στους τρεις παρακάτω άξονες:

Να δημιουργήσει θεσμικό πλαίσιο και εθνική στρατηγική που θα διασυνδέει την τεχνητή νοημοσύνη με τις παραγωγικές ανάγκες της οικονομίας. 

Να επενδύσει μαζικά στην εκπαίδευση, στη μεταφορά τεχνογνωσίας και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων.

Να προωθήσει και να δώσει κίνητρα για συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τη δημιουργία τοπικών data centers και AI factories, με ταυτόχρονες άμεσες ξένες επενδύσεις, που θα τροφοδοτούν τις επιχειρήσεις με αξιόπιστα μοντέλα και εφαρμογές σε χαμηλό κόστος.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι για την Ελλάδα μια ιστορική ευκαιρία, αντίστοιχη με εκείνη της βιομηχανικής επανάστασης για τις χώρες της Δύσης. Συνεπώς, αν η χώρα κινηθεί συντονισμένα, επενδύσει ουσιαστικά στην παιδεία μέσω νέων αναβαθμισμένων μεθόδων και εργαλείων, στη διακυβέρνηση και τις ψηφιακές υποδομές για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, μπορεί να μετατρέψει την τεχνητή νοημοσύνη σε μοχλό ανάπτυξης και ευημερίας για όλους.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός