Δικαιοσύνη: Δεν είναι η επιλογή της ηγεσίας από την κυβέρνηση το μείζον πρόβλημα

Τρίτη, 11-Μαρ-2025 00:03

Του Γεωργίου Ι. Μάτσου

Η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης αποτελεί ένα από τα πολλά προβλήματα της ημιτελούς δημοκρατίας του 1974. Ορισμένες επιπτώσεις της θεσμοθετημένης επιρροής του πολιτικού συστήματος επί της ηγεσίας της Δικαιοσύνης αναλύσαμε σε προηγούμενο άρθρο. Το κυβερνητικό προνόμιο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης θα αποτελεί πάντα πρόβλημα, όταν θα πρέπει να διερευνηθούν τυχόν κυβερνητικές ευθύνες σε οποιαδήποτε υπόθεση.

Συχνά προτείνεται ως λύση στο σημερινό καθεστώς ελλιπούς διάκρισης των εξουσιών η "αυτοεπιλογή" των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων από τους ίδιους τους δικαστές. Η παρούσα κυβέρνηση κινήθηκε ήδη προς αυτή την κατεύθυνση με το νέο άρθρο 27 ν. 5123/2024, που δίδει στις Ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων τη δυνατότητα να προτείνουν τους προς τοποθέτηση προέδρους και αντιπροέδρους (καθώς και Εισαγγελέα και Αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου). Τούτο θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά στις φετινές επιλογές. Σημειώνεται ότι φέτος αποχωρούν και Πρόεδρος και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. 

Εντούτοις, η αυτοεπιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από τους ίδιους τους δικαστές ενέχει σημαντικά προβλήματα, μη ορατά στους εκτός νυμφώνος. Πυρήνας των προβλημάτων είναι οι τεράστιοι όσο και αδιαφανείς δικαστικοί φατριασμοί, που συχνά επηρεάζουν ακόμη και την ίδια την έκβαση υποθέσεων. Εν μέρει μόνον καθίστανται ορατοί οι φατριασμοί στις διαδικασίες εκλογής προϊσταμένων στα μεγάλα Πρωτοδικεία, Εφετεία και Εισαγγελίες. Η επέκταση των εκλογικών διαδικασιών στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης θα επεκτείνει και θα τσιμεντώσει (αν καταστεί συνταγματικός κανόνας) τη σημασία των φατριασμών. Οι φατριασμοί αυτοί ενδέχεται να λειτουργήσουν ακόμη παραλυτικά για την απονομή της Δικαιοσύνης. Διότι σήμερα οι δικαστές τουλάχιστον λογοδοτούν κάπου, έστω απωτάτως στην κυβέρνηση, που λογοδοτεί στον λαό. Τι θα συμβεί εάν δεν θα λογοδοτούν πια πουθενά;

Ήδη η εμπειρία από την επικείμενη εφαρμογή της δυνατότητας πρότασης ηγεσίας από τις Ολομέλειες μοιάζει αρνητική, εάν πιστέψουμε τους ψίθυρους που διαρρέονται από τα ανώτατα δικαστήρια. Οι φατριασμοί έχουν ξεπεράσει κάθε όριο, ενώ οι (τοποθετημένοι από την κυβέρνηση) εν ενεργεία επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων, φαίνεται να παίζουν καταλυτικό ρόλο στις διεργασίες, μειώνοντας έτσι αντί να αυξήσουν την ανεξαρτησία των ανωτάτων δικαστηρίων. 

Ποιος μπορεί δε να αποκλείσει, τώρα ή στο μέλλον, οι εν ενεργεία επικεφαλής του εκάστοτε ανωτάτου δικαστηρίου να επικοινωνούν ατύπως με την κυβέρνηση για το ποιος θα προταθεί, ώστε να διασφαλιστεί ταύτιση απόψεων μεταξύ Ολομελειών και υπουργικού συμβουλίου; Ο γράφων ουδεμία τέτοια πληροφορία διαθέτει για τις σημερινές διεργασίες, αλλά θα ήταν αφύσικο να μην υπάρξουν τέτοιες, στην ελληνική μάλιστα πραγματικότητα. Θα είναι ούτως ή άλλως δύσκολο για μια κυβέρνηση να έλθει σε σύγκρουση με την εκπεφρασμένη επιθυμία των Ολομελειών. Δεν είναι ίδιο όταν δεν ακολουθείται η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, ενός μη έχοντος σχέση με τα ίδια τα δικαστήρια οργάνου, που δεν θα υποστεί άμεσα τις συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής.

Αν θέλουμε ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, σημείο εκκίνησης είναι όχι το πώς ορίζεται η ηγεσία της Δικαιοσύνης, αλλά κάποιες "λεπτομέρειες" με τεράστια πρακτική σημασία. Θα ασχοληθούμε εδώ με δύο τέτοιες. Η πρώτη είναι τα καθήκοντα οιονεί "συγκυβερνήτη" που αναθέτουν οι κυβερνήσεις σε δικαστές, ενώ η δεύτερη ισχύς των οριζόμενων από την κυβέρνηση επικεφαλής.

Οι κυβερνήσεις αναθέτουν λοιπόν πλήθος διοικητικών καθηκόντων σε δικαστές, κατά παράβαση του αναθεωρημένου το 2001 άρθρου 89 παρ. 3 του Συντάγματος. Καθήκοντα μάλιστα πολύ ουσιωδέστερα από αυτά που πρόσφατα δήλωσε ότι θα αφαιρέσει από τα τακτικά καθήκοντα των δικαστών το υπουργείο Δικαιοσύνης, όπως:

-Η συστηματική συμμετοχή των δικαστών σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Καθαυτή η διενέργεια του νομοπαρασκευαστικού έργου από την κυβέρνηση συνιστά κρίσιμη παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών εις βάρος της Βουλής. Όταν τα καθήκοντα αυτά ανατίθενται από την κυβέρνηση σε δικαστές, πέραν της επιπλέον παραβίασης της διάκρισης των εξουσιών, πολλαπλασιάζεται η ατομική εξουσία των "προνομιούχων" δικαστών που επιλέγονται (από την κυβέρνηση) να συμμετάσχουν σε νομοπαρασκευαστικές και παρόμοιου χαρακτήρα επιτροπές με σημαντική εξουσία. Τέτοια καθήκοντα συμβάλλουν και στην "πρώτη γνωριμία" του πολιτικού συστήματος με φιλόδοξους δικαστές κατωτέρων βαθμίδων.

-Ακόμη σημαντικότερο πρόβλημα είναι η ανάθεση σε δικαστές του δικονομικού νομοπαρασκευαστικού έργου, ήτοι της αλλαγής των κανόνων που διέπουν τις δίκες. Η μεγάλη εμπειρία των δικαστικών λειτουργών με τη δικονομία θα μπορούσε αξιοποιείται θεσμικά, με τη θέσπιση υποχρεωτικής έκφρασης γνώμης του αρμοδίου ανωτάτου δικαστηρίου σε κάθε νομοπαρασκευαστική διαδικασία των δικονομικών κανόνων. Όχι όμως με το να καθίστανται οι ίδιοι οι δικαστές de facto αρμόδιοι για την έκδοση των κανόνων με τους οποίους δικάζουν.

-Η συστηματική ανάθεση σε δικαστές καθηκόντων "συμβούλων" υπουργών. Η ιδιότητα του κυβερνητικού "συμβούλου" προσθέτει στην ήδη μεγάλη εξουσία του δικαστή τη συνάσκηση της εκτελεστικής εξουσίας με την κυβέρνηση. Είναι άγνωστος ο αριθμός των δικαστών που είναι "σύμβουλοι" υπουργών, όπως και εντελώς αδιαφανής ο τρόπος επιλογής τους.

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν κατά ευθεία παράβαση του Συντάγματος και η διόρθωσή τους μπορεί να γίνει άμεσα από τον κοινό νομοθέτη.

Το δεύτερο πεδίο έμμεσης παρέμβασης του πολιτικού συστήματος στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, είναι η άμεση ή έμμεση εξουσία των επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων να καθορίζουν, ποιοι δικαστές ή ποιοι εισαγγελείς θα χειρίζονται κάθε υπόθεση. 

Αυτό συμβαίνει κατά νόμο σε όλες τις εισαγγελίες και σε συνδυασμό με την ιεραρχία που ισχύει ειδικώς για τους εισαγγελείς, καθιστά τεράστια την ισχύ των προϊσταμένων των μεγάλων εισαγγελιών και εντέλει του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. 

Στα δικαστήρια ναι μεν δεν ισχύει ιεραρχία, όμως η ισχύς των προέδρων τους παραμένει τεράστια, είτε αυτοτελώς είτε μέσω των Ολομελειών, στις οποίες πρόεδροι και αντιπρόεδροι έχουν καταλυτική επιρροή.

Ειδικώς μάλιστα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, οι κανόνες κατανομής των δικαστών δεν καθορίζονται από τον νόμο (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), αλλά από τον εσωτερικό του Κανονισμό, κατά προφανή παράβαση του Συντάγματος που δεν επιτρέπει νομοθετική εξουσιοδότηση προς δικαστήριο. Κατά το άρθρο 5 του Κανονισμού αυτού, το πρόγραμμα συνθέσεων των δικασίμων ορίζονται από τον επικεφαλής κάθε σχηματισμού. Άρα της Ολομέλειας που εκδικάζει τις σημαντικές υποθέσεις ορίζεται από τον Πρόεδρο του ΣτΕ. Και ναι μεν η τελευταία μεταρρύθμιση της δικονομίας του ΣτΕ προέβλεψε αλγόριθμο για την κατανομή των υποθέσεων σε εισηγητές-δικαστές, ο αλγόριθμος όμως δεν εφαρμόζεται στις σημαντικότερες υποθέσεις που εισάγονται απευθείας στην Ολομέλεια (και καθορίζει ο Πρόεδρος ποιες είναι αυτές), ενώ ακόμη και στις λοιπές υποθέσεις υπάρχει η δυνατότητα ορισμού νέου εισηγητή από τους επικεφαλής των Τμημάτων του ΣτΕ, όταν προσδιορίζεται η δικάσιμος της υπόθεσης.

Αν λοιπόν Εισαγγελέας του ΑΠ και Πρόεδρος του ΣτΕ μπορούν να ορίζουν άμεσα ή έμμεσα ποιοι εισαγγελείς ή δικαστές, αντίστοιχα, θα κρίνουν όλες ή πάντως τις σημαντικές υποθέσεις, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της θεσμικής εξουσίας που τα πρόσωπα αυτά διαθέτουν: Στον μικρόκοσμο της Δικαιοσύνης οι επικεφαλής γνωρίζουν λίγο-πολύ ποιες είναι οι εν γένει απόψεις και η πρακτική του κάθε δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού.

Η έμμεση αυτή επιρροή της κυβέρνησης επί του ποιος εισαγγελέας ή δικαστής ασχολείται με ποια υπόθεση, μπορεί συνεπώς να καταργηθεί "με ένα νόμο και ένα άρθρο" ή έστω έναν νόμο με λίγα άρθρα, ορίζοντας υποχρεωτικό αλγόριθμο για την ανάθεση όλων των υποθέσεων στα εκάστοτε πρόσωπα των εισαγγελέων ή των δικαστών.

Αν λοιπόν όντως θέλουμε ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, ας ξεκινήσουμε με την πλήρη τήρηση της απαγόρευσης ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστές, όπως και με την θέσπισης γενικής και απόλυτης τυχαιότητας στο ποιος δικαστής ή εισαγγελέας θα ασχοληθεί με την κάθε υπόθεση. Τολμούμε; Πολύ φοβάμαι πως όχι.

*Δ.Ν., Δικηγόρος