Ο Εχθρός του Εχθρού μου

Παρασκευή, 20-Δεκ-2024 00:04

Του Δημητρίου Κ. Ρούσση*

Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στη δεκαετία του ’40 και στη θεωρία της ισορροπίας του Αυστριακού ψυχολόγου Fritz Heider για να αναγνωρίσουμε τη βασιμότητα του αξιώματος "ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου". Πέραν από την επενέργεια της θέσης αυτής σε κοινωνικό επίπεδο και τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, η έκβαση πληθώρας διπλωματικών, αλλά και πολεμικών συγκρούσεων, έχει κατά το παρελθόν κριθεί από την εφαρμογή αυτής ακριβώς της αρχής.

Η ανάπτυξη συμμαχιών μεταξύ πάλαι ποτέ παραδοσιακών αντίπαλων κρατικών οντοτήτων και ετερόδοξων λαών για την αντιμετώπιση κοινής απειλής αποτελεί συχνότατο φαινόμενο και κατάδηλη ιστορική αναγκαιότητα: από την αρχαία εποχή της σύμπραξης της Αθήνας και της Σπάρτης κατά της επελαύνουσας δύναμης των Μακεδόνων του Φιλίππου Β’, την συμμαχία όλων των έως τότε συγκρουόμενων βαλκανικών χωρών κατά της Βουλγαρίας στους Β’ Βαλκανικούς Πολέμους,  έως την σύγχρονη περίοδο της υποστήριξης του Σαντάμ Χουσεΐν από τις ΗΠΑ στα χρόνια του ‘80 και έναντι του Ιράν και της καιροσκοπικής επαμφοτερίζουσας σχέσης Ρωσίας και Τουρκίας στο Ουκρανικό. Διόλου ανεκδοτολογικά κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο ο Τσώρτσιλ επεσήμαινε ότι "εάν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Κόλαση, θα έκανα τουλάχιστον μια ευνοϊκή αναφορά στον Διάβολο στη Βουλή των Κοινοτήτων".

Το αξίωμα αυτό βρίσκει ιδανική εφαρμογή στη γειτονιά μας, την Ανατολική Μεσόγειο. Ο άξονας Ελλάδας-Κύπρου με το Ισραήλ -ιδίως μετά τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές και την στελέχωση της νέας administration, αλλά και τη γενική ανάφλεξη στην Συρία- φαντάζει πλέον μια αυτονόητη στρατηγική επιλογή της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής μας. Πρόκειται για τον μοναδικό ρεαλιστικό τρόπο να οριοθετηθεί η αδηφάγος και θίγουσα τα συμφέροντά μας δραστηριότητα της Τουρκίας στην περιοχή. Περαιτέρω, αργά ή γρήγορα, θα υπάρξει κάποιας μορφής αντιπαράθεση των αφανώς ανταγωνιζομένων δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή, δηλ. της Τουρκίας και του Ισραήλ, και η χώρα μας θα πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση για να την εκμεταλλευθεί. 

Είναι ευχής έργον που ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Άμυνας δείχνουν να κατανοούν αυτήν την αναγκαιότητα, οφείλουν όμως να προετοιμάσουν κατάλληλα και το εσωτερικό περιβάλλον για τη στρατηγική αυτή επιλογή. Καθώς, όχι πάντοτε ακατανόητα, αναφύονται σε μερίδα της κοινής γνώμης αντανακλαστικά, που ίσως δυσχεράνουν την πρακτική εφαρμογή της. Είναι όμως κρίσιμο να καταστεί κοινός τόπος ότι δεν χωρούν συναισθηματισμοί στην εξωτερική πολιτική και τις γεωστρατηγικές επιλογές. Αποκλειστικό κριτήριο (οφείλει να) συνιστά το εθνικό συμφέρον. Και το τελευταίο επιτάσσει ανά τακτά χρονικά διαστήματα επανεξέταση των κρίσιμων αποφάσεων, συνεχή προσαρμογή στις μεταλλασσόμενες συνθήκες, διαρκή αναδιάταξη πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων, δίχως αγκυλώσεις και εμμονές, αλλά με γνώμονα τις ωφέλειες του Τόπου. 

* Ο Δημήτριος Κ. Ρούσσης είναι Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος Αθηνών.