Κάτι τρέχει με την Ουκρανία

Δευτέρα, 09-Δεκ-2024 00:04

Του Λέανδρου Ρακιντζή

Ξαφνικά  o Ζελένσκι με δήλωση του ύψωσε λευκή σημαία και πρότεινε παύση των εχθροπραξιών στον πόλεμο με τη Ρωσία. Συγκεκριμένα είπε: Θα μπορούσε να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο με τη Ρωσία, εάν τα ουκρανικά εδάφη έμπαιναν υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και αυτό θα του επέτρεπε να διαπραγματευθεί την επιστροφή των υπολοίπων εδαφών με διπλωματικό τρόπο. Φυσικά εφόσον η επίσημη αιτιολογία της Ρωσίας για την εισβολή της στην Ουκρανία ήταν να εμποδίσει την ένταξη της στο ΝΑΤΟ η πρόταση του Ζελένσκι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη από τη Ρωσία, γιατί ένταξη ή υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ είναι έννοιες σχεδόν ταυτόσημες, αλλά με την παραπάνω πρόταση δημιουργούνται συνθήκες συμβιβασμού.

Φαίνεται ότι η πορεία του πολέμου δεν πάει καλά για την Ουκρανία λόγω μεγάλων απωλειών, αλλά κυρίως, γιατί μετά την εκλογή του Τραμπ θα υπάρξουν προβλήματα για τη χρηματοδότηση της, αλλά και γιατί στη Ρωσία υπάρχουν προβλήματα λόγω των ανθρώπινων απωλειών και των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν. Επομένως διαφαίνεται ελπίδα εκεχειρίας ή ανακωχής χωρίς όμως αυτό να σημαίνει λύση του Ουκρανικού ζητήματος, γιατί τους δύο λαούς τους χωρίζει διαχρονικό μίσος.

Διεθνές δίκαιο είναι το σύνολο των διεθνών κανόνων, συμβάσεων ή συνθηκών, που διέπει τις σχέσεις μεταξύ κρατών, διεθνών οργανισμών και διεθνών νομικών οντοτήτων σε πολλούς τομείς, όπως της εδαφικής κυριαρχίας, του δικαίου της θάλασσας, του περιβάλλοντος, χερσαίων και εναερίων μεταφορών, των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ κρατών, του δικαίου του πολέμου, αμάχων, προσφύγων ,ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ. Επίσης καθορίζει τον τρόπο, τη διαδικασία και τα όργανα, που επιλύουν τις διαφορές, ελέγχουν την τήρηση των συνθηκών και επιβάλλουν κυρώσεις, όπου αυτό προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες.

Η συστημική τους κατάρτιση των διεθνών συνθηκών ανάγεται στους κανόνες που έθεσε το 1815 το Συνέδριο της Βιέννης και έκτοτε καταρτίστηκαν και επικυρώθηκαν χιλιάδες διεθνείς συμβάσεις βάσει των οποίων ιδρύθηκαν αξιόπιστοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Κοινωνία των Εθνών, που την διαδέχθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.λπ. Υπό την αιγίδα αυτών ιδρύθηκαν και λειτουργούν ειδικοί οργανισμοί που προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες, όπως ο Ερυθρός Σταυρός, ΠΟΥ, UNESCO, UNICEF, αλλά και δικαστήρια, όπως το Διεθνές Δικαστήριο και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, που εδρεύουν στη Χάγη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Εξ αιτίας όμως ιδεολογικών και θρησκευτικών διαφορών και ιδεολογικών  καταλοίπων του ψυχρού πολέμου, εθνικιστικών διεκδικήσεων και μεγαλοϊδεατισμών για την ανασύσταση αυτοκρατοριών, κυρίως όμως της μη δημοκρατικής λειτουργίας πολιτευμάτων αναπόφευκτα συμβαίνουν παρατράγουδα, που προκαλούν οι ένοπλες επεμβάσεις ισχυρών κρατών σε άλλα κράτη με διαφορετική αιτιολογία κάθε φορά  με αποτέλεσμα πολλές φορές οι επιταγές του διεθνούς δικαίου να μην εφαρμόζονται, όταν προσκρούουν σε ισχυρότερα συμφέροντα.

Στον πρόλογο του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών οι λαοί που τον υπογράφουν δηλώνουν, ότι "είμαστε  αποφασισμένοι να σώσουμε τις επόμενες γενεές από τη μάστιγα του πολέμου, να διακηρύξομε την πίστη μας σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στην αξιοπρέπεια και αξία του ανθρώπου και τα ίσα δικαιώματα μικρών και μεγάλων εθνών και να δημιουργήσομε  προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και σεβασμός προς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις συνθήκες και άλλες πηγές του διεθνούς δικαίου". Η μέχρι τώρα πρακτική απόδειξε, ότι η διακήρυξη αυτή αποτελεί απλό ευχολόγιο γιατί πολλές φορές οι μεγάλες δυνάμεις, που είναι τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείς του ΟΗΕ, εμποδίζουν με το veto τους την έκδοση εκτελεστών αποφάσεων επί κρίσιμων θεμάτων, ενώ η από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ καταδίκη μιας χώρας για τη μη νόμιμη επέμβαση σε άλλη χώρα, όπως συνέβη για τις εισβολές σε Κύπρο και Ουκρανία, έχουν προς το παρόν  θεωρητική μόνο αξία. 

Συχνά στις διεθνείς σχέσεις κυρίως στη σύναψη διμερών συμβάσεων επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου, που επιβάλλει πολλές φορές με την ευθεία ή την κεκαλυμμένη απειλή και χρήση βίας τους όρους που τον συμφέρουν, όπως συνέβη με την  απειλή του casus belli της Τουρκίας για την μη επέκταση των χωρικών μας υδάτων.

Κάθε φορά όμως που ο ισχυρότερος παραβιάζει το διεθνές δίκαιο δημιουργείται με την αποδοχή της άποψης του ένα διεθνές προηγούμενο για την νομιμοποίηση των πράξεων  των ισχυρών, που το χρησιμοποιούν  για να επιτύχουν πολιτικά ή εδαφικά κέρδη με διάφορες  "δικαιολογίες", όπως ζωτικός χώρος, ζώνη ασφαλείας ή γαλάζια πατρίδα. Υπό τους όρους όμως αυτούς υποκρύπτεται επεκτατική επέμβαση, που απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο, αλλά η διεκδίκηση μετατρέπεται σε διένεξη, που επιλύεται σε βάρος του αδύνατου κατόπιν διαπραγματεύσεων ή απόφασης Διεθνούς Δικαστηρίου.

Φυσικά οποιαδήποτε συνθήκη, που καταρτίστηκε υπό απειλή ή κατόπιν  πολεμικής ήττας μακροχρόνια δεν γίνεται αποδεκτή και ο λαός που πιστεύει ότι αδικήθηκε, θα προσπαθήσει στην πρώτη ευκαιρία να την ανατρέψει, όπως συνέβη με την σε βάρος της Γερμανίας συνθήκη των Βερσαλλιών, που η προεκλογική υπόσχεση ανατροπής της έφερε στην εξουσία τον Χίτλερ και το ίδιο πρόκειται να συμβεί στην περίπτωση της Ουκρανίας, αν συνθηκολογήσει και εκχωρήσει εδάφη.

Στο παρελθόν η τήρηση των συνθηκών εξασφαλίζονταν με διαφόρους τρόπους πρόσφατα με την αποδοχή της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης  για την προστασία της τουρκικής μειονότητας, που ακρίτως δεχθήκαμε με την συνθήκη της Ζυρίχης και έτσι ψευδεπίγραφα νομιμοποιήθηκε η Τουρκία για την επέμβαση της, προφάσεις, που χρησιμοποιεί έκτοτε για τις παράνομες επεμβάσεις της σε ξένα κράτη.

Με τις παρούσες συνθήκες και υπό τον φόβο του πυρηνικού πολέμου το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η αδυναμία της Διεθνούς Κοινότητας να επιβάλλει στον ισχυρό αδικούντα να συμμορφωθεί στις επιταγές του διεθνούς δικαίου και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις, που ανέλαβε με διεθνείς συνθήκες, γιατί δεν υπάρχει μόνιμος μηχανισμός βίας για να τον εξαναγκάσει προς συμμόρφωση, αλλά μόνο άμεσες ή έμμεσες πιέσεις και κυρώσεις με λήψη κυρίως οικονομικών μέτρων, χωρίς να μπορεί κανείς να προδικάσει ούτε την αποτελεσματικότητα τους ούτε την διάρκεια τους ούτε την καθολική λήψη από όλα τα κράτη ούτε την μη καταστρατήγηση τους.

Σαφώς κάθε πόλεμος οποιασδήποτε μορφής, ανεξάρτητα πως ψευδεπίγραφα αποκαλείται ιδία ως ειρηνευτική ή ειδική επιχείρηση, είναι ηθικά απαράδεκτος και καταδικαστέος, γιατί οι διεθνείς διαφορές πρέπει να επιλύονται με ειρηνικά μέσα χωρίς τη χρήση βίας και στρατιωτικής ισχύος. Γενικά οι πόλεμοι διακρίνονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σε άδικους, που είναι οι επιθετικοί και δίκαιους, που είναι οι αμυντικοί. Φυσικά οι ένοπλες επεμβάσεις σε άλλη χώρα χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου δεν μπορεί να χαρακτηριστούν νομικά ως πόλεμοι και να εφαρμοσθεί για αυτές το δίκαιο και η ηθική του πολέμου. 

Στο Δυτικό κόσμο και σε μας υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων, που λόγω ιδεολογίας ή θρησκοληψίας και με τη βοήθεια του ρωσικού χρυσού δικαιολογούν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την οποία οι ίδιοι θεωρούν δικαιολογημένη για λόγους ασφαλείας για να αποτραπεί η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, άποψη που δεν είναι δυνατόν να προσδώσει κανενός είδους ηθικής νομιμοποίησης, ενώ οι ίδιοι παραβλέπουν ότι με τον τρόπο αυτό νομιμοποιούν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Σε κάθε περίπτωση στις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και μάλιστα μεταξύ διαφορετικών κρατών και περιπτώσεων δεν χωρεί ούτε πραγματικός ούτε ηθικός συμψηφισμός.

Σαφώς η προσπάθεια της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. δεν παρέχει στη Ρωσία την παραμικρή δικαιολογία για την επέμβαση της στην Ουκρανία, γιατί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ κανένα κράτος δεν μπορεί να απαιτήσει με την απειλή πολέμου τον μη εξοπλισμό και την ουδετεροποίηση ενός κράτους, όπως ενάντια στο διεθνές δίκαιο ζητά η Ρωσία από την Ουκρανία και η Τουρκία την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.

Ανεξάρτητα του εάν η Ουκρανία κατόπιν ήττας αποδεχθεί την μη νόμιμη ρωσική απαίτηση, η αποδοχή από την διεθνή κοινότητα της απαιτήσεως αυτής της Ρωσίας έστω προς αποφυγή παγκόσμιου πολέμου  θα δημιουργούσε διεθνή πρακτική, που θα επέτρεπε σε ισχυρά κράτη να επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους σε ασθενέστερα και ειδικότερα θα επέτρεπε στην Τουρκία να προβάλλει με βάσιμα επιχειρήματα την απαράδεκτη αξίωση της για την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. 

* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.