Πώς θα εξαναγκάσουμε τους κακούς δικαστές να γίνουν χειρότεροι
Τρίτη, 08-Ιουλ-2025 00:03
Η γκρίνια του πελάτη είναι δικαιολογημένη: "Πότε θα βγει η απόφαση;". "Να εύχεστε, σε κανέναν χρόνο και βάλε, αν θέλετε να πάει καλά", απαντώ. "Δεν γίνεται πιο γρήγορα;", ξαναρωτούν. "Δεν καταλάβατε", ξαναλέω. "Είναι για το καλό σας να αργήσει η απόφαση, διότι θέλουμε ο δικαστής μας να ασχοληθεί στο αναγκαίο βάθος, ώστε να καταλάβει την υπόθεση και να κερδίσουμε, αφού έχουμε δίκιο".
Ο υπουργός Δικαιοσύνης όμως έχει άλλη άποψη: Ότι αν εξαναγκάσει τους δικαστές να εκδίδουν απόφαση σε ένα εξάμηνο, άντε οκτάμηνο (άρθρο 32 του νομοσχεδίου), η ορθότητα των αποφάσεων δεν θα βλαφθεί. Ενώ όσοι δικαστές ως τώρα τάχα "τεμπέλιαζαν", θα σταματήσουν αίφνης να "τεμπελιάζουν" και θα βγάζουν αποφάσεις στους έξι ή οκτώ μήνες, αφού αν δεν το πράξουν, ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου θα τους κόβει τον μισθό (άρθρο 50 παρ. 3 ν. 4938/2022).
Το βασικό πρόβλημα με αυτή την αντίληψη είναι, ότι αν οι δικαστές δεν εκδίδουν ταχέως αποφάσεις επειδή τεμπελιάζουν, τότε αυτό που δεν πρέπει να γίνει είναι, ακριβώς, η άσκηση πίεσης προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν ένας δικαστής αργεί να εκδώσει αποφάσεις επειδή τεμπελιάζει, τότε είναι κακός δικαστής και απλά δεν πρέπει να είναι δικαστής.
Ασφαλώς υπάρχουν και δικαστές που αργούν να εκδώσουν αποφάσεις επειδή τεμπελιάζουν. Τι θα πράξει όμως ένας τέτοιος δικαστής; Πιστεύει ο υπουργός ότι, μόλις θεσπιστεί το νέο καθεστώς, θα σκύψει ταπεινά το κεφάλι και θα πει "εντάξει, τέλος η τεμπελιά, στρώνομαι στη δουλειά";
Αυτό δεν θα συμβεί, διότι ο τεμπέλης παραμένει τεμπέλης, ασχέτως εξωτερικών καταναγκασμών. Θα εφεύρει, αντιθέτως, λόγους απόρριψης της αγωγής, ώστε να τηρεί το εξάμηνο-οκτάμηνο.
Ίσως ο υπουργός Δικαιοσύνης θεωρεί ότι με τις περί αοριστίας νέες ρυθμίσεις (άρθρα 25 και 27 του νομοσχεδίου) και την υποχρέωση έκδοσης διάταξης για συμπλήρωση της αγωγής, αν θέσει ο εναγόμενος ζήτημα αοριστίας, θα παύσει η προσχηματική απόρριψη αγωγών. Ομοίως και με τα άρθρα 10 και 11 για άλλες τυπικές ελλείψεις.
Οι διατάξεις αυτές φανερώνουν καλές προθέσεις. Στην πράξη όμως θα λειτουργήσουν στρεβλά: Η εφευρετικότητα ενός γνησίως τεμπέλη κλπ. δικαστή θα αποδειχθεί κλάσεις ανώτερη της εφευρετικότητας του νομοθέτη. Δεν θα δώσουμε ιδέες με το παρόν για το πώς ο τεμπέλης δικαστής θα παρακάμψει τις νέες διατάξεις, όμως "εμπιστευόμαστε" ότι θα τα καταφέρουν και μάλιστα πολύ καλύτερα από εμάς.
Το ζήτημα είναι όμως ότι μέγα πλήθος δικαστών (ίσως η πλειονότητα) δεν καθυστερούν επειδή τεμπελιάζουν.
Καταρχάς σήμερα που άνω του 80% των δικαστών είναι γυναίκες, μείζων παράμετρος καθυστερήσεων είναι η μητρότητα. Το σπίτι, όπου επεξεργάζονται οι περισσότεροι δικαστικοί τις υποθέσεις και συγγράφουν τις αποφάσεις, παύει τότε να είναι χώρος επαγγελματικής λειτουργικότητας και μετατρέπεται σε "στίβο" παιχνιδιού, οιονεί άθλησης και γκρίνιας των παιδιών. Οι χρεώσεις της μητέρας δικαστικού παραμένουν ίδιες, όμως ο διαθέσιμος χρόνος της και η ένταση της προσοχής της στα δικαστικά της καθήκοντα έχουν μειωθεί.
Και πόσα ακόμη: Προβλήματα υγείας ή θάνατοι συγγενικών προσώπων (π.χ. γονέων), παιδιά υποψήφια στις πανελλαδικές, προβλήματα προσωπικής φύσεως και όσα απασχολούν κάθε άνθρωπο. Είναι πάρα πολύ εύκολο να μείνει πίσω ο δικαστής για μερικούς μήνες, με καταλυτικές συνέπειες και για τη συνέχεια, διότι αν σε πάρει η "κατρακύλα" και μείνεις πίσω στις "χρεώσεις" σου, δεν είναι βέβαιο ότι μπορείς να επανέλθεις.
Σε μια τέτοια διεργασία πολλοί φιλότιμοι δικαστικοί ενδέχεται να υποστούν ψυχική εξάντληση τύπου burn-out κλπ. Δηλαδή όχι σωματική υπερκόπωση, αλλά εξάντληση των ψυχικών τους δυνάμεων. Αν ένας φιλότιμος δικαστικός πάθει burn-out, οι προωθούμενες ρυθμίσεις θα τον οδηγήσουν είτε σε ψυχική καταστροφή, είτε σε φυγή από το δικαστικό σώμα. Είναι αυτό επιθυμητό;
Και αυτή ακόμη η επιπλέον γραφειοκρατία που εισάγει η διαδικασία δίμηνης παράτασης της έκδοσης απόφασης, όπως και η αγχωμένη προαπόφαση περί συμπλήρωσης αοριστίας, επιβαρύνουν κι άλλο τον ήδη πιεσμένο χρόνο του δικαστή.
Δεν πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των καθυστερήσεων; Ασφαλώς. Όχι όμως εξαναγκάζοντας τους κακούς δικαστές να γίνουν χειρότεροι, τους μέτριους να γίνουν κακοί και, όσους δεν υποκύψουν στον πειρασμό της "ξεπέτας", να αισθάνονται εντελώς κορόιδα.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των καθυστερήσεων, πρέπει να κατανοηθεί πού οφείλονται αυτές.
Το βασικό τους αίτιο είναι ότι οι περισσότεροι δικαστικοί μπαίνουν στο δικαστικό σώμα με μηδενική κοινωνική εμπειρία. Με αδυναμία διάκρισης του σωστού από το λάθος. Με αδυναμία εντοπισμού του ψεύτη από τον φιλαλήθη. Με ανομολόγητες δημοσιοϋπαλληλικού χαρακτήρα φιλοδοξίες, στερούμενοι το μεράκι του δικαστή.
Δεν είναι μόνον ότι πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) νέοι δικαστές δεν έχουν γράψει ποτέ τους δικόγραφο, άρα δεν γνωρίζουν πώς να γράψουν μια δικαστική απόφαση. Αυτό με κάποια εκπαίδευση κάπως διορθώνεται. Είναι ότι δεν έχουν την κοινωνική εμπειρία του δικογράφου. Όταν έχεις εργαστεί ως δικηγόρος, γνωρίζεις και αν ο διάδικος έχει δίκιο ή άδικο. Γνωρίζεις αν πίσω από ένα επιχείρημα υποκρύπτεται αλήθεια ή ψέμα.
Ως αποτέλεσμα, μένουν αναποφάσιστοι πάνω από τις υποθέσεις τους, χωρίς να είναι σίγουροι πώς να κρίνουν. Έτσι φθάνουμε στις καθυστερήσεις. Όχι από τεμπελιά, αλλά από αναποφασιστικότητα.
Κλειδί για την απόκτηση κοινωνικής εμπειρίας είναι η ουσιώδης αύξηση του ελάχιστου ορίου ηλικίας των δικαστών. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης συζητά για 35 έτη (έναντι 28 σήμερα), όμως κι αυτό ακόμη θα ήταν χαμηλό. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει επαρκή κοινωνική ωριμότητα να κρίνει θεσμικά τους άλλους, αν δεν είναι τουλάχιστον 40 ετών;
Μια τέτοια αλλαγή θα δυσαρεστήσει βέβαια τους εν ενεργεία δικαστές. Ιδίως τους ανώτατους, που έχουν συνηθίσει να ασκούν ισχυρή επιρροή σε 28χρονα νέα παιδιά που εισέρχονται στη Σχολή Δικαστών με ανεδαφικό ρομαντισμό και μπερδεμένες φιλοδοξίες. Και που δεν διανοούνται, οι ανώτατοι δικαστικοί, ότι τα βιολογικά τους παιδιά ενδέχεται να χρειαστεί να δουλέψουν στην πραγματική ζωή μέχρι τα 40 τους, προτού γίνουν κι αυτά δικαστές.
Αν πρόκειται όμως οι δικαστές να διαμαρτύρονται έτσι κι αλλιώς, ας διαμαρτύρονται άδικα για την αναγκαία αύξηση του ορίου ηλικίας στα 40 έτη, παρά να διαμαρτύρονται δίκαια για το σημερινό βαθύτατα προβληματικό αλλά και προσβλητικό για την τρίτη εξουσία νομοσχέδιο. Που ουδεμία παθογένεια θα θεραπεύσει, ενώ θα επιδεινώσει σοβαρά την ποιότητα απονομής Δικαιοσύνης.
Ο κ. Φλωρίδης ενδεχομένως φιλοδοξεί να βελτιώσει ελαφρώς τις ελληνικές στατιστικές στην επόμενη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Έτσι εξηγούνται άλλες εξωφρενικές διατάξεις του νομοσχεδίου, όπως η απαγόρευση αναβολής στο Εφετείο, μια δυνατότητα της οποίας γινόταν σπανίως και συνήθως συνετή χρήση.
Αντιθέτως, η ουσιώδης αύξηση του ελαχίστου ορίου ηλικίας εισαγωγής στο δικαστικό σώμα στα 40 έτη, θα λύσει σε βάθος χρόνου πλείστα προβλήματα, θα του διασφαλίσει δε υστεροφημία για πολλές επόμενες γενιές.
*Δ.Ν., Δικηγόρος