Τα προβλήματα της Δικαιοσύνης με τα λόγια της ηγεσίας της
Τρίτη, 30-Σεπ-2025 00:03
Πρώτη επαγγελματική επαφή με το ποινικό δίκαιο είχα το 2005, λίγο πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο του τότε παραδικαστικού. Είχα υποστηρίξει πρόσωπο του στενού συγγενικού μου περιβάλλοντος σε μήνυσή του κατά προσώπου με σημαντική δημόσια θέση, που δεν έφθασε ποτέ στο ακροατήριο, παρά την προφανή βασιμότητά της.
Τρεις χαρακτηριστικές αντιδράσεις εισαγγελέων χαράχθηκαν στη μνήμη μου από την υπόθεση εκείνη.
Η πρώτη, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών: "Με τι είπατε ότι ασχολείστε, με φορολογικό δίκαιο; Α, γι’ αυτό είστε ρομαντικός".
Η δεύτερη, Εισαγγελέως Εφετών προς τον συγγενή μου: "Δηλαδή αδικηθήκατε στην υπόθεσή σας; Σιγά το πράγμα, συμβαίνει καθημερινά".
Η τρίτη, του τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γ. Σανιδά, που επισκέφθηκα ως έχοντα την ευθύνη διερεύνησης του τότε παραδικαστικού: "Κοιτάξτε, εγώ εξετάζω περιπτώσεις συναδέλφων μου που έχουν χρηματιστεί. Το θέμα σας δεν είναι τέτοιο. Ωστόσο, επειδή βλέπω ότι έχετε δίκιο, υποβάλλετέ μου μια αναφορά κι εγώ θα τη διαβιβάσω εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η υπόθεση. Επειδή θα την διαβιβάζω εγώ, δεν θα την αγνοήσουν".
Αν είχα τότε εμπειρία στο ποινικό δίκαιο (με το οποίο ξεκίνησα να ασχολούμαι το 2012), θα είχα υλοποιήσει άμεσα την υπόδειξη του κ. Σανιδά. Ωστόσο, τότε ήμουν όντως "ρομαντικός" και δεν το έπραξα. Έτσι, η βάσιμη μήνυση του συγγενούς μου δεν έφθασε στο ακροατήριο.
Και οι τρεις εισαγγελικές αντιδράσεις παραμένουν επίκαιρες.
Η πρώτη, διότι η κοινωνία εμμένει στον ρομαντισμό της, θεωρώντας "αυτονόητο" ότι η Δικαιοσύνη θα απονέμει πραγματική δικαιοσύνη.
Η δεύτερη, διότι πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) δικαστές και εισαγγελείς αδιαφορούν ειλικρινά, εάν πολίτες αδικούνται από τις αποφάσεις τους. Θεωρούν "αυτονόητο" ότι θα αποφασίζουν όπως αυτοί θέλουν και όχι όπως πρέπει.
Η τρίτη, διότι μερίδα δικαστών επιμένει, ευτυχώς, να θεωρεί καθήκον της την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.
Όπως αποδεικνύουν όμως οι αντιδράσεις της συνδικαλιστικής ηγεσίας δικαστών και εισαγγελέων, η αντίληψη του ως άνω Εισαγγελέα Εφετών είναι σήμερα κυρίαρχη: Δικαστές και εισαγγελείς δικαιούνται τάχα να αποφασίζουν κατά το δοκούν, ενώ ο πολίτης δικαιούται μόνον να αιτείται τη δικαστική κρίση.
Η αντίληψη αυτή διατρέχει και τα λεγόμενα των επικεφαλής του Αρείου Πάγου, Προέδρου και Εισαγγελέως, όπως καταγράφηκαν σε πρόσφατο ρεπορτάζ του Capital. Η σημειολογία όσων όρων χρησιμοποιήθηκαν είναι χαρακτηριστική:
Έγινε λόγος για "δικαίωμα" του ανακριτή (των Τεμπών) να κλείσει την ανάκριση. Ο όρος "δικαίωμα" είναι όμως εδώ εσφαλμένος. Δεν είναι ατομικό θέμα του ανακριτή το πώς θα κλείσει μια υπόθεση για να υπάρχει "δικαίωμα". Είναι αντιθέτως δημόσια εξουσία του. Εξουσία σημαίνει θεσμική ισχύ και υποχρέωση να αποφασίσει ορθά. Όχι "δικαίωμα" να αποφασίσει όπως θέλει. Να αποφασίσει πρωτίστως όπως επιτάσσει ο νόμος και, σε οριακές περιπτώσεις νομικής ερμηνείας ή κρίσης για πραγματικά περιστατικά, να ανατρέχει στην υποκειμενική του συνείδηση. Ο δικαστής είναι το στόμα του νόμου. Δεν είναι ο νόμος. Το στόμα του νόμου πρέπει να εκφέρει το νόμο και μόνον.
Η μονομερής έμφαση στην ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, κατά τον χαρακτηριστικό τίτλο του ρεπορτάζ: "Πρόεδρος Αρείου Πάγου […]: Κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν να ξεκινήσει η δίκη", είναι μέρος αυτής της προσέγγισης.
Η Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου παραγνωρίζει ότι δίκη για τα αίτια θανάτου όσων θυμάτων απανθρακώθηκαν, δεν προορίζεται σήμερα να γίνει: Δεν θα υπάρξουν κατηγορίες για τη φωτιά, εάν γίνει δεκτή η εισαγγελική πρόταση. Εφόσον όμως η ανάκριση δέχεται ότι τη φωτιά προκάλεσαν τα έλαια σιλικόνης, επιβάλλεται να κατηγορηθούν όσοι παραπλανητικώς επέτρεψαν για τις ηλεκτράμαξες ως δήθεν άφλεκτο κάτι τόσο επικίνδυνα εύφλεκτο.
Έπρεπε λοιπόν η ανάκριση να είχε διατάξει εξαρχής τοξικολογικές εξετάσεις που θα επιβεβαίωναν ως αιτία της απανθράκωσης των θυμάτων τα έλαια σιλικόνης. Εφόσον δεν είχαν γίνει τοξικολογικές εξετάσεις, να είχε διατάξει άμεση εκταφή, ώστε να επιβεβαιωθούν τα έλαια σιλικόνης ως αιτία θανάτου όσων νεκρών απανθρακώθηκαν.
Ενώ όμως αυτά ουδόλως έγιναν, η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου θεωρεί ότι ο ανακριτής είχε "δικαίωμα" να κλείσει την ανάκριση.
Και ναι μεν θεωρητικώς αίτημα για εκταφή μπορεί να υποβληθεί και στην αποδεικτική διαδικασία. Όμως στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν θα αποτελεί αντικείμενο της δίκης η απανθράκωση θυμάτων. Άρα δεν θα μπορεί στην πράξη να υποβληθεί τέτοιο αίτημα. Στο ακροατήριο δεν εξετάζεται το "όλο" έγκλημα ("in rem"), αλλά μόνον η ποινική ευθύνη συγκεκριμένων κατηγορουμένων ("in personam"), με αποκρυσταλλωμένες κατηγορίες.
Η κα. Πρόεδρος αναρωτήθηκε εάν είναι δημοκρατικό να απαιτούν κάποιοι να μην κλείσει η ανάκριση. Το ερώτημα είναι αντίστροφο: Αποδέχεται η κα. Πρόεδρος να μην κινείται θεσμικά η δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία κατά της απανθράκωσης κάποιων πολιτών της, εάν μάλιστα ευθύνεται η κακή κρατική εποπτεία σχετικά με την καταλληλότητα των ελαίων σιλικόνης για αυτό;
Οι αντίστροφοι προβληματισμοί περί δημοκρατίας φαίνονται ακόμη πιο έντονοι, όσον αφορά την αγανάκτηση που εξέφρασε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, διότι νομικοί τού ζήτησαν να δώσει εντολή να ανοίξει ξανά η ανάκριση και αυτό ήταν "εκτός νόμου", εννοώντας προφανώς όχι το να ξανανοίξει η ανάκριση, αλλά το να δώσει τέτοια εντολή αναρμοδίως ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
"Εκτός νόμου" ήταν όμως και η εντολή που αναρμοδίως είχε δώσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης να αναθέσει την υπόθεση των Τεμπών σε Εφέτη Ανακριτή, μόλις έλαβε σχετική πρωθυπουργική επιστολή. Δεν έχει σημασία αν το πρόσωπο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ήταν τότε άλλο. Ουδεμία αγανάκτηση εκφράστηκε για το "εκτός νόμου" εισαγγελικό προηγούμενο που προξένησε μάλιστα η παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας.
Συνεπώς, ζήτημα δημοκρατίας τίθεται μάλλον από τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ συγγενών θυμάτων και επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Μόνον η τελευταία "δικαιούται", φαίνεται, να ζητά πράγματα "εκτός νόμου" από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι "εκτός νόμου" ήταν και η υπόδειξη του κ. Σανιδά στην υπόθεσή μου το 2005, να του υποβάλω αναφορά που θα διαβίβαζε στο αρμόδιο όργανο. Συνεπώς, αποτελεί μάλλον συνήθη πρακτική για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παρεμβαίνει αναρμοδίως ("εκτός νόμου"), εάν κρίνει ότι υπάρχει λόγος. Αν ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θεωρεί ότι αυτό πρέπει να αλλάξει γενικά, έχει καλώς. Δεν μπορεί όμως να γίνονται επιλεκτικά "εκτός νόμου" παρεμβάσεις.
Το βαθύτερο πρόβλημα είναι άλλο: Ότι στα λόγια Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου δεν υπάρχει η παραμικρή ανησυχία, εάν έχει απονεμηθεί ορθά η Δικαιοσύνη.
Αυτή είναι όμως η αιτία έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη.
Η Δικαιοσύνη δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι αλάνθαστη. Λάθη κατά την απονομή της, αναπόφευκτα, πάντοτε θα γίνονται. Ας γίνονται όμως, αφού έχει προηγηθεί κάθε προσπάθεια ορθής απονομής της.
*Δ.Ν., Δικηγόρος