Ευθύνη από υπερχρεωμένη κληρονομία - Μια δυσμενής συνέπεια που θα έπρεπε να μην είχε επέλθει ποτέ

Παρασκευή, 19-Σεπ-2025 00:04

Του Σταμάτη Ι. Κουμάνη*

Το έτος 2010, όταν λόγω της οικονομικής κρίσης, οι υπερχρεωμένες περιουσίες αυξήθηκαν, η πολιτεία έσπευσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Εξέδωσε τον λεγόμενο νόμο Κατσέλη (ν. 3869/2010) τον οποίο στην πορεία βελτίωσε.

Οι υπερχρεωμένες περιουσίες συν τω χρόνω μετεξελίχθηκαν σε υπερχρεωμένες κληρονομίες. Γι’ αυτές δεν υπήρξε καμία ολοκληρωμένη νομοθετική παρέμβαση, παρά τις κατά καιρούς ευκαιριακές σκέψεις και συζητήσεις. Η λύση αφέθηκε στην κατάλληλη ερμηνεία των υφιστάμενων διατάξεων του Αστικού Κώδικα από τους θεωρητικούς του δικαίου και τα δικαστήρια. Εκεί κάπου ξεκίνησαν τα έντονα κοινωνικά ζητήματα και, σε πολλές περιπτώσεις, δράματα.

Στην νομική επιστήμη διατυπώνεται ότι δεν υπάρχουν κενά και ότι το δικαιικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε πρόβλημα που δημιουργούν οι νέες συνθήκες, με την κατάλληλη ερμηνεία των κανόνων ακόμη και αν αυτοί δημιουργήθηκαν υπό διαφορετικά πρότυπα. Όσο όμως η νέα πραγματική κατάσταση αποκλίνει από το νομοθετικό πρότυπο, τόσο δυσκολότερη είναι η αντιμετώπισή της με την ερμηνεία.

Η αύξηση των υπερχρεωμένων κληρονομιών ανέτρεψε τις βάσεις του ισχύοντος συστήματος κληρονομικής διαδοχής, το οποίο θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι οι κληρονομίες είναι συνήθως οικονομικά υγιείς, γι’ αυτό και συνήθως γίνονται δεκτές. Στην υπερχρεωμένη κληρονομία ισχύει το αντίθετο. Κανείς δεν θέλει να την αποκτήσει. 

Γίνεται όμως χωρίς την βούληση αυτού που αποκτά να του επιβάλλεται υποχρέωση που έφερε τρίτος; Γίνεται το χρέος του πατέρα να το αναλαμβάνει εκ του νόμου το παιδί ή και το αντίστροφο, χωρίς να εκφράσει την θετική βούλησή του; Και ακόμη εντονότερα: Γίνεται να καλείται ο πρώτος εξάδερφος, ο θείος ή ο ανιψιός να πληρώσει χρέος του μακρινού συγγενούς, με τον οποίο μπορεί να είχε απλώς τυπικές κοινωνικές σχέσεις και σίγουρα καμία συναλλακτική συνεργασία; Γίνεται το ελληνικό δημόσιο να εκδίδει καταλογιστική πράξη κατά του απώτερου συγγενούς με την ιδιότητά του ως δήθεν κληρονόμου και έτσι να τον οδηγεί σε συναλλακτικό αποκλεισμό, αφού του στερεί την φορολογική ενημερότητα; Αλλά και πόσο ορθό είναι να πρέπει ο στενός ή και απώτερος συγγενής να διεξάγει σύνθετες και μακροχρόνιες δίκες, για να απαλλαγεί  από μια ανεπιθύμητη κληρονομία. Όλα αυτά αλλά και πολλά άλλα παράδοξα είναι νοητά υπό το υφιστάμενο σύστημα.

Ο μέσος πολίτης θεωρεί αδιανόητο να ευθύνεται για ξένα χρέη, χωρίς να εκφράσει θετικά την βούλησή του. Θεωρεί αδιανόητο να ευνοείται ο πιστωτής εκείνου που πέθανε και να έχει την πρόσθετη δυνατότητα να στραφεί εκτός από την κληρονομία και κατά της περιουσίας του κληρονόμου, την οποία δυνατότητα δεν θα είχε, αν ζούσε ο κληρονομούμενος.

Τα αυτονόητα αυτά για τον μέσο πολίτη ζητήματα ο μέσος νομικός δυσκολεύεται να τα αντιμετωπίσει στην πράξη. Μόνο αυτό το γεγονός καταδεικνύει ότι το σύστημα είναι ανεπαρκές. Θα έπρεπε να περιέχει απλές και σαφείς λύσεις για όλους, ιδίως σε θέματα που κατά το κοινό περί δικαίου αίσθημα θεωρούνται αυτονόητα.

Υπό το ισχύον δίκαιο στον μέσο νομικό και τον μέσο πολίτη ο πιο απλός και σαφής τρόπος απαλλαγής από την ανεπιθύμητη, υπερχρεωμένη κληρονομία φαίνεται ότι είναι η αποποίηση. Αυτή ασκείται με απλή και ανέξοδη δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου της τελευταίας κατοικίας του αποβιώσαντος. 

Δυστυχώς όμως η αποποίηση δεν λύνει το πρόβλημα. Το μεταθέτει σε εκείνον που καλείται ως επόμενος κληρονόμος. Διότι υπό την θεμελιακή για το ισχύον δίκαιο παραδοχή ότι οι κληρονομίες είναι υγιείς και γίνονται συνήθως δεκτές, η αποποίηση θεωρείται ότι ωφελεί κάποιον άλλον. Γι’ αυτό και τον καλεί να λάβει την κληρονομία ως επόμενος κληρονόμος. Είναι τόσο έντονη αυτή η πεποίθηση του ιστορικού νομοθέτη, που ο Αστικός Κώδικας περιέχει ειδική ρύθμιση (άρθρ. 497), ότι η αποποίηση δεν θεωρείται δωρεά υπέρ του επομένου. Κανείς όμως κληρονόμος υπερχρεωμένης περιουσίας δεν θεωρεί ότι ωφελήθηκε από δωρεά.

Με την αποποίηση απαλλάσσεται από την υπερχρέωση εκείνος που αποποιήθηκε. Καλείται όμως ο επόμενος. Ποιος είναι ο επόμενος; Πρόκειται για σειρά επόμενων: Ο γιος, ο εγγονός και ο δισέγγονος του κληρονομουμένου (α΄τάξη των κληρονόμων)· κατόπιν οι γονείς, τα αδέρφια, τα ανίψια και τα τέκνα των ανιψιών (β΄ τάξη)· οι παππούδες, οι θείοι και τα πρώτα ξαδέρφια του κληρονομουμένου (γ΄ τάξη)· οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες (δ΄ τάξη)· ο σύζυγος του κληρονομουμένου ως αποκλειστικός κληρονόμος (ε΄ τάξη) και τέλος το δημόσιο (στ΄ τάξη). Για την ολοκληρωτική απαλλαγή από μια υπερχρεωμένη κληρονομία, αν θεωρηθεί ότι κάθε πρόσωπο έχει δύο τέκνα, χρειάζονται τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) αποποιήσεις. Σίγουρα δεν πρόκειται για τον πιο επιτυχή τρόπο οριστικής απαλλαγής από την υπερχρέωση.

Στο μεταξύ τα ενδιάμεσα κοινωνικής φύσης προβλήματα εξακολουθούν να είναι μείζονα. Όσο απώτερος είναι ο συγγενής που καλείται, τόσο περισσότερο αδιανόητο του φαίνεται ότι πρέπει να αποποιηθεί την ξένη περιουσία. Μάλιστα, αν στο ενδιάμεσο καλούνται και ανήλικοι (συνήθως στις πρώτες δύο τάξεις), για τους οποίους η αποποίηση προϋποθέτει άδεια δικαστηρίου και έξοδα, η απροθυμία αλλά και οι διαμαρτυρίες είναι έντονες. Λήπτες των διαμαρτυριών οι εγγύτεροι συγγενείς του αποβιώσαντος, τα τέκνα και ο σύζυγος, τους οποίους οι απώτεροι συγγενείς θεωρούν υπεύθυνους για την δική τους εμπλοκή. 

Παράλληλα όσο απομακρύνεται η σειρά των συγγενών τόσο σχετικοποιείται και καθίσταται αδιαφανές το σημείο έναρξης της προθεσμίας αποποίησης. Έτσι δεν αποκλείεται κάποιος να θεωρηθεί ότι αποδέχτηκε πλασματικά μια κληρονομία, επειδή δεν την αποποιήθηκε εμπρόθεσμα. Αν αυτός είναι λ.χ. ο πρώτος εξάδερφος του αποβιώσαντος, ο οποίος είναι επιχειρηματίας, έχει σχέσεις με το δημόσιο και χρειάζεται την φορολογική ενημερότητα, την οποία αιφνιδίως μόλις έχασε και θα πάρει χρόνια για να την ξαναποκτήσει δικαστικά, τα συναισθήματα οργής έως και απόγνωσης είναι βέβαιο ότι τον έχουν κατακλείσει. Είναι αδύνατο να το χωρέσει το μυαλό του: Πώς έγινε και θεωρείται υπόχρεος ξένου χρέους, χωρίς να εκφράσει ρητά την βούλησή, μόνο και μόνο επειδή δεν αποποιήθηκε, ενώ δεν γνώριζε ότι έπρεπε να αποποιηθεί!

Στο σημείο αυτό η λύση έρχεται μετά από μακρό χρόνο, συνήθως δια της δικαστικής οδού. Μια τόσο καθυστερημένη λύση είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας.

Τις κρίσεις των δικαστηρίων  διατρέχει η αυτονόητη θέση ότι δεν νοείται κτήση υπερχρεωμένης κληρονομίας, χωρίς την βούληση αποκτώντος. Μάλιστα είναι τόσο έντονη η ανάγκη για το αποτέλεσμα, που η σκοπιμότητα καταργεί παραδεδομένες επιστημονικές θέσεις, ακόμη και την ίδια την ρύθμιση του νόμου. Πρόκειται για αποφάσεις σκοπιμότητας. Το αποτέλεσμα θεμιτό. Ο τρόπος επιστημονικά μη αποδεκτός. 

Πάντως για την ευνοϊκή δικαστική απόφαση ο κληρονόμος πρέπει να υποβληθεί σε έξοδα. Η δυσφορία του γι’ αυτά είναι απολύτως δικαιολογημένη.

Το δαιδαλώδες ισχύον σύστημα, που περιγράφηκε μόνο σε ορισμένες πτυχές του, είναι σαφές ότι δεν δίδει απλές, σαφείς, ανέξοδες και αποτελεσματικές λύσεις στην νέα συνθήκη, την υπερχρεωμένη κληρονομία. Δεν προσεγγίζει το πρόβλημα υπό την αυτονόητη θέση ότι κανείς δεν επιθυμεί μια υπερχρεωμένη κληρονομία και κανείς δεν μπορεί να την αποκτά, χωρίς να εκφράσει την έγκυρη περί αυτού βούλησή του.

Αναγκαία λύση φαίνεται η αναθεώρηση. Η κατεύθυνση στην οποία πρέπει αυτό να συμβεί προκύπτει γενικώς από την ανάπτυξη που προηγήθηκε. Οι επί μέρους ρυθμίσεις είναι το επόμενο ζητούμενο. Δύσκολο και ταυτόχρονα εύκολο ζήτημα, εφόσον δοθεί σε αυτό η δέουσα προσοχή.

*Επίκουρου Καθηγητή Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.