ΗΠΑ και ΕΕ δοκιμάζουν το Τραμπ 2.0
Πέμπτη, 30-Ιαν-2025 00:04
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα έχει σημαντικές βραχυπρόθεσμες και μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, τόσο στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, όσο και διεθνώς στον παγκόσμιο χάρτη πολιτικής και οικονομικής ισχύος.
Ποιος όμως θα είναι ο αντίκτυπος για τις ΗΠΑ, μιας εντολής επικεντρωμένης στον οικονομικό εθνικισμό, τους δασμούς και τις φορολογικές περικοπές; Και ποιες θα είναι οι οικονομικές επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Ο Τραμπ έχει χώρο πειραματισμού
Παρά την αρνητική αντίληψη των Αμερικανών ψηφοφόρων, ο Τραμπ κληρονομεί μια αναπτυσσόμενη οικονομία.
Το ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2024 είναι πιθανό να αυξηθεί κατά 2,8% και πριν από τις εκλογές, οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούσαν ότι σε ένα σενάριο "μη αλλαγής πολιτικής", η ανάπτυξη θα ήταν πάνω από 2% το 2025 και το 2026. Επιπλέον, σύμφωνα με τις ίδιες παραδοχές, ο πληθωρισμός θα είχε μειωθεί στο 2% μέχρι το τέλος του 2025, ενώ το ποσοστό ανεργίας θα παρέμενε κάτω από το 4,5%.
Αυτό σημαίνει ότι η νέα διοίκηση θα έχει "περιθώριο πειραματισμού", καθώς οι εσωτερικές αντιφάσεις στις πολιτικές που ανακοίνωσε ο Τραμπ, θα καλύπτονται βραχυπρόθεσμα από την ευνοϊκή οικονομική κατάσταση. Σύμφωνα με το World Economic Outlook που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Οκτώβριο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμούσε ότι, εάν εφαρμοστούν, οι πολιτικές του Τραμπ – σε ένα σενάριο επιβολής ελάχιστου δασμού 10% στις εισαγωγές από τον υπόλοιπο κόσμο (με αντίποινα από εμπορικούς εταίρους), ο περιορισμός των καθαρών μεταναστευτικών ροών, και η επέκταση των φορολογικών περικοπών που λήγουν το 2025, θα οδηγήσουν σε μείωση της αύξησης του ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα, το 2025, και περαιτέρω μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα το 2026, με σχετικά περιορισμένη επίδραση στον πληθωρισμό (+0,2 της ποσοστιαίας μονάδας το 2025).
Ορισμένες οικονομικές προσομοιώσεις, που πραγματοποιούνται από ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δίνουν μεγαλύτερο πληθωριστικό αντίκτυπο. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτές τις προσομοιώσεις, ο πληθωρισμός των ΗΠΑ το 2025 θα παραμείνει κάτω από το 3%.
Ως εκ τούτου, ακόμη και σε ένα ακραίο σενάριο, η οικονομία των ΗΠΑ δεν θα βιώσει ύφεση, ή σημαντική επιτάχυνση του πληθωρισμού.
Δεν αποκλείεται ότι, εάν υλοποιηθεί μόνο ένα μέρος του προγράμματος του Τραμπ (για παράδειγμα, εάν επιβληθούν μόνο μερικοί από τους απειλούμενους δασμούς και εάν οι μεταναστευτικές πολιτικές είναι λιγότερο δραστικές στο απασχολούμενο εργατικό δυναμικό από ό, τι ανακοινώθηκε, ενώ εισάγονται νέες φορολογικές περικοπές, το αποτέλεσμα της ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα θα μπορούσε να είναι και θετικό.
Ωστόσο, σε ένα τέτοιο σενάριο, το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, ήδη πάνω από το 6% του ΑΕΠ το 2024, θα αυξηθεί περαιτέρω, δημιουργώντας την ανάγκη για ισχυρή δημοσιονομική εξυγίανση, και οδηγώντας σε χαμηλότερη ανάπτυξη στο μέλλον.
Ενίσχυση των μονοπωλιακών θέσεων
Δεδομένου ότι κανείς δεν γνωρίζει επί του παρόντος, πώς και σε ποιο βαθμό θα εφαρμοστεί η ατζέντα του Τραμπ, μια από τις κύριες επιπτώσεις της νέας διοίκησης θα είναι η διάχυτη και επίμονη αβεβαιότητα, η οποία θα επηρεάσει τόσο την οικονομία των ΗΠΑ, όσο και τις οικονομίες των εμπορικών εταίρων τους.
Ωστόσο, οι περισσότερο σημαντικές συνέπειες από τις πολιτικές και τις πρακτικές του Τραμπ θα προκύψουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Τα τελευταία χρόνια, οι μεγάλες εθνικές εταιρείες κατέχουν μονοπωλιακές θέσεις στην αγορά, οι οποίες έχουν αποδυναμώσει τον ανταγωνισμό.
Οι παρεμβάσεις του Τραμπ θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε περαιτέρω ενίσχυση των μονοπωλιακών θέσεων, μέσω μιας χαλαρής επιβολής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν την επιστροφή στην "Χρυσή Εποχή", με την άνοδο ισχυρών ομίλων, οι οποίοι μονοπωλούν τις αγορές και συσσωρεύουν μεγάλο πλούτο και δύναμη.
Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, ότι η εγγύτητα των εταιρειών με τον νέο πρόεδρο θα είναι κρίσιμος παράγοντας για την επίτευξη της χαλάρωσης, ή και κατάργησης ρυθμιστικών κανονισμών π.χ. στον τομέα των κρυπτονομισμάτων και στον τομέα των ορυκτών καυσίμων.
Το όραμα του Τραμπ για μια οικονομία με λίγους κανόνες και κανονισμούς, αλλά με δημόσιες δαπάνες οι οποίες θα έπρεπε να εκταμιεύονται σύμφωνα με κριτήρια εγγύτητας πολιτικών πεποιθήσεων, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνονται να υιοθετούν αυτό το σενάριο, όπως αποδεικνύεται από την άνοδο των αποτιμήσεων των κρυπτονομισμάτων και την μεγάλη αύξηση της αξίας των μετοχών των εταιρειών, οι οποίες συνέβαλαν γενναιόδωρα στην προεκλογική εκστρατεία του Trump.
Η προοπτική ενός καπιταλισμού ο οποίος κυριαρχείται από μια τάξη "καινοτόμων εισοδηματιών", οι οποίοι ανήκουν στο τεχνολογικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και είναι στενά συνυφασμένοι με την πολιτική εξουσία, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επιδείνωνε τις ανισότητες εισοδήματος και πλούτου και θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στον χαρακτήρα και τη φύση της αμερικανικής δημοκρατίας.
Η απειλή των δασμών για την Ε.Ε.
Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία φαίνεται να είναι εκείνη, η οποία κινδυνεύει ιδιαίτερα, δεδομένης της μεγάλης επί του προκειμένου εμπορικής ανισορροπίας μεταξύ της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά, το πλεόνασμα των εξαγωγών καινουργών αυτοκινήτων από την Ε.Ε. προς τις ΗΠΑ παρουσίασε αύξηση 11%, από $27,7 δισεκ. το 2022 σε $30,7 δισεκ. το 2023.
Μια γενικότερη εξισορροπητική επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ, θα είχε σημαντική αρνητική επίπτωση στην ήδη σχεδόν στάσιμη, κατά τα δυο τελευταία έτη, ευρωπαϊκή οικονομία,. Οι τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν μικρή μόνο μεγέθυνση το 2025 και το 2026 (+1,3% και +1,6% αντίστοιχα).
Ωστόσο, το ΔΝΤ εκτιμά, ότι ένας δασμός 10% που θα μπορούσε να επιβληθεί από τις ΗΠΑ επί των εισαγωγών ευρωπαϊκών προϊόντων, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα η οποία δημιουργείται από την εμπορική πολιτική του Τραμπ, θα αφαιρούσε μία ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξης της Ευρώπης κατά την περίοδο 2025-2026. Η αδυναμία της διαπραγματευτικής θέσης της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ, καταδεικνύεται από το μεγάλο διμερές εμπορικό πλεόνασμα υπέρ της ¨Ενωσης (ύψους 156,6 δισ. ευρώ το 2023)- το οποίο την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε μέτρα προστατευτισμού των ΗΠΑ - καθώς θα είχε περισσότερα να χάσει σε περίπτωση κλιμάκωσης της σύγκρουσης.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ, προκειμένου να αποφευχθεί ένας εμπορικός πόλεμος και πιο συγκεκριμένα νέοι δασμοί στις εξαγωγές αυτοκινήτων της ΕΕ, ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, συναντήθηκε με τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο και δεσμεύτηκε, ότι η Ε.Ε. θα αγόραζε περισσότερα αμερικανικά προϊόντα, ιδίως υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και σόγια. Η "στρατηγική Γιούνκερ", του 2018, λειτούργησε.
Οι εισαγωγές LNG και σόγιας από την Ε.Ε. αυξήθηκαν σημαντικά: Οι πρώτες αυξήθηκαν έντονα, αν και από πολύ χαμηλή βάση, ενώ οι εισαγωγές σόγιας διπλασιάστηκαν τους 12 μήνες μετά τη συνάντηση Τραμπ-Γιούνκερ. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον δεν κλιμάκωσε τις εμπορικές εντάσεις.
Σύμφωνα με δηλώσεις ανώτερων αξιωματούχων της Ε.Ε. οι Βρυξέλλες θα μπορούσαν και τώρα να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με μια πρόταση για την αγορά περισσότερων αμερικανικών αγαθών, όπως συνέβη το 2018, παραμένοντας έτοιμες για αντίποινα σε περίπτωση μονομερούς εφαρμογής νέων δασμών.
Η αύξηση των εισαγωγών από τις ΗΠΑ αυτή τη φορά θα περιελάμβανε, όχι μόνο LNG και ενδεχομένως γεωργικά προϊόντα, αλλά και στρατιωτικό εξοπλισμό.
Ωστόσο, αυτή η κίνηση δεν θεωρείται πιθανό να μειώσει σημαντικά το πλεόνασμα της ΕΕ έναντι του διατλαντικού εταίρου της.
Στην πραγματικότητα, στον απόηχο της συμφωνίας Γιούνκερ-Τραμπ, το 2018, το θετικό ισοζύγιο συνέχισε να αυξάνεται υπέρ της Ε.Ε. και ως εκ τούτου η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ δεν πέτυχε την εμπορική εξισορρόπηση που επεδίωκε.
Αυτό θα ήταν πιθανώς το αποτέλεσμα και αυτή τη φορά, λαμβάνοντας υπόψη ότι, υπάρχουν όρια στην ποσότητα υγροποιημένου φυσικού αερίου και γεωργικών προϊόντων που μπορεί να αγοράσει η Ε.Ε. από τις ΗΠΑ και, όπως υποστήριξαν ορισμένοι παρατηρητές, η Αμερικανική βιομηχανία όπλων ενδέχεται να μην είναι σε θέση να προμηθεύσει επαρκώς την Ε.Ε.
Ακόμη, η διαφορά ανάπτυξης μεταξύ των δύο οικονομιών, υπέρ των ΗΠΑ, είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση των καθαρών εξαγωγών της Ε.Ε. προς τις ΗΠΑ, ειδικά αν υποτιμηθεί το δολάριο, στοιχείο το οποίο περιλαμβάνει η ατζέντα Τραμπ.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η νέα Αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε στη συνέχεια να απαιτήσει από την ΕΕ να αγοράσει ακόμη περισσότερα αμερικανικά προϊόντα, αν θα είχε τη δυνατότητα να τα προμηθεύσει, ή να προσφύγει σε νέους δασμούς.
Σε αυτή την περίπτωση, οι Βρυξέλλες θα αναγκαστούν να θέσουν αντίποινα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Εάν η Ε.Ε. αποφασίσει να συγκρουστεί με τις ΗΠΑ, στην περίπτωση που η κυβέρνηση Τραμπ απειλήσει να επιβάλει απότομη αύξηση των δασμών, θα ήταν απαραίτητο για τα κράτη μέλη της να παραμείνουν ενωμένα και να εξουσιοδοτήσουν για τις διαπραγματεύσεις την Επιτροπή, χωρίς να προσπαθήσουν να επιτύχουν συμφωνίες με τις ΗΠΑ κατ’ ιδίαν.
Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι παρέμεναν διαιρεμένοι, το οικονομικό τίμημα θα ήταν βαρύτερο και ο κίνδυνος μεγάλος η Ε.Ε. να κατακερματιστεί, προκαλώντας πικρές διαμάχες μεταξύ των κρατών μελών.
Εξωτερικές και εσωτερικές προκλήσεις για την Ε.Ε.
Ενώ οι άμεσες πολιτικές αντιδράσεις στην αύξηση των δασμών των ΗΠΑ συνεπάγονται δύσκολους συμβιβασμούς, η επιθυμητή κατεύθυνση για την Ε.Ε. μεσοπρόθεσμα είναι σαφέστερη.
Στο εξωτερικό μέτωπο, η Ε.Ε. θα πρέπει να οικοδομήσει συμμαχίες, για να αντιμετωπίσει την τάση προστατευτισμού την οποία ενδεχομένως θα διαχύσει η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ.
Η Ένωση θα πρέπει να δείξει, ότι είναι έτοιμη να αναλάβει την πρόκληση της σύναψης συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών με χώρες και περιοχές του Παγκόσμιου Νότου.
Από αυτή την άποψη, η επέκταση της συμφωνίας με το Μεξικό -κατάργηση δασμών εξαγώγιμων προϊόντων αγροδιατροφής της Ε.Ε.- αντιπροσωπεύει μια θετική εξέλιξη, όπως και το αν επικυρωθεί η συμφωνία με τη Mercosur της Ν. Αμερικής – η Γαλλία αντιτίθεται- γεγονός το οποίο θα στείλει ένα κρίσιμο μήνυμα και στις ανεπτυγμένες χώρες όπως πχ, για την τελική επικύρωση της συμφωνίας με τον Καναδά, CETA.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η Ε.Ε. θα πρέπει να λειτουργήσει - ανεξάρτητα από τον κίνδυνο εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ - αλλάζοντας το πρότυπο ανάπτυξής της, βασιζόμενη περισσότερο στις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης και λιγότερο στις καθαρές εξαγωγές.
Από αυτήν την άποψη, οι εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα έχουν διαμορφώσει πολύ χρήσιμες προτάσεις, ώστε η ευρωπαϊκή οικονομία να γίνει ανθεκτικότερη και, ως εκ τούτου, λιγότερο ευάλωτη στις εξωτερικές απειλές.
Μένει να δούμε αν υπάρχει το πολιτικό κεφάλαιο και η βούληση προκειμένου η ΕΕ να ακολουθήσει μια δυναμική ανεξάρτητη στρατηγική.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι οικονομολόγος, γεωπολιτικός αναλυτής